Το ξημέρωμα της Παρασκευής ο ΛΕΞ αποφάσισε το νέο soundtrack της χώρας μέσα από την εντεκάδα που “κατέβασε” στο G.T.K. και 4 συμπολίτες του μοιράζονται σκόρπιες σκέψεις για το νέο του δίσκο, από την Θεσσαλονίκη για το σπίτι σας.
Στα πουλιά, το κομμάτι που κλείνει το «Metro», ο ΛΕΞ αναρωτιέται αν όλα πήγαν καλά. Σαν κάτι να πηγαίνει να πει αλλά το μαζεύει. «Άμα βλέπεις… όχι, όχι άκυρο» Δύο χρόνια μετά, η πρόταση ολοκληρώθηκε.
Για τον ΛΕΞ, αν βγαίνεις στην επιφάνεια και βλέπεις τον ήλιο, θεωρητικά όλα πήγαν καλά. Στην πράξη η απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και στο βλέμμα που χαζεύει ψηλά τον ουρανό και το φως, περνάει μέσα από όλα τα σκοτεινά μονοπάτια, τα οποία δεν θα σταματήσει ποτέ να διαπερνά. Πώς να μιλήσεις για ήλιο, αν δεν έχεις μάθει να κολυμπάς μέσα στο πυκνό σκοτάδι;
Ο ΛΕΞ επέστρεψε 00:01 Παρασκευής, μια επιστροφή που είχε προαναγγείλει λίγες μέρες πριν σε ένα ξημέρωμα που περίμεναν εκατοντάδες χιλιάδες ακροατές/ριες πάνω από το Spotify, σαν να αλλάζει ο χρόνος. Άνθρωποι συντονισμένοι στη συχνότητα εκείνου του παιδιού, που από μικρό υπήρχαν μέρες που όλα του φταίγανε.
«Ανατριχιάζω κάθε 10 δευτερόλεπτα» μου λέει ο Νίκος, συμπολίτης και πιστός ακόλουθος του ΛΕΞ από πολύ νεαρή ηλικία. «Μια ασπρόμαυρη ταινία που ξεκινάει από τα 18 μου, τελειώνει στα 28 μου και μου δείχνει ό,τι διαδραματιζεται γύρω μου στην Θεσσαλονίκη» εξηγεί και συμπληρώνει:
«Είναι μια περίληψη από την ενήλικη ζωή μέχρι σήμερα. Το 2014, ήμασταν 18 χρονών. Στα 28, τώρα, ακούμε κάτι πολύ ολοκληρωμένο, με γλαφυρό τρόπο, που θίγει την αστική τάξη της πόλης, φυσικά με αναφορές για μπάλα. Τα αγκαλιάζει όλα. Έκατσα το βράδυ που βγήκε και το άκουσα 6 φορές, δεν λέω μαλακίες. 6 φορές φίλε. Κοιμήθηκα στις 4 παρά, 00:01 βγήκε, 4 παρά κοιμήθηκα».
«Κάθε φορά που το ακούω, παρατηρώ και ένα στίχο που δε μου είχε μείνει και λέω: “Πω πω τι λέει εδώ”. Προφανώς και απαντάει και σε εκείνον τον παπ*ρα που έλεγε ότι πηγαίνουν όλοι οι νέοι και ακούν αυτούς τους άθλιους στίχους. “Ενός υποτιθέμενου καλλιτέχνη” είπε ο άλλος. Τέλος πάντων, μην το ανοίξω τώρα».
Μέσα από τους στίχους του ΛΕΞ, πολλά παιδιά καθρεφτίζονται μέσα σε ιστορίες κάποιων άλλων παιδιών, που σαν εκείνα μοιάζουν. Ιστορίες όχι νικητών, ή χαμένων, ιστορίες που πρέπει να ακουστούν
«Με άγγιξε πολύ αυτό το άλμπουμ, γιατί ήρθε η στιγμή που κατάφερα και εγώ κάποια πράγματα στη ζωή μου όπως τα θέλω, αυτή την περίοδο. Από τον πρώτο δίσκο μέχρι τον τελευταίο, βλέπει λίγο καλύτερη την ζωή του, αλλά ταυτόχρονα δεν παραβλέπει την σκατίλα που υπάρχει γύρω και όλα όσα συμβαίνουν. Όλοι έχουν όνειρα και προσπαθούν για κάτι καλύτερο, δεν ξέρω πώς κατάφερε να το αποτυπώσει τόσο καλά, λες και βλέπουμε ταινία», καταλήγει ο Νίκος.
Οι αναφορές της Θεσσαλονίκης στο δίσκο είναι αρκετές για να μπορέσεις να την φανταστείς ακόμα και αν η ζωή σε έφερε 500 χιλιόμετρα μακριά. Ο ΛΕΞ μιλάει για την ανεργία, την αφραγκία και για όλους εκείνους που τους βρίσκει μια Δευτέρα πρωί με τα κεφάλια κάτω, αναγκασμένους να κάνουν ζογκλερικά για να τα βγάλουν πέρα. Τα όνειρα τους δεν ταξιδεύουν πολύ μακριά σε άνετες ζωές, αλλά ίσως σε μια Κυριακή πρωί που θα τους βρει στο κρεβάτι χωρίς ξυπνητήρι.
Ο Αλέξανδρος μου εξηγεί, από την πλευρά του, ότι ο ΛΕΞ κάνει κάτι σπάνιο, μπορεί και μιλάει σε όλους, με τον καθένα, να διαβάζει κάτι διαφορετικό πίσω από τις λέξεις του.
