Μιλά για τη γνωριμία του με το θέατρο ενώ εξέτιε ποινή φυλάκισης ως μέλος της οργάνωσης «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», την ικανότητα να χαράζουμε νέους δρόμους, τα κελιά μέσα στα οποία χτίζουμε τις ζωές μας, ενώ ξέρει καλά πως η μνήμη δεν είναι σκουπίδι.
Στο Μεταξουργείο, έξω απ’ τον Τεχνοχώρο ΦΑΜΠΡΙΚΑ, έφτασα μια Τρίτη βράδυ κάνοντας υπολογισμούς για λογαριασμούς, ενοίκια, μουτζουρώνοντας deadline που δεν «έπιασα» και η κούραση είχε μπλοκάρει τη φαντασία μου στις δικαιολογίες. Κατέβηκα τα σκαλιά και όταν τα ξανανέβηκα αναγνώρισα μια απ’ τις στιγμές που νιώθεις ότι δεν πήγε τζάμπα όλη αυτή η ώρα, ότι το «Toxicity» είναι μια παράσταση βγαλμένη από τη ζωή μας.
Τον Γιώργο Νικολόπουλο, σκηνοθέτη της παράστασης, τον γνώριζα απ’ την εμπλοκή του στην οργάνωσης «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» σαν έναν άνθρωπο της γενιάς μου, χωρίς δυστυχώς να έχω παρακολουθήσει μέχρι τώρα δουλειά του. Βρεθήκαμε στα Εξάρχεια για μια κουβέντα απ’ αυτές που συνεχίζονται και αφού κλείσει το μαγνητόφωνο.
«Παρόλο που πάντα μου άρεσε να παρακολουθώ θέατρο, ουσιαστικά, πρώτη φορά ήρθε στη ζωή μου μέσα στη φυλακή. Είχε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα με το Εθνικό Θέατρο που συνεχίστηκε για τρία χρόνια. Όταν η στήριξη σταμάτησε, έγινε πιο αυτόνομο.
Η πρώτη μας παράσταση ήταν “Η Τρικυμία” του Σαίξπηρ, στο οποίο συμμετείχε και η Ασημίνα Αναστασοπούλου με την οποία συνεργαζόμαστε και τώρα. Ένα ιδιαίτερο αλλά και χαοτικό έργο. Έπειτα, κάναμε μια αρκετά δύσκολη παράσταση, ανεβάζοντας το “Ο Θάλαμος αρ. 6” του Τσέχωφ. Το μεγάλο ενδιαφέρον σε όλο αυτό ήταν ότι ήμασταν κρατούμενοι στη φυλακή και παίζαμε ένα έργο που μιλάει για τρόφιμους ενός ψυχιατρείου. Ήταν ωραία αντιστοίχιση. Τέλος, στο τρίτο έργο, ήταν το “Glengarry Glen Ross” του David Mamet. Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν είχα τον ίδιο χρόνο όπως στα προηγούμενα, λόγω του ότι είχα άδειες. Το μετέφρασα όμως και ήμουν βοηθός σκηνοθέτη. Πρόκειται για μια δουλειά που είχε μεγάλη απήχηση στους κρατούμενους, λόγω της απλής και ρεαλιστικής γλώσσας που χρησιμοποιούσε».

Τον ρωτάω το κάπως αυτονόητο, το πώς δηλαδή λειτουργεί η Τέχνη σε έναν άνθρωπο που ζει σε καθεστώς εγκλεισμού.
«Ήταν μια σπουδαία διαδικασία, μέσα απ’ αυτήν ανακάλυψα τη δύναμη που έχει η Τέχνη, τον τρόπο που διακινεί τη σκέψη των ανθρώπων και που μπορεί να ακουμπά ασυνείδητα χορδές που μας κάνει να μετακινούμαστε εσωτερικά. Πιστεύω ότι ένα δυνατό έργο μπορεί να διαπεράσει και τις πιο ισχυρές ανθρώπινες άμυνες. Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να τα κατανοούμε κι όλα. Το συναίσθημα και η σκέψη μας, ξέρουν καλά γιατί μπαίνουν σε επεξεργασίες. Το σημαντικό είναι να μην πάψει να μας απασχολεί κάτι.
Μέσα στη φυλακή, το θέατρο αποτελεί κίνητρο, σε “τραβάει” να ασχοληθείς με κάτι που νιώθεις σημαντικό. Επειδή πλέον έχω και την εκτός φυλακής εμπειρία, μπορώ να διακρίνω τις λούπες στις οποίες μπορεί να πέσει κάποιος και να νιώσει κάποιες στιγμές ότι το κάνει σαν αγγαρεία. Σε εμάς δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο, το απολαμβάνουμε παρά την κούραση. Ακόμη όμως και όλα αυτά είναι μέρος της καθημερινής διαδικασίας σε ό,τι κι αν κάνεις. Στη φυλακή δεν υπήρχε αυτό, ήταν έντονη η αίσθηση ότι αυτό που σου συμβαίνει είναι πολύ για σένα.

