Μια κουβέντα για την αδιαφάνεια της βίας, την οδύνη των θυμάτων και τον λόγο που ενοχλεί τόσο η λέξη «μπάτσος».
Με την ερευνήτρια Νατάσα Τσουκαλά, μιλήσαμε πρώτη φορά δύο χρόνια πριν. Καθισμένη στο μπαλκόνι του τότε γραφείου μου, της ζήτησα να συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ που ετοίμαζα για την αστυνομική βία και το ψυχικό τραύμα. Τότε, μου ανέφερε ότι βρισκόταν στη διαδικασία συγγραφής του βιβλίου της «Η συστημική φύση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα» και να ‘μαστε τώρα στο σπίτι της στα Εξάρχεια, να μιλάμε κρατώντας το στα χέρια μας πια.
«Για δύο διαδοχικές διετίες, έκανα έρευνα πεδίου για την αστυνόμευση διαδηλώσεων, έχοντας στο μυαλό μου να γράψω ένα βιβλίο πάνω σε αυτήν τη θεματική. Αυτό όμως που βίωσα παρευρισκόμενη στις διαδηλώσεις, άλλαξε το ενδιαφέρον μου, από το πώς αστυνομεύονται οι διαδηλώσεις στο γιατί συνεχίζουν να αστυνομεύονται με τον τρόπο αυτό. Ποια είναι δηλαδή τα αίτια της διαιώνισης αυτού του βίαιου θεάματος.
Απ’ τη στιγμή λοιπόν που συνειδητοποίησα ότι το ερώτημα είναι η διαιώνιση αυτού του φαινομένου, εξ ορισμού αυτό με παρέπεμψε σε συστημικά αίτια. Τα συστημικά αίτια δεν θα μπορούσαν να ήταν ποτέ αποκλειστικά ενδοαστυνομικά. Η αστυνομία δεν βρίσκεται σε κενό αέρος, υπέθεσα επομένως ότι τα αίτια είναι ευρύτερα.
Ξεκίνησα έρευνα κάνοντας πρωτογενή αποδελτίωση περιστατικών, επιλέγοντας αρχικά την περίοδο 2017 μέχρι τα μέσα του 2022. Στην πράξη είδα ότι ο όγκος των περιστατικών ήταν τεράστιος. Έτσι, απ’ την περίοδο αυτή κράτησα τρεις κατηγορίες που έχουν αυξημένη προστασία, τους βουλευτές, τους δημοσιογράφους και τους δικηγόρους. Έπειτα, πήγα απ’ το 2019 μέχρι τα μέσα του 2022, για όλη την υπόλοιπη κοινωνία. Για τις τρεις πρώτες κατηγορίες, καλύφθηκαν όλα τα περιστατικά. Τα υπόλοιπα, ήταν τόσα πολλά που αναγκάστηκα να τα μειώσω, καταλήγοντας συνολικά στα 136 που τελικά ανέλυσα. Όταν τελείωσα το βιβλίο σκέφτηκα ότι “έλεγξα το χάος”, με την ψυχική οδύνη να είναι αφόρητη».
Στις ευχαριστίες του βιβλίου, η Νατάσα Τσουκαλά αναφέρεται στον Συνήγορο του Πολίτη, σε δημοσιογράφους, δικηγόρους, βουλευτές και σε όλους τους ανθρώπους που της επέτρεψαν να διεξάγει αυτή την έρευνα. Αυτό που αναρωτιέμαι όμως είναι για τα εμπόδια που χρειάστηκε να ξεπεράσει.
«Σε μια τέτοια έρευνα, αυτό που βρίσκεις, είναι κυρίως εμπόδια. Θεσμική αδιαφάνεια από τη μεριά της ποινικής δικαιοσύνης, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση στη δικογραφία κατά τη διάρκεια της εισαγγελικής διερεύνησης, καθώς και η αστυνομική αδιαφάνεια που είναι εξουθενωτική. Απ’ την άλλη, αντιμετώπισα μεγάλη δυσκολία στο να εντοπίσω τα θύματα, διότι τις περισσότερες φορές αναφέρονταν ανώνυμα ή με αρχικά. Χρειάστηκε να εξαντλήσω τα όρια της προσωπικής μου δικτύωσης, κάτι που, όπως καταλαβαίνεις, ήταν πολύ χρονοβόρο.
Υπήρχαν άνθρωποι που αρνήθηκαν να αναβιώσουν το τραύμα, μιλώντας μόνο για τα θέματα της πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας. Άλλοι πάλι είχαν ανάγκη να μιλήσουν για το τραύμα και αναφέρονταν μόνο σε αυτό, αδιαφορώντας για το άλλο σκέλος. Υπήρχαν όμως και άτομα που αρνήθηκαν να μιλήσουν, λέγοντας απλά: “Λυπάμαι, θέλω να το ξεχάσω“. Έτσι, μίλησα με την/τον συνήγορό τους».