«Παραμένει στη πόλη του, την περπατάει και συλλέγει εικόνες. Σε κάθε δίσκο επιμένει σε κάτι μαγευτικό. Την ένοχη διαπραγμάτευση της θέσης του στην κοινωνία. Δεν είναι αυτός που νομίζουν και δεν ήτανε πάντα σωστός. Αλλά φαίνεται πως παραμένει ένας αλήτης με ενσυναίσθηση. Και αυτή είναι μια σημαντική λεπτομέρεια που σε κάνει να ισορροπείς ανάμεσα στην τσογλανιά και την αλητεία».
Το άλμπουμ αποτελείται από 11 tracks και σε αυτή την εντεκάδα δεν περισσεύει κανένα
Η προσεκτικά σκηνοθετημένη επιλογή των κομματιών που διαδέχονται το ένα το άλλο, κάνει τον δίσκο να μοιάζει με ηχητικό ντοκιμαντέρ από στιγμές ανθρώπων που συνήθως ο κόσμος προσπερνά, μέσα από τα ανήσυχα μάτια του ΛΕΞ, που δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω τους. Για τα παιδιά στα 24ωρα και τους πακετάδες που πηγαίνουν για ύπνο στις οκτώ το πρωί, περπατώντας στους ίδιους δρόμους με τους ξενύχτηδες, σε δύο διαφορετικές νύχτες που πέφτει η μία πάνω στην άλλη τις πρώτες ώρες της ημέρας.
«Αυτή η πόλη μας κρατάει ζωντανούς. Με αντάλλαγμα να γράφουμε τραγούδια για τους δρόμους»
Για τον Ανδρέα, το G.T.K είναι άλλος ένας δίσκος-γροθιά στο στομάχι, άλλο ένα τριανταπεντάλεπτο μούδιασμα.
«Oldschool διάθεση και αισθητική είναι το σήμα κατατεθέν, ενώ μινόρε μουσικές παραγωγές φαίνεται να τον διαφοροποιούν από τα μουσικά τέμπο των προηγούμενων δίσκων. Από το 2014 στο 2024 και συμφωνούμε πως η νίκη του ενός ποτέ δεν θα ‘ναι αρκετή. ΛΕΞ, Dof, Ortiz συνθέτουν ένα δίσκο μπολιασμένο με μελαγχολία, ενώ ο ΛΕΞ “το κάνει για την κουλτούρα”, αλλά και για εμάς που το έχουμε ανάγκη».
«Οι Αθηναίοι άραγε το νιώθουν το ίδιο;», αναρωτιέται η Δομινίκη με τις φίλες της και μου μεταφέρει αυτούσιες τις αντιδράσεις τους, μέσα από μηνύματα που αντάλλαζαν στην ομαδική κατά την διάρκεια της πρώτης ακρόασης του G.T.K
«Εε! Παιδιά, κλείνω, μόλις ανέβηκε το άλμπουμ του ΛΕΞ // είμαι ήδη στο τρίτο κομμάτι, στέλνω μόλις ακούσω και τα υπόλοιπα // Ρε όταν ακούω ΛΕΞ νιώθω όπως αυτοί που ζούσαν στην Αστόρια και άκουγαν Καζαντζίδη // εντάξει η μουσική παραγωγή είναι καλύτερη από ποτέ // – ακούς δίσκο ΛΕΞ; – εννοείται, πώς φτάσαμε ως εδώ; // θα τον ξαναβάλω για να αποφασίσω ποιο είναι το αγαπημένο μου // τον Αύγουστο η Σαλούγκα είναι η αυλή μας // ρε, οι Αθηναίοι άραγε το νιώθουν το ίδιο; // το Αλήτικη Αγάπη, πάντως, το έκανε πρώτος ο ΝiVo με το Καλημέρα Ελλάδα // νυχτερίδες και χειρότερη γενιά είναι τα σουξέ // μας προσέχει το φεγγάρι πάνω από το Γεντί // θα quotάρω μόνο ΛΕΞ σήμερα // ρε, εγώ, πάντως, έκλαψα λίγο // θα τον ακούσουμε αύριο στο αμάξι στο δρόμο;».
Και όταν τα λέμε όλοι μαζί, καμιά φορά οι φωταγωγοί μυρίζουνε γιασεμί
Το μυστικό του ΛΕΞ είναι να αναλύει εικόνες στη μοναδική ζωή που ξέρει, αυτή του δρόμου. Ανασαίνει κάτω από τα κίτρινα φώτα, κι όταν οι πόλεις σωπαίνουν, τον προσέχει το φεγγάρι πάνω από το Γεντί. Δεν τον ευνόησαν ακριβώς οι συγκυρίες, γιατί επέλεξε από την πρώτη στιγμή να αφηγείται ιστορίες στις οποίες ο καθένας κι η καθεμία αντικρίζει μέσα από τον δικό του καθρέφτη, μέσα σε αυτή την άλυτη άσκηση φυσικής που λέγεται ζωή.
Δεν θα σου πει ότι όλα θα φτιάξουν. Μέσα από τα κομμάτια του μπορεί να μην αιωρείται ένα «όλα καλά πήγαν», ούτε και να βγαίνεις να χαζέψεις τον ήλιο. Σίγουρα, όμως, δίνει χρώμα στα σκοτάδια σου, μια ένταση στις σιωπές σου και αισθάνεσαι λιγότερο μόνος και μόνη. Δεν ξέρει αν το ραπ έχει τη δύναμη να τραβήξει το βλέμμα προς τα πάνω, αλλά είναι σίγουρα μια ωραία ιστορία.