Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Ιστορία και Ψυχολογία στην Αγγλία και σήμερα ασκεί το επάγγελμα της ψυχοθεραπεύτριας, προσφέροντας υπηρεσίες σε ενήλικες και παιδιά.

Η μεγάλη της αγάπη για τη λογοτεχνία, την ώθησε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων τα οποία στη συνέχεια διακρίθηκαν με σημαντικούς τίτλους βραβείων. Διαβάζοντας κανείς τις ιστορίες της καταλαβαίνει ότι η Βέρα Πρατικάκη, κατάφερε να «παντρέψει» με έναν μαγικό τρόπο τα δύο αντικείμενα σπουδών της.

Άλλοτε, με μια μικρή δόση μυστηρίου κι άλλοτε με ευαισθησία, θίγει μέσα από τις ιστορίες της γεγονότα άλλοτε συναρπαστικά κι άλλοτε ιδιαίτερα σοβαρά, διασκεδάζοντας και εκπαιδεύοντας μικρούς και μεγάλους. 

Το βιβλίο της με τίτλο: «Τα μυστικά της βεντάλιας», ήταν υποψήφιο για τα Βραβεία Public καλύτερου Παιδικού Βιβλίου το 2016, ενώ αργότερα, το 2019, η Βέρα και το βιβλίο της: «Όλα ξεκίνησαν όταν μου έφεραν τον Ζαχαρία», κατάφεραν να κερδίσουν το Βραβείο Public Ελληνικού Εφηβικού Μυθιστορήματος.

Η αγάπη των μικρών αναγνωστών της για την ίδια και τις ιστορίες της, καθώς και η καθημερινή επαφή της με το αντικείμενο της ψυχολογίας σε συνδυασμό με την επικαιρότητα, οδήγησαν τη Βέρα στη συγγραφή βιβλίων που θίγουν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα και θέματα που απασχολούν πολλούς εφήβους της σημερινής εποχής. 

Βέρα, σε καλωσορίζουμε στο Estella! Χαιρόμαστε πολύ που σε έχουμε κοντά μας.

Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση! Χαίρομαι κι εγώ που σας “συναντώ”.

Πώς από την Ιστορία και τη Ψυχολογία οδηγήθηκες στο υπέροχο μονοπάτι της συγγραφής; Τι σε ώθησε να εκφραστείς μέσα από το γραπτό λόγο και πότε κατάλαβες ότι η συγγραφή αποτελεί και αυτή κομμάτι της ζωή σου;

Το όνειρό μου από παιδί ήταν να γίνω συγγραφέας. Οπότε, πάντα ήταν στο μυαλό μου. Καθώς μεγάλωνα όμως ανακάλυψα ότι αγαπούσα και άλλα πράγματα, όπως την ιστορία και την ψυχολογία. Έτσι, προσπάθησα να βρω έναν τρόπο να τα συνδυάσω. 

Αυθόρμητα ένιωσα την ανάγκη κάποια στιγμή να αρχίσω να εκφράζομαι μέσα από το γραπτό λόγο, χωρίς τότε να ξέρω ούτε και να αναζητώ το λόγο. Απλά ένιωθα ότι αυτό με γέμιζε, μου δημιουργούσε χαρά και ηρεμία. Καθώς τώρα το σκέφτομαι περισσότερο, κατανοώ ότι η συγγραφή είναι ένας υπέροχος τρόπος να διαχειριστεί κανείς τα συναισθήματά του. 

Μπορείς να αισθανθείς αυτήν την τεράστια χαρά που φέρνει η ελευθερία να είσαι αυθόρμητος, να έχεις τον απόλυτο έλεγχο σε ό,τι δημιουργείς, να αφήνεις τη φαντασία σου να οργιάζει. Επίσης, μέσα από τη συγγραφή μπορείς να “μεταβολίσεις” δύσκολα συναισθήματα (άγχος, θυμό, λύπη), χάρη στη δημιουργία χαρακτήρων και την επιλογή της εξέλιξης της πλοκής.