Συζητάμε για το τι έφερε στο φως η πολύτιμη αυτή έρευνα.
«Λόγω του ότι έκανα πρωτογενή αποδελτίωση, ανακάλυψα ότι πάρα πολλά περιστατικά δεν έχουν διερευνηθεί ποτέ. Αυτό που μέχρι πρότινος γνωρίζαμε, είναι ότι η πειθαρχική διαδικασία είναι ελλιπέστατη. Το ότι δεν έχει υπάρξει ποτέ καμία πειθαρχική διαδικασία για πολύ σοβαρούς τραυματισμούς παρά την ύπαρξη αποδεικτικού βιντεοληπτικού υλικού και παρά την ύπαρξη σοβαρών παραβιάσεων κανόνων εμπλοκής, αυτό δεν το ξέραμε. Το άλλο που εντυπωσιάζει είναι οι ψευδεπίγραφες πειθαρχικές έρευνες. Τι σημαίνει αυτό; Έχει ανακοινωθεί είτε στο Συμβούλιο της Ευρώπης με κοινή επιστολή της ελληνικής αστυνομίας και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, είτε στα ελληνικά ΜΜΕ, είτε στα θύματα, ότι διεξάγεται πειθαρχική έρευνα και δύο χρόνια μετά που μίλησα με τα θύματα, μου είπαν ότι δεν έχουν κληθεί ποτέ να καταθέσουν. Άρα, δεν διενεργήθηκε ποτέ πειθαρχική έρευνα, λέχθηκε απλώς για να καθησυχαστούν τα θύματα, η ελληνική κοινή γνώμη και κάποιοι φορείς εξουσίας».

Στο σημείο αυτό τη ρωτάω αν η εξοργιστική αυτή αδιαφάνεια και περιφρόνηση προς τα θύματα την έκανε να αφιερώσει το βιβλίο «Στα θύματα, που αναζήτησαν μάταια Δικαιοσύνη».
«Η αφιέρωση γράφτηκε πριν καν γραφτεί η πρώτη λέξη του βιβλίου. Ήθελα να ξεκαθαρίσω μέσα μου γιατί γράφω αυτό το βιβλίο και μετά να ξεκινήσω. Πρώτα ήταν η έννοια της Δικαιοσύνης και η οδύνη των θυμάτων λόγω της απουσίας της. Κάθε φορά λοιπόν που άνοιγα το αρχείο, έβλεπα την αφιέρωση και έπειτα συνέχιζα το κείμενο.
Τα θύματα, εύλογα έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, πολλώ μάλλον όταν δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Το κάθε θύμα γνωρίζει ότι όλο αυτό είναι συστημικό, συνειδητοποιούν ότι ανήκουν σε μια εν δυνάμει άπειρη κατηγορία ανθρώπων, που μπορεί να περιλαμβάνει από έναν αναρχικό μέχρι έναν Ινδαρέ, οι οποίοι δεν θα δικαιωθούν. Αυτό δημιουργεί ένα ίλιγγο. Το τρομακτικό κενό που προκύπτει είναι ανθρώπινο, νομικό, πολιτειακό, φιλοσοφικό και ηθικό. Δεν νοείται συλλογικός βίος χωρίς δικαιοσύνη.
Παρόλα αυτά, αυτό που εξέφρασαν πολλά θύματα είναι ότι, αν ποτέ υπάρξουν ξανά θύματα αστυνομικής βίας, θα προσφύγουν και πάλι στην ποινική δικαιοσύνη, απαιτώντας να αποδοθεί δικαιοσύνη. Όπως μου είπαν: “Δεν θα παραδοθούμε ποτέ, δεν θα παραδεχτούμε την οριστική ήττα“».

Διαβάζοντας το βιβλίο της Νατάσας, έπεσα πάνω στη δήλωση του Μάκη Βορίδη, που για προφανείς μάλλον λόγους το μυαλό μου είχε απωθήσει και δεν είναι άλλη από: «Το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας». Της ζητάω μια ανάγνωση της άποψης αυτής.
«Σε ατομικό επίπεδο, η δήλωση αυτή αποκαλύπτει ένα διαστροφικό στοιχείο της προσωπικότητας του εκφέροντος. Σε θεσμικό επίπεδο, δηλώνει την απουσία αξιακού συστήματος με θετικό πρόσημο. Σε πολιτειακό επίπεδο, δηλώνει την αδιαφορία για την τήρηση βασικών κανόνων του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ σε δικαιικό επίπεδο -δεδομένου του ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι νομικός-, δηλώνει την απόλυτη αδιαφορία για τους βασικούς κανόνες δικαίου».
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο τότε Υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, δήλωσε δημόσια πως θα εισηγηθεί «ο όρος “μπάτσος” να κινεί απευθείας αυτόφωρη ποινική διαδικασία». Ρωτάω τη Νατάσα τι είναι αυτό που τελικά ενοχλεί τόσο, στην έκφραση αυτή.
