Η Αθήνα παρουσιάζεται ως ένα τεράστιο ghetto σε πολλά mainstream μουσικά video clips, θυμίζοντας περισσότερο Αμερική παρά Βαλκάνια. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Για πάνω από μία δεκαετία το hip hop -και ακολούθως η trap– έχουν καταστεί ως τα νέα δημοφιλή μουσικά είδη, εκτοπίζοντας το λαϊκό ή καταφέρνοντας να συνυπάρχουν μαζί του.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, η συγκεκριμένη μουσική παρέμενε στο περιθώριο και δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που ανησυχούσαν για τον εξευγενισμό του είδους τους, προειδοποιώντας ή αναφέροντας με απέχθεια σε πολλά κομμάτια τους πως σύντομα θα βρίσκεται στις «πίστες», εννοώντας τα μπουζούκια.
Το διαρκώς αυξανόμενο κοινό και η γρήγορη επιτυχία νέων καλλιτεχνών έστρεψαν τις μεγάλες δισκογραφικές να επενδύσουν στο hip hop, κάνοντάς το ένα πεδίο από το οποίο κάποιος θα μπορούσε να βγάλει πολλά χρήματα και να προωθήσει ένα νέο lifestyle βασιζόμενο στην αισθητική του ghetto.
Δεν είναι τυχαίο πως και η φετινή συμμετοχή της Ελλάδας στη Eurovision γίνεται με το «Ζάρι» της Μαρίνας Σάττι, ένα κομμάτι που δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή αρκετών trappers και έχει πλήθος τέτοιων χαρακτηριστικών.
Κρίση και ματαίωση
Έχουν επιχειρηθεί αρκετές αναλύσεις για να εξηγήσουν το γιατί το hip hop και η trap έχουν γνωρίσει τέτοια επιτυχία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Πέραν της δημοφιλίας στην Αμερική –στην οποία υπάρχει εντελώς διαφορετική κοινωνική διαστρωμάτωση, όμως παράγει τα πολιτιστικά πρότυπα του δυτικού κόσμου–, καθοριστικό ρόλο έχει παίξει η πολυετής οικονομική κρίση, οι πολλαπλές ματαιώσεις και η διαρκώς μειούμενη καταναλωτική ικανότητα. Το μεγαλύτερο κοινό αυτής της μουσικής σήμερα δεν είναι οι millennials, αλλά οι νεότερες γενιές (Gen-Z, Gen-A) οι οποίες δεν γνώρισαν τον κόσμο της αφθονίας.
Μεγαλωμένες μέσα σε ένα πλαίσιο διαρκούς διακινδύνευσης, βίωσαν πολλαπλές ματαιώσεις ήδη από την εφηβεία, γνωρίζοντας σε πολλές περιπτώσεις πως ο κόσμος δεν είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορούν να τοποθετηθούν όπως επιθυμούν.
Αντιθέτως, έχουν ένα προκαθορισμένο μονοπάτι, το οποίο πολλές φορές δεν θα τους εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα και δεν υπάρχουν περιθώρια για τη δυνατότητα πρόσβασης στη συμβολική κατανάλωση, δηλαδή τα ακριβά brands. Η αντίφαση, όμως, εντοπίζεται στο γεγονός πως οι συγκεκριμένες γενιές μέσα από τα κινητά τους βλέπουν έναν κόσμο διαφημιστικά πλασμένο, στον οποίο το χρήμα, τα υλικά αγαθά και οι απολαύσεις κυκλοφορούν ελεύθερα και τους καλούν να τα διεκδικήσουν.
Το Ghetto ως αισθητική
Η κάθε μουσική κουλτούρα έχει και τη δική της αισθητική. Για το hip hop και την trap αυτή βρίσκεται στο ghetto και σχετίζεται με τις καταβολές του είδους που ξεκίνησε από τα φτωχότερα μαύρα στρώματα της δεκαετίας του 1970 στην Αμερική.
Στην αρχή, είχε τον ρόλο μίας απεγνωσμένης κραυγής επιβίωσης και ενός μοιρολογιού στο οποίο εξιστορούνταν όλες οι δυσκολίες, οι προκλήσεις και οι κοινωνικές ανισότητες τις οποίες αντιμετώπιζαν οι μαύροι. Ρατσισμός, εκμετάλλευση, ναρκωτικά, πορνεία και μηδενικές ευκαιρίες για διαφυγή από έναν τέτοιο κόσμο ήταν οι αρχικές θεματικές, ενώ σταδιακά εντάχθηκε και ο έλεγχος των περιοχών από τις διάφορες συμμορίες.
