Στο καινούριο βιβλίο του συγγραφέα και δημοσιογράφου, «Ματαδόρ», ο κεντρικός ήρωας προσπαθεί να κανιβαλίσει τα αντρικά πρότυπα που του έχουν επιβληθεί από την κοινωνία.
Πολύ πριν ανοίξουν οι κατακόκκινες πόρτες της αρένας, μια ομάδα αρσενικών «παλαιάς κοπής» βασανίζουν το αγέρωχο ζώο. Ο αποδυναμωμένος ταύρος εισέρχεται στο πεδίο της μάχης για να συναντήσει ένα άλλο ζώο, δίποδο, πολύ πιο άγριο και βίαιο απ’ τον ίδιο. Δεν έχει επίγνωση όσων του συμβαίνουν, ζαλισμένος και αδύναμος πλησιάζει τον ματαδόρ. Ξεκινάει το υπερθέαμα: κάτι μεταξύ χορού και πολεμικής σύρραξης. Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βαγγέλης Μαρινάκης τον έρωτα στο νέο του βιβλίο «Ματαδόρ» (εκδ. Κάππα, 2024), σε μια ιστορία που εξερευνά πώς φλέγονται οι αναλογικοί άνθρωποι σε μια ψηφιακή εποχή.
Ταύροι εν ποτοπωλείο
Στο βιβλίο του, ο Βαγγέλης Μαρινάκης πειραματίζεται με την τρυφεράδα και τον θυμό που όλοι ανασύρουμε, όταν σκεφτόμαστε τους μεγάλους μας χωρισμούς. Τα αισθήματά του τα εντοπίζει σε καθημερινές σκηνές, στα αθηναϊκά μπαρ, στους δρόμους της πόλης. Κεντρικό πυρήνα της αφήγησής του αποτελεί ο απεγνωσμένος «χορός» ενός ταύρου που διεκδικεί ενστικτωδώς τη ζωή του κι ενός ταυρομάχου, που έχει βαλθεί να αποδείξει πως μπορεί να υποτάξει τη φύση -τη δικιά του και του ζώου. Ο Βαγγέλης τοποθετεί τη «χορογραφία» αυτή στο σκηνικό ενός μπαρ.

Όλες οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση του ίδιου
«Ο χορός του ταύρου με τον ταυρομάχο έχει κάτι από έρωτα. Ο καθένας αισθάνεται θύμα, ενώ πραγματικό θύμα της υπόθεσης είναι μόνο ο ταύρος. Στον έρωτα, ο καθένας αισθάνεται ταύρος. Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε απ’ τους συντρόφους ποιος φταίει θα σου απαντήσει: ο άλλος, όχι εγώ. Ο άλλος είναι πάντα ο ταυρομάχος.
»Ο ταύρος, παραδόξως, το πιο δυνατό από τα δύο ζώα που εισβάλουν στην αρένα, είναι συνήθως ο χαμένος. Ο ήρωάς μας αισθάνεται καταφανώς ηττημένος. Τον έχουν ρίξει, πριν μπει στην αρένα. Δεν έχει την κοπέλα που αγαπά, απλώς τη σκέφτεται. Από την άλλη, την περιγράφει μυθολογικά, ως μια παντοδύναμη και εύθραυστη ύπαρξη. Αναγνωρίζει και σ’ Εκείνη τον ρόλο του ταύρου και προσπαθεί να διαχειριστεί την ταύτιση αυτή», αναφέρει ο Βαγγέλης.
Με το μοτίβο της ταυρομαχίας έχουν ασχοληθεί κατά βάση άντρες καλλιτέχνες (ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού): ο Picasso, ο Lichtenstein, ο Almodóvar κ.α. Από τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις τους, είχα πάντα την αίσθηση πως στην αρένα, είτε στην κανονική, είτε σε εκείνη του έρωτα, ο ταυρομάχος δεν μάχεται με τον/την ερωτικό του σύντροφο, αλλά με την ίδια του την τσακισμένη αρρενωπότητα.
Έτσι, πάντα στο μυαλό μου η ταυρομαχία λειτουργούσε ως απόδειξη της αντρικής βιαιότητας. Στο βιβλίο του Βαγγέλη Μαρινάκη, ο πρωταγωνιστής Νίκος Μαρκάτος φαίνεται να προβληματίζεται ιδιαίτερα από την ψυχική ευαλωτότητα της συντρόφου του.