Προσωπικά, χρειαζόμουν έναν τρόπο να εκφραστώ και αυτό ήταν ένα αποκούμπι που με έκανε να ανακαλύψω πράγματα για εμένα. Ο κόσμος χρειάζεται να αλλάξει ή να καταστραφεί για να γίνει καλύτερος. Θα συμβεί αυτό; Όχι. Εμείς όμως έχουμε χρέος να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε και να μιλάμε προς αυτή την κατεύθυνση, και μέσα απ’ την Τέχνη νιώθω ότι μπορώ να το επικοινωνώ.
Θέλω πολύ να πάω μια παράστασή μου στις φυλακές και να ασχοληθώ περισσότερο με αυτό το κομμάτι, αφενός γιατί το γνωρίζω, αφετέρου γιατί για εμένα η πραγματική αξία της Τέχνης είναι ακριβώς εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε μια δυσχερή θέση για διάφορους λόγους».
Συζητάμε για το πώς συνέχισε την πορεία του στο θέατρο μετά την αποφυλάκισή του.
«Βγαίνοντας απ’ τη φυλακή άρχισα να ψάχνω πώς θα εξελιχθώ. Διαβάζω διαρκώς. Έκανα σεμινάρια υποκριτικής και σκηνοθεσίας αποκτώντας τεχνικές γνώσεις, αν και αυτό που διαπιστώνω είναι ότι στην πράξη μαθαίνεις περισσότερα. Μπήκα στη διαδικασία να γράψω σενάριο, κάτι που δεν πίστευα ότι μπορούσα να κάνω. Στην αρχή έμοιαζε τρομακτικό, στην πορεία έγινε αποκαλυπτικό και κατέληξε ένα πολύ ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Ήταν ανακουφιστική η διαπίστωση ότι μπορώ να το κάνω.
Μετά έκανα την πρώτη μου μικρού μήκους που έχει τίτλο “Η Αρχή” και νιώθω πολύ καλά, παρά τα λάθη της. Άλλωστε, άμα σταματήσεις να βλέπεις λάθη, υπάρχει πρόβλημα. Στη συνέχεια, μπήκαμε στην ιδέα να γράψουμε κάτι μεγαλύτερο, όπως το θεατρικό. Ήταν μια δική μου ιδέα που γεννήθηκε λίγο μετά την καραντίνα που είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω περισσότερο τους ανθρώπους. Ο Covid απέδειξε σε όλους ότι ο εγκλεισμός είναι απ’ τις μεγαλύτερες συνθήκες πίεσης, ικανός να ξυπνήσει τα πιο άγρια ένστικτα. Το διαπιστώσαμε με τον κοινωνικό κανιβαλισμό που ακολούθησε ακόμη πιο έντονα από πριν. Έτσι, σε συνδυασμό και με τα δικά μου βιώματα, σκέφτηκα να κάνω αυτή την αντίστιξη.
Ο “Αμερικάνικος Βούβαλος” του Ντέιβιντ Μάμετ, υπήρξε επίσης έμπνευση για εμένα και μαζί με τη Μαρία Δαμασιώτη που ταιριάξαμε συγγραφικά, προχωρήσαμε».

Το «Toxicity» είναι μια ιστορία, μια στιγμή ζωής τριών γυναικών μέσα σε ένα κελί. Τον ρωτάω πόσο τραυματικό ήταν για εκείνον αυτή η αναβίωση.
«Δεν θα το χαρακτήριζα τραυματικό, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει αφήσει τα σημάδια του, τα οποία είναι και πολλά μάλιστα. Σίγουρα η επαναφορά της μνήμης δεν είναι πάντα ευχάριστη, νομίζω όμως ότι το θέατρο μαλάκωσε πολλές απ’ αυτές. Το Toxicity, έχει πολλά κομμάτια μου, όπως και της Μαρίας. Νομίζω ότι το πιο έντονο δικό μου, είναι η αίσθηση του ότι δεν συμβαίνει τίποτα, του κενού χρόνου και της επανάληψης μέσα στη φυλακή.
Αυτό που έχω καταλάβει απ’ τον κόσμο για το έργο είναι ότι του αρέσει, ενώ παράλληλα τον ζορίζει. Δώσαμε πολλή σημασία στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, τόσο συγγραφικά όσο και στις πρόβες. Μεγάλη συμβολή σε αυτό είχαν τα κορίτσια που πρωταγωνιστούν, η Ασημίνα Αναστασοπούλου, η Φανή Ξενουδάκη και η Σταύρια Νικολάου, οι οποίες ήταν πολύ “ανοιχτές” στις πρόβες και παρά τη δυσκολία που φέρει το να αγγίζεις τα σκοτάδια σου, δεν το φοβήθηκαν και φέρανε πολύ υλικό. Ένα από τα βασικά συστατικά αυτής της παράστασης, είναι ο τρόπος που προσέγγισαν και φέρουν το έργο πάνω στη σκηνή.