«Είναι μια πάγια τακτική όπου ο θύτης εμφανίζεται σαν θύμα στο όνομα ενός απαξιωτικού χαρακτηρισμού. Εφόσον αντιδρά, αρνείται το περιεχόμενο της απαξίωσης καθώς αν το δεχτεί, είναι σαν να αναγνωρίζει γιατί ο λαός τον αποκαλεί μπάτσο. Όσο θεωρεί ότι προσβλήθηκαν η τιμή και η αξιοπρέπειά του -οι οποίες βέβαια δεν προσβάλλονται όταν παραβιάζει το Σύνταγμα και τους νόμους- σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει το δίκαιο περιεχόμενο αυτού του απαξιωτικού όρου. Άρα, αν δεν αντιδρούσαν θα ήταν σαν να παραδέχονταν την ενοχή τους».

Συζητάμε για το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια όλο και πληθαίνουν οι προσλήψεις αστυνομικών, εξυπηρετώντας τη διαρκή καταστολή .
«Διαρκώς προσλαμβάνονται με διάφορα προσχήματα κάθε φορά, ειδικοί φρουροί, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν είναι αστυνομικοί, απλώς φέρουν στολή. Δεν έχουν περάσει από αστυνομικές σχολές, ούτε έχουν εκπαιδευτεί επαρκώς. Ο ΜΑΤατζής, έχει διδαχθεί κάποια στιγμή στη ζωή του Συνταγματικό Δίκαιο. Αν δεν το θυμάται ή δεν του αρέσει, είναι ένα ζήτημα. Ο ειδικός φρουρός όμως, αγνοεί εντελώς ποια είναι τα δικαιώματά μας.
Οι διαρκείς προσλήψεις τους λοιπόν, δηλώνουν την επιθυμία να αλλάξει ποιοτικά το ποσοστό αυτών που τελικά εμπλέκονται στην αστυνόμευση της καθημερινής μας ζωής. Σταδιακά, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί παραγκωνίζονται ως προς την αστυνομική δράση που έρχεται σε άμεση επαφή με τον πολίτη και τείνει πια αυτό να διεξάγεται από ουσιαστικά όχι αστυνομικούς. Επιλέχθηκαν να κάνουν τη “βρομοδουλειά” επειδή δεν πρόκειται να αποκλίνουν μιας και δεν έχουν μάθει τίποτα άλλο. Αυτό είναι πολύ ανησυχητικό, γιατί είναι επικίνδυνο».
Η κουβέντα μοιραία φτάνει στα διακριτικά των αστυνομικών.
«Πάρα πολλοί δεν φέρουν διακριτικά και κανείς δεν θέλει να τους επιβάλει να το κάνουν, ενισχύοντας με τη στάση αυτή την ατιμωρησία σε πειθαρχικό και ποινικό επίπεδο, αφού δεν ταυτοποιούνται.
Οι επιχειρησιακοί κανόνες, που περιλαμβάνουν και τους κανόνες εμπλοκής είναι απόρρητοι. Αυτό το απόρρητο πρέπει εν μέρει να καταργηθεί. Για ποιο λόγο είναι απόρρητο ότι ο διμοιρίτης οφείλει να ελέγχει όταν ξεκινούν υπηρεσία τα μέλη της διμοιρίας ότι φέρουν διακριτικά, αλλιώς είναι πειθαρχικά υπεύθυνος; Γιατί είναι απόρρητο ότι ο διμοιρίτης ευθύνεται πειθαρχικά για τις πράξεις και παραλείψεις των μελών της διμοιρίας του; Γιατί είναι απόρρητο το πώς οφείλουν -από τι απόσταση και σε τι τροχιά- ρίχνουν τα δακρυγόνα και τις κρότου λάμψης; Αυτά τα απόρρητα πρέπει να σπάσουν, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Το μόνο που εξυπηρετούν είναι τη διαιώνιση της ατιμωρησίας.
Η αστυνομία απ’ το ’74 και μετά, αντιστάθηκε στις όποιες απόπειρες εκδημοκρατισμού της, διατηρώντας σχεδόν ακέραιο το κεφάλαιο του ιστορικά αυταρχικού παρελθόντος της, γι’ αυτό δεν επεδίωξε ποτέ να βελτιώσει τις σχέσεις της με την κοινωνία.
Αφού συνειδητοποιήσουμε ποια είναι τα τρωτά σημεία σε όλο αυτό το πλέγμα σχέσεων αστυνομίας-κυβέρνησης-δικαιοσύνης, καλούμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να δράσουμε πρωτογενώς. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες να προβούμε σε νομικές ενέργειες ούτως ώστε να περιορίσουμε της εξουσία της ελληνικής αστυνομίας. Δεν είναι δυνατόν να προσδοκούμε ότι ένας απ’ τη φύση του εξουσιαστικός μηχανισμός, θα αυτοπεριοριστεί».