Η επικέντρωση στην ψυχική ευαλωτότητα της Άλλης, ωστόσο, συχνά λειτουργεί ως εύκολος δρόμος προκειμένου να αγνοήσει κανείς τη δική του ευαλωτότητα, εκείνη που τον κάνει να θυμίζει πληγωμένο ζώο, μετά τον χωρισμό.
Love is a Battle Field
Ο Βαγγέλης εμπνεύστηκε το βιβλίο του από προσωπικά του βιώματα και αφηγήσεις του στενού κοινωνικού του κύκλου. Ο πρωταγωνιστής του «Ματαδόρ», Νίκος Μαρκάτος βρίσκει μια κοπέλα. Εκείνη τον συστήνει στον έρωτα και τον εαυτό του. Εκείνος προσπαθεί να μας συστήσει μια καινούρια γλώσσα, προκειμένου να μπορέσουμε να μιλήσουμε για αυτές τις συγκλονιστικές γνωριμίες.

Το βιβλίο του Βαγγέλη θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποχαιρετιστήριο γράμμα και ως στερνό φιλί. Οι ήρωες ανταλλάσσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά γλώσσες. Η γλώσσα του έρωτα, όμως, είναι μια γλώσσα αμετάφραστη, μια γλώσσα που πεθαίνει πριν ολοκληρωθεί η εκφορά της. Ο ήρωας αρχικά προσπαθεί να επικοινωνήσει την προσωπική του γλώσσα στην κοπέλα που του τσάκισε την καρδιά, και μέχρι το τέλος του βιβλίου αντιλαμβάνεται πως δύο ερωτευμένοι δεν μιλούν ποτέ την ίδια γλώσσα.
«Ο έρωτας θυμίζει πεδίο μάχης, το οποίο οφείλουμε να διατηρήσουμε αναίμακτο. Έχει ορισμένους βασικούς κανόνες: τη συναίνεση, την αναγνώριση, την συζήτηση, την αποδοχή της ευαλωτότητας. Δεν παύει, όμως, ο έρωτας να είναι αιχμηρός και βίαιος. Δεν είναι μόνο τόπος της ευχαρίστησης, της εγγύτητας, του ανοίγματος και του αγγίγματος. Είναι μια συντριβή και ταυτόχρονα είναι μια διαδικασία αυτοανακάλυψης», σημειώνει ο συγγραφέας.
Για τον Βαγγέλη, έρωτας είναι να καταργείς τον χρόνο και την απόσταση. Ο χρόνος του έρωτα για τον ίδιο δεν είναι ούτε γραμμικός, ούτε κυκλικός. Είναι κατακερματισμένος. Συνοψίζεται πάντα σε εμβληματικές στιγμές που λειτουργούν ως βόμβες, ανατινάζοντας τα θεμέλια της προσωπικής μας πορείας, ιστορίας και αφήγησης. Έρχεται ως εμπειρία αυτοτραυματισμού και διαδικασία «υπερανθρωποποίησης», τονίζει ο συγγραφέας.
«Ο ήρωάς μας κάνει το Γαλάτσι – Φειδίου σε 12 λεπτά με τα πόδια, όταν Εκείνη του ζητά να της κάνει παρέα. Ε, δεν είναι φυσιολογικά πράγματα αυτά! Αυτό είναι και το νόημα του έρωτα. Νιώθουμε υπεράνθρωποι. Βρισκόμαστε σε κατάσταση εξαίρεσης. Αν δεις τις μεγάλες αθλητικές στιγμές, θα συνειδητοποιήσεις τους λόγους που πανηγυρίζουν οι άνθρωποι. Κάποιος έσκισε ένα πανί με μια μπάλα, κάποιος πήδηξε στα έξι μέτρα κρατώντας ένα κοντάρι, κάποιος σήκωσε πολλά κιλά.
»Κάπως έτσι είναι κι ο έρωτας. Ένας μεγάλος πανηγυρισμός για κατορθώματα που φαντάζουν μικρά. Αποτελεί, επίσης, μορφή αυτοτραυματισμού, όπως είπα, που όμως μας ολοκληρώνει.
Ο χαρακτήρας μας χαλυβδώνεται μέσα από τα τραύματά του», συνεχίζει ο συγγραφέας.
Να μιλάμε την αλήθεια μας
Ο Βαγγέλης Μαρινάκης εντοπίζει στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία το ίδιο στοιχείο που καταστρέφει τον έρωτα: τη δηθενιά. «Ένα σύμπτωμα της ελληνικής λογοτεχνίας είναι μια διάθεση πομπώδης, για να μας δείξουν οι συγγραφείς πόσο καλά ελληνικά γνωρίζουν ή το χειρότερο, κατά τη γνώμη μου, στήνουν διαλόγους οι οποίοι βασίζονται στην καλλιέπεια. Εμένα με ενδιαφέρει η αλήθεια και οι άνθρωποι.