Το τέλος του έργου για εμένα δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, είναι αληθινό. Δεν ξέρω αν κρύβει ματαιότητα, τουλάχιστον όχι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που έχει η ίδια η ζωή μας. Μοιάζει με καθρέφτη, γι’ αυτό και καταφέρνει να μην εκβιάσει το συναίσθημα. Οι γυναίκες αυτές, βρίσκονται στο κελί, όμως θα μπορούσαν να είναι σε ένα διαμέρισμα, σε ένα τραπέζι έξω και να τρώνε, θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε».

Συμφωνούμε ότι η Τέχνη είναι μια μορφή επανάστασης. Σήμερα όμως, κατά πόσο διατηρεί αυτό το χαρακτηριστικό;
«Η Τέχνη, μόνο ως μορφή επανάστασης έχει λόγο ύπαρξης. Σήμερα, δεν είναι όσο εξεγερτική χρειάζεται κι αυτό συμβαίνει γιατί το σύστημα εξελίσσεται διαρκώς, βρίσκοντας τρόπους να αφομοιώνει και να ενσωματώνει ό,τι αντιλαμβάνεται σαν επικίνδυνο. Είναι μια νέα μορφή καταστολής στην οποία αν θες να ζεις απ’ την Τέχνη σου πρέπει να ενσωματωθείς και να κάνεις πράγματα που στην ουσία δεν θα σε αφορούν. Μια επιδερμική αντιμετώπιση σημαντικών γεγονότων, που μπορεί να καταλήξει επικίνδυνη. Το να ακολουθείς τις τάσεις απλά για να το κάνεις, πασαλείβοντας στην ουσία τα γεγονότα, δεν οδηγεί σε καλό αποτέλεσμα. Δεν γίνεται θέατρο μόνο με τσιτάτα. Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες μπήκαν στον χώρο γιατί θέλουν να εκφραστούν. Μόλις μπεις όμως σε αυτό το μονοπάτι, είναι εύκολο να χαθείς. Αν θες να το κάνεις αποκλειστικά με τον τρόπο σου, δεν γίνεται να ζήσεις απ’ αυτό.
Εννοείται ότι κι εγώ θέλω να έχει απήχηση η δουλειά μου, χωρίς όμως να με αγχώνει αυτό. Θέλω να μπορούν να δουν το έργο μου όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται, αλλά τα μηνύματα που επιλέγω να περνάει είναι πολύ συγκεκριμένα και χωρίς εκπτώσεις».
Μοιραία η κουβέντα γυρίζει ανά στιγμές στα χρόνια που ο ίδιος υπήρξε μέλος της οργάνωσης «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς». Τον ρωτάω ποιο νήμα ενώνει τη ζωή του τώρα με τότε.
«Η συνέπεια έρχεται μέσα απ’ τη διαδικασία του να μπορείς να χαράζεις νέους δρόμους, χωρίς στενοκεφαλιά. Σήμερα, ο δικός μου δρόμος είναι η συνέχεια όλης της ζωής μου. Η μνήμη δεν είναι σκουπίδι και οι εμπειρίες μας πάντα μας ακολουθούν και μας διαμορφώνουν.
Το ότι υπήρξα εκεί, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάω μόνο ευθεία επάνω, αλλά να λειτουργήσω σαν τα φυτά που αναρριχούνται με τα κλαδιά τους να πηγαίνουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Αλλά, θα παραμένω πάντα κοντά στη ρίζα μου. Η ιστορία μου πριν, είναι η εξέλιξη της ιστορίας μου από πιο πριν. Δεν μπορώ να αλλάξω, εκτός κι αν η περίοδος των Πυρήνων ήταν παρένθεση στη ζωή μου, που δεν ήταν».
Μιλάμε για τις φυλακές που ζούμε όσο νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι.
«Η φυλακή είναι μια, η ίδια η ζωή μας. Κάθε φορά που πάμε να βγούμε από ένα κελί, πέφτουμε σε ένα άλλο, το οποίο εμείς οι ίδιοι έχουμε χτίσει. Ο αγώνας να απελευθερωθούμε απ’ τα τείχη που έχουμε φτιάξει είναι διαρκής. Όσο περισσότερο χώρο και δρόμο ανοίξεις, τόσο καλύτερα.
Υπάρχει επαναστατική και εξεγερτική σκέψη, σήμερα. Πάντα θα υπάρχει. Αν δεν είναι η μία γενιά ή η επόμενη, θα είναι η μεθεπόμενη. Και πριν το εξεγερικό κομμάτι της γενιάς μας, υπήρχε στασιμότητα. Η μεγαλύτερη ζημιά στα επαναστατικά κινήματα έχει γίνει απ’ την Αριστερά, παγκοσμίως. Σου προσφέρει την ελπίδα της αλλαγής κι ένας εξεγερμένος άνθρωπος μπορεί να επαναπαυθεί. Όταν μετά έρχεται η δεξιά με το μαστίγιο, σε πιάνει στον ύπνο και είναι δύσκολο να πάρεις ξανά μπρος».
Παρόλα αυτά πιστεύω ότι τα πράγματα έχουν αρχίσει πάλι να κινούνται».