Αισθητικά, το hip hop τοποθετείται στον δρόμο. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε έναν DJ να παίζει υπαίθρια beats δίπλα από παρέες μαύρων που κάθονται σε σκαλιά, όπως στο video clip «Message» του Grandmaster Flash ή μαύρους να ζεσταίνονται δίπλα σε αναμμένους κάδους όπως κάνουν αργότερα οι Wu Tang Clan.
Ενδυματολογικά τα φαρδιά και άνετα ρούχα εξυπηρετούν τις γρήγορες κινήσεις που χρειάζονται ως μέλη των συμμοριών για να τρέχουν όταν κλέβουν και όταν καταδιώκονται και για να έχουν χώρους για τα όπλα και τις ποσότητες ναρκωτικών. Οι κουκούλες και τα καπέλα δεν προστατεύουν μόνο από το κρύο, αλλά κρύβουν και τα πρόσωπα όταν είναι αναγκαίο.
Ιδιαίτερο στοιχείο είναι η λατρεία των αθλητικών παπουτσιών και η τάση να αγοράζονται πολλά από αυτά όταν υπάρχουν χρήματα. Τα παπούτσια τις περισσότερες φορές συνδέονται με παιδικό τραύμα της στέρησης που σχετίζεται με τις ελλείψεις και τη φτώχεια.
Τέλος, κυρίαρχο στοιχείο σε όλα τα ντυσίματα είναι τα κοσμήματα. Οι βαριές αλυσίδες, οι σταυροί, τα ρολόγια, τα σκουλαρίκια και άλλα αντικείμενα επικοινωνούν προς τα έξω τον πλούτο. Δεν είναι τυχαίο πως προτιμώνται γι’ αυτά πολύτιμα υλικά, όπως ο χρυσός, το ασήμι, η πλατίνα και τα διαμάντια, τα οποία αποκτήθηκαν είτε από κάποια κλοπή είτε αντανακλούν το οικονομικό status των κατόχων τους, καθώς πέτυχαν να ανέλθουν οικονομικά και να πλουτίσουν μέσω της μουσικής ή της παρανομίας.
Όλοι αυτοί οι συμβολισμοί αποτελούν τη βάση των video clips του συγκεκριμένου είδους, με διάφορες προσθήκες και αφαιρέσεις ανά τις εποχές. Στην ίδια λογική κινείται και η απόδοση της αισθητικής της φαβέλας. Εκεί τα στοιχεία διαφοροποιούνται και κυριαρχούν περισσότερο τα γυμνασμένα αντρικά σώματα που ξεπροβάλλουν από τα floral πουκάμισα, τα γυαλιά ηλίου και οι ημίγυμνες γυναίκες που χορεύουν ερωτικά.
Μία ακτινογραφία των αθηναϊκών ghettos
Αν κυκλοφορήσει κάποιος στην Αθήνα, θα καταλάβει πως υπάρχουν τεράστιες διαφοροποιήσεις σε σχέση με την εικόνα που παρουσιάζεται στα video clips. Τα ghettos της Αθήνας συγκροτούνται από διαφορετικούς πληθυσμούς και οργανώνονται με διαφορετικό τρόπο.
Η πρώτη ζώνη βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο όπου υπάρχουν κάποιες εστίες πέριξ της Βαρβακείου. Στη συγκεκριμένη ζώνη κυρίως δραστηριοποιούνται Άραβες και Ασιάτες μετανάστες και δευτερευόντως Αφρικανοί. Η πρώτη ομάδα έχει δημιουργήσει καταστήματα που απευθύνονται αποκλειστικά σε αυτό το κοινό. Μπακάλικα, μανάβικα, κουρεία, μαγαζιά με ρούχα και κινητά αναπτύσσουν μία εναλλακτική οικονομία που βασίζεται στο ethnic στοιχείο.
Στους συγκεκριμένους δρόμους, όπως η Σωκράτους, η Γερανίου και η Σοφοκλέους που εκτείνονται μέχρι και την Πειραιώς, δραστηριοποιούνται παράλληλα ομάδες με εγκληματική δραστηριότητα. Πώληση ναρκωτικών, όπλων, πορνεία και διαρρήξεις αυτοκινήτων είναι οι συνηθέστερες μορφές παραβατικότητας. Πέρα των μεταναστών, κυκλοφορούν και πολλοί τοξικοεξαρτημένοι λόγω των «πιατσών».
Ένα δεύτερο ghetto εντοπίζεται στην περιοχή του Μεταξουργείου. Ο ταχύτατος εξευγενισμός (gentrification) της περιοχής αλλάζει ραγδαία τον πληθυσμό και οδηγεί στο κλείσιμο πολλών μαγαζιών με ρούχα τα οποία απευθύνονταν στους Ασιάτες. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως υπάρχει μία ολόκληρη ζώνη με οίκους ανοχής στην οποία διαμένουν αρκετοί άστεγοι τοξικοεξαρτημένοι.
