Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο καθηγητής του ΕΜΠ καταλήγει πως το έλαιο σιλικόνης, υπό συνθήκες ηλεκτρικού τόξου, μπορεί να δημιουργήσει πυρόσφαιρα.
Σημαντικές εξελίξεις καταγράφονται στην υπόθεση του δυστυχήματος στα Τέμπη, καθώς το πρωί της Τρίτης παραδόθηκε στον εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη το πολυσυζητημένο πόρισμα του καθηγητή Δημήτρη Καρώνη, από το Εργαστήριο Τεχνολογίας Καυσίμων και Λιπαντικών της Σχολής Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ.
Το εν λόγω εργαστήριο ανέλαβε να διερευνήσει την αιτία δημιουργίας της πύρινης σφαίρας που ακολούθησε τη σύγκρουση των δύο τρένων. Το πόρισμα, που αριθμεί 132 σελίδες, απαιτεί ενδελεχή ανάλυση για πλήρη κατανόηση των συμπερασμάτων του.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, ο καθηγητής καταλήγει ότι το έλαιο σιλικόνης είναι δυνατόν να δημιουργήσει πυρόσφαιρα υπό την επίδραση ηλεκτρικού τόξου και αναφλέγεται σε θερμοκρασίες άνω των 330°C. Όσον αφορά την πιθανότητα καύσης του ελαίου που χρησιμοποιείται για την ψύξη των μετασχηματιστών των ηλεκτροκίνητων αμαξοστοιχιών, το πόρισμα αναφέρει:
«Όσον αφορά την καύση, τα έλαια σιλικόνης με αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να αναφλεγούν όταν η θερμοκρασία στο χώρο υπερβεί τους 300 °C και εν συνεχεία να καούν. Στο έγγραφό της η Hellenic Train αναφέρει ότι: “Σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, η θερμοκρασία του μετασχηματιστή εξαρτάται από διάφορους παράγοντες εξωτερικούς, όπως η θερμοκρασία περιβάλλοντος, και εσωτερικούς, όπως η τιμή της ζητούμενης και της παραγόμενης ισχύος η οποία διαρκώς μεταβάλλεται. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή θεωρείται υπερβολική όταν υπερβαίνει τους 155 °C στην περιέλιξη του μετασχηματιστή και τους 90 °C στο υγρό σιλικόνης. Επομένως, η θερμοκρασία των ελαίων πρέπει να ήταν στην περιοχή των 90 °C και κατά συνέπεια πολύ χαμηλότερη του σημείου ανάφλεξης των ελαίων. Άρα, όσον αφορά την καύση, είναι λογικό να υποτεθεί ότι τα έλαια σιλικόνης συμμετείχαν στην πυρκαγιά λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούσας μετά την ανάπτυξη της πύρινης σφαίρας».
Επιπλέον, το πόρισμα επισημαίνει ότι: «Ο σχηματισμός πύρινης σφαίρας υπό συνθήκες ηλεκτρικού τόξου υψηλής έντασης ρεύματος είναι εφικτός. Αυτό σημαίνει πως και στην περίπτωση του υπό διερεύνηση τραγικού δυστυχήματος, είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, αφού έχουν καταγραφεί αναλαμπές που αποδίδονται σε ηλεκτρικό τόξο».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η αναφορά στο κατά πόσο υπήρχε φορτίο με υδρογονάνθρακες ή άλλα εύφλεκτα υλικά στην εμπορική αμαξοστοιχία. Ο καθηγητής δεν δίνει επιστημονική απάντηση, αλλά στηρίζεται σε ευρήματα της αστυνομίας και σε βίντεο που κατέθεσε στις αρχές ο δικηγόρος της εταιρείας φύλαξης ΙΝΤΕΡΣΤΑΡ, Βασίλης Καπερνάρος:
«Από τα στοιχεία του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας και την Έκθεση Αυτοψίας της Ελληνικής Αστυνομίας, δεν αναφέρεται πουθενά καταγραφή υλικού που θα έχει χαρακτηριστικά αυτών που απαιτούνται για το σχηματισμό εύφλεκτου νέφους ατμών που θα μπορούσε να οδηγήσει στο σχηματισμό πύρινης σφαίρας. Επίσης, σύμφωνα με το με ΑΠ 3022/21/8925/4-ζ΄/27-03-2025 έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, τα 3 βίντεο που απεικονίζουν τη διέλευση της εμπορικής αμαξοστοιχίας από τη Νότια Σήραγγα Πλαταμώνα και το ΚΕΚ Ραψάνης αποτελούν ακριβή αντίγραφα (γνήσια) αρχείων βίντεο από τις αντίστοιχες κάμερες ασφαλείας. Κατόπιν παρακολούθησης των σχετικών βίντεο, παρατηρείται ότι οι 3 ανοιχτές φορτάμαξες δεν έφεραν επάνω τους κάτι άλλο πέραν των μεταλλικών ελασμάτων (λαμαρίνες) που αναφέρονταν στις αντίστοιχες φορτωτικές (δεν εντοπίζεται πάνω στα μεταλλικά ελάσματα κάποιο αντικείμενο που θα μπορούσε να παραπέμπει σε δεξαμενή ή δοχεία αποθήκευσης κάποιου υγρού). Με δεδομένο δε πως οι υπόλοιπες φορτάμαξες με τα εμπορευματοκιβώτια δεν είχαν το παραμικρό ίχνος φωτιάς, και σύμφωνα με την Έκθεση Αυτοψίας της Ελληνικής Αστυνομίας τα εμπορευματοκιβώτια βρέθηκαν είτε με εμπορεύματα σύμφωνα με τις φορτωτικές είτε κενά, δε φαίνεται να υπήρχε στην εμπορική αμαξοστοιχία φορτίο με πτητικό υλικό από το οποίο θα μπορούσε να σχηματιστεί νέφος εύφλεκτων ατμών που θα οδηγούσε σε σχηματισμό πύρινης σφαίρας».
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι στη δικογραφία περιλαμβάνονται και άλλες πραγματογνωμοσύνες από τεχνικούς συμβούλους, οι οποίες θα εξεταστούν από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.