Ακόμα αν δοθεί η ευκαιρία σε έναν συγγραφέα να εκδόσει τα βιβλία του, τότε αποκτά και μια επιπλέον χαρά, αυτή που προκύπτει από το μοίρασμα της αγάπης και του έργου του με τους αναγνώστες. Όλα αυτά μαζί αποτελούν το λόγο που απολαμβάνω τη συγγραφή και που αισθάνομαι ότι την έχω ανάγκη να είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου.

Ποιες είναι οι πηγές έμπνευσής των ιστοριών σου;

Τα πάντα μπορεί να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης: Μια ενδιαφέρουσα ιστορική πληροφορία, ένα συναίσθημα, ένα τραγούδι, μια εικόνα, ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα όνομα, ένας άνθρωπος, μια προσωπική αναζήτηση, μια ανάμνηση, μια αφήγηση ενός αγαπημένου ή ενός τυχαίου ανθρώπου, μια νοσταλγία. Είναι πραγματικά συναρπαστικό το τι μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για ένα βιβλίο.

Στα περισσότερα βιβλία σου, θίγεις σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, τα οποία παρουσιάζεις με έναν πολύ προσεκτικό και ιδιαίτερο τρόπο. Πόσο εύκολο είναι να μιλήσεις για τόσο σημαντικά ζητήματα μέσα από ένα βιβλίο;  

Θεωρώ ότι πολλές φορές μόνοι μας οι άνθρωποι το κάνουμε δύσκολο να μιλήσουμε για σημαντικά ή ευαίσθητα θέματα. Αν είμαστε σίγουροι για την πρόθεση που έχουμε, αν δηλαδή αισθανόμαστε ότι προσεγγίζουμε ένα οποιοδήποτε θέμα με σεβασμό, με αποδοχή και με μια ανάγκη αρχικά να το κατανοήσουμε και έπειτα να το επεξεργαστούμε έτσι ώστε με κάποιο τρόπο να προσφέρουμε κάτι χρήσιμο, τότε δεν είναι κάτι τόσο δύσκολο. 

Παρόλα αυτά, πάντα φυσικά είχα και μια πλευρά που ανησυχούσε, γιατί μπορεί να ένιωθα ότι είχα την κατάλληλη πρόθεση, όμως όταν ένα έργο σου δημοσιοποιείται, τότε δεν μπορείς ποτέ να έχεις την εγγύηση ότι κανείς δε θα νιώσει άσχημα με κάτι που λες ή γράφεις.

Εκεί θεωρώ πως αυτό που με βοηθάει είναι η σκέψη ότι μια πιθανή αρνητική κριτική για τον τρόπο που προσεγγίζω ένα θέμα μπορεί να είναι μια χρήσιμη πληροφορία για μένα και ότι χρειάζεται κανείς να πάρει το ρίσκο να πει ή να γράψει αυτό που πιστεύει σε μια δεδομένη στιγμή. 

Αυτό δε σημαίνει ότι δε μπορεί να αναθεωρήσει αργότερα. Όλοι εξελισσόμαστε. Δεν είμαστε ο ίδιος άνθρωπος όπως πριν χρόνια. Επομένως, μπορεί να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε σε μια δεδομένη στιγμή και ταυτόχρονα να αντιλαμβανόμαστε αργότερα ότι τώρα θα μπορούσαμε να το κάνουμε πολύ καλύτερα ή εντελώς διαφορετικά.

Ποια πιστεύεις ότι είναι η ευθύνη του συγγραφέα όταν γράφει ένα βιβλίο για εφήβους και παιδιά;

Ένας συγγραφέας που γράφει για εφήβους και παιδιά θεωρώ πως έχει ευθύνη να μπορέσει να βρει αυτή τη λεπτή, κατάλληλη ισορροπία που χρειάζεται για να απευθυνθεί σε εκείνα τόσο με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα, όσο και με την ευαισθησία που μπορεί να χρειάζεται η κάθε ηλικία στην οποία απευθύνεται. Χρειάζεται να μην τα υποτιμάει, αλλά και να μην έχει μη ρεαλιστικές απαιτήσεις από αυτά. 

Να μη λέει ψέματα, ούτε να ωραιοποιεί καταστάσεις, αλλά ταυτόχρονα να φροντίζει τα όσα λέει να είναι δοσμένα με έναν τρόπο που να μπορούν να αφομοιωθούν και να μεταβολιστούν από το κοινό στο οποίο απευθύνεται.