»Όταν ο χαρακτήρας μας σκέφτεται τον εαυτό του με μια κοπέλα, θα ήταν υποκριτικό να μιλά περιφραστικά, για παράδειγμα για το σεξ. Όλοι μας, στην πραγματικότητα, μιλάμε για το σεξ χρησιμοποιώντας λέξεις της αργκό. Δεν χρησιμοποίησα την κουβέντα επί του θέματος με διάθεση μανιφέστο ή με διάθεση να συμβουλέψω τους straight άντρες να μιλάνε γι’ αυτό το θέμα. Το έκανα στην προσπάθειά μου να αποδώσω μια αλήθεια.
»Αυτή η σεμνοτυφία του νσ πρέπει να μιλάμε για το σεξ μόνο με politically correct τρόπο, με συγκεκριμένες λέξεις, αποτρέπει τελικά, ειδικά τις νέες γενιές, από το να μιλούν γενικά για το σεξ», σημειώνει.

Ο Βαγγέλης Μαρινάκης αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην εκφορά της προσωπικής μας αλήθειας. «Αποφάσισα λοιπόν να γράψω ένα μυθιστόρημα. Ο στόχος μου ήταν να είναι αληθινό. Για να είναι αληθινό, όμως, πρέπει να μιλάει τη γλώσσα του σήμερα. Η γλώσσα του σήμερα, ειδικά όταν περιγράφει το σεξ και τον έρωτα, δεν μπορεί να είναι η αποστειρωμένη γλώσσα ενός καθηγητή του ’60», συμπληρώνει.
Ο Βαγγέλης αντιλαμβάνεται τον Νίκο Μαρκάτο σαν παιδί που προσπαθεί να κανιβαλίσει τα τοτέμ που χρησιμοποιεί για παιχνίδια του, ένα παιδί που διαμέσου του έρωτα μεταβαίνει στην ενηλικίωση, μαθαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο. «O Νίκος Μαρκάτος, προσπαθεί να μιλήσει ειλικρινά για το σεξ και τον έρωτα. Κυρίως προσπαθεί να δει τον εαυτό του ως παιδί που κανιβαλίζει τα σύμβολα και τις προεκτάσεις ανδρισμού που του έχουν φορτώσει κοινωνικά. Καταλαβαίνει δηλαδή πως η υπερβολική ματσίλα που κάνει έναν άντρα “γνήσιο αρσενικό” δεν είναι κάτι που του ταιριάζει, την ίδια ώρα όμως καβαλάει και τη μηχανή του, το καινούριο του παιχνίδι.
»Το ενδιαφέρον με τον Νίκο Μαρκάτο είναι ότι θέλει να κανιβαλίσει αυτά τα αντρικά πρότυπα, να τα δει ως παιδικά κουσούρια, απομυθοποιώντας τα. Τα “χώνει” στις ωμές αντρικές φιγούρες της πόλης: στον εκτελεστικό διευθυντή, στον τύπο που χουφτώνει γυναίκες στο μπαρ, στους συναισθηματικά αποστασιοποιημένους ριζοσπάστες, στους υποκριτές», αναφέρει ο Βαγγέλης.
«Οι φιγούρες αυτές μπορεί να έρχονται απ’ το παρελθόν, υπάρχουν όμως ακόμα γύρω μας. Απ’ την άλλη, ο ήρωας κανιβαλίζει τα δικά του παιδικά σύμβολα, τη μηχανή, τον ανδρισμό, τον πούτσο. Ο πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί που θέλει να αποβάλει τα ξεπερασμένα, βαθιά πατριαρχικά, έμφυλα χαρακτηριστικά του. Προσπαθεί να διαπραγματευτεί με τον straight εαυτό του», καταλήγει ο συγγραφέας.

O συγγραφέας Βαγγέλης Μαρινάκης θα βρίσκεται στις 10 Σεπτεμβρίου, στις 19.30 το απόγευμα, στη σκηνή «Δεν Ξεχνώ», στο Πεδίον του Άρεως, στο πλαίσιο του 52ου Φεστιβάλ Βιβλίου, για να συζητήσει με τη συγγραφέα Βίβιαν Στεργίου. Αποσπάσματα του «Ματαδόρ» θα διαβάσει η ηθοποιός Μαρία Σκουλά.