Μία τρίτη ζώνη ghetto αναπτύσσεται πέριξ της Πατησίων και εκτείνεται μέχρι την πλατεία Βικτωρίας, φτάνοντας μέχρι και τον σταθμό Λαρίσης. Σε αυτήν υπάρχουν πολλά σπίτια και επιχειρήσεις μεταναστών, αντίστοιχα παράνομη πορνεία, πώληση ναρκωτικών και μετακινούμενοι πληθυσμοί άστεγων τοξικοεξαρτημένων.
Τέλος, ένας διαφορετικός τύπος ghetto βρίσκεται εκτός του κέντρου της Αθήνας και είναι διάσπαρτος στη Δυτική και Ανατολική Αττική. Πρόκειται για τις περιοχές και τους καταυλισμούς των Ρομά, όπου εκεί τα πράγματα διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Στις συγκεκριμένες ζώνες η φτώχεια είναι ακραία και κύριες δραστηριότητες είναι η συλλογή ανακυκλώσιμων υλικών και ο καθαρισμός τους, χωρίς μέτρα προστασίας, με σκοπό να πουληθούν αργότερα και να περάσουν ξανά στον κύκλο παραγωγής.
Επιπλέον, υπάρχει ανεπτυγμένο το εμπόριο κλεμμένων ανταλλακτικών αυτοκινήτων, ναρκωτικών και οι κλοπές.
Η πολιτισμική φαντασίωση του ghetto
Τι κοινό έχουν όμως όλα τα παραπάνω; Οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί (Άραβες, Ασιάτες, μαύροι, Ρομά, τοξικοεξαρτημένοι) δεν έχουν πρόσβαση στη μουσική βιομηχανία ως δημιουργοί και εκτείνονται αναλογικά σε μία πολύ μικρή ζώνη εντός της Αττικής.
Σε αντίθεση με την πραγματικότητα, αυτό που μπορεί να δει κάποιος στα video clip της ελληνικής rap / trap μουσικής στην πράξη είναι μία πολιτισμική φαντασίωση, αντλημένη αποκλειστικά από την αμερικανική μουσική βιομηχανία και επενδυμένη με πλήθος αισθητικών στοιχείων και στερεοτύπων παρμένα από μία άλλη κοινωνία.
Τα εγχώρια ghetto έχουν εντελώς διαφορετικά δημογραφικά και αισθητικά χαρακτηριστικά. Εδώ είναι περισσότερο οικεία στοιχεία οι κελεμπίες, τα αρώματα των μπαχαρικών, τα ξένα τρόφιμα και λαχανικά, τα κουρελιασμένα ρούχα, οι αφίσες γραμμένες στα αραβικά ή τα κινεζικά, τα μαγαζιά με ethnic κουζίνα και οι στοίβες με παλιές συσκευές για ανακύκλωση και τα μισοκομμένα αυτοκίνητα στους καταυλισμούς των Ρομά αντί της αισθητικής του hip hop / trap που περιγράψαμε παραπάνω.
Μέσα από τα μουσικά προϊόντα -με ελάχιστες εξαιρέσεις- στην πραγματικότητα γίνεται η προσπάθεια επιβολής γλώσσας, κανόνων, κοινωνικών διαιρέσεων, αισθητικής των συμμοριών και χαμηλών στρωμάτων με ανοίκειο τρόπο. Στην πράξη, πρόκειται για την πολιτισμική οικειοποίηση της mainstream αντικουλτούρας της Αμερικής λόγω της αδυναμίας να αποδεχτούμε τη δική μας πολιτισμική ταυτότητα, η οποία έχει περισσότερα στοιχεία Ανατολής και Βαλκανίων παρά Δύσης.
Ακόμα και σε ένα πεδίο όπως αυτό της μουσικής του περιθωρίου, συμπεριφερόμαστε ως μία μικρή φαντασμένη περιφέρεια που μαγνητίζεται από τα μεγάλα κέντρα, καθώς αδυνατεί να αποδεχτεί την αυθεντικότητά της και να παράγει νέες φόρμες σε πολλές περιπτώσεις βασισμένη σε αυτή.
Το παραπάνω δεν είναι αποκλειστικό κατάλοιπο της οικονομικής κρίσης και των ματαιώσεων, αλλά της ανάγκης να αποδείξουμε με κάθε τρόπο πως ανήκουμε στη Δύση, όχι μόνο μέσω της αριστείας και των άλλων θετικών συσχετίσεων, αλλά ακόμα και με τις διαστάσεις των κοινωνικών προβλημάτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η μουσική, ανάμεσα σε πολλά άλλα, συνθέτει και αυτή νέες μυθολογίες, όπως της Αθήνας ως ghetto ή φαβέλας, ανάλογα τον καλλιτέχνη και το niche στο οποίο απευθύνεται.