Θεωρώ πως για να το καταφέρει αυτό χρειάζεται να είναι σε επαφή τόσο με τον ενήλικα εαυτό του, όσο και με το παιδί μέσα του.

Ως ψυχοθεραπεύτρια, μιλώντας με γονείς, παιδιά κι εφήβους καθημερινά, ποια είναι τα κύρια προβλήματα αυτών των ηλικιών στη σημερινή εποχή και τι ρόλο παίζουν η κοινωνία, το σχολείο και η οικογένεια στην επίλυσή τους;

Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη ερώτηση που θεωρώ ότι δε μπορώ να απαντήσω επαρκώς εδώ. Παρόλα αυτά, αν έκανα μια προσπάθεια θα έλεγα πως κάτι που παρατηρώ συχνά στα μικρά παιδιά, που ένα τόσο μεγάλο μέρος της ζωής τους δυστυχώς επηρεάστηκε από τον κορωνοϊό, είναι μια δυσκολία στην κοινωνικοποίηση καθώς επίσης και μια αυξημένη αγωνία που φαίνεται να έχουν για θέματα υγείας και άλλους πιθανούς κινδύνους. 

Οι έφηβοι γνωρίζουμε όλοι πως αρχίζουν και στρέφονται περισσότερο στους συνομηλίκους τους, επομένως θέματα σχέσεων συχνά είναι αυτά που τους απασχολούν περισσότερο: Σχέσεις με τους φίλους τους, σχέσεις με τους γονείς τους και η σχέση με τον εαυτό τους.

Οι γονείς βλέπω πως συχνά δυσκολεύονται να κατανοήσουν την αιτία πίσω από τη συμπεριφορά του παιδιού τους και επομένως να βρουν έναν κατάλληλο τρόπο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που μπορεί να εμφανίζονται”.

Δυσκολεύονται να δουν τη συμπεριφορά ως έναν άλλο τρόπο επικοινωνίας. Συχνά μένουν μόνο σε ένα επιφανειακό επίπεδο, δηλαδή στο τι θεωρούν ότι είναι σωστό και τι λάθος και προσπαθούν να “μάθουν” στο παιδί τους το σωστό χωρίς να έχουν επαρκώς δώσει σημασία στην ανάγκη που μπορεί να υποκινεί μια “λανθασμένη” —κατά την εκτίμησή τους— συμπεριφορά.

Όσον αφορά το ρόλο που παίζουν η κοινωνία, το σχολείο και η οικογένεια στην επίλυση αυτών των δυσκολιών ίσως θα έλεγα πως ο βασικός κοινός παράγοντας είναι η ύπαρξη ή μη της υποστήριξης”.

Όταν ένα παιδί, ένας έφηβος ή και ένας ενήλικας αισθάνεται ότι ο περίγυρός του αποτελεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, τότε μπορεί να βρει τη δύναμη που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει αυτά που τον απασχολούν. Όταν αυτό λείπει, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα και ίσως η προτεραιότητα είναι να δει κανείς πως μπορεί να αρχίζει να χτίζει το δίκτυο της υποστήριξής του. 

Δε μπορεί κανείς μόνος του εντελώς να είναι πάντα καλά. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Αν αισθανόμαστε ότι έχουμε ανθρώπους γύρω μας που ξέρουν πώς να ακούν πραγματικά, που μας αποδέχονται και που έχουν την ψυχραιμία να δουν τα πράγματα ίσως από μια διαφορετική οπτική γωνία, τότε αυτό βοηθάει πολύ.

Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να προέρχονται από την κοινωνία γενικά, από το σχολείο ή από την οικογένεια, ή ιδανικά και από τις τρεις αυτές κατηγορίες.

Έχοντας περάσει 3 δύσκολα χρόνια καραντίνας, ποια διαπιστώνεις πως είναι τα «αγκάθια» που άφησε η πανδημία στις νεαρές ηλικίες και πόσο εύκολο είναι να απαλλαγούν από αυτά;

Όπως ανέφερα και παραπάνω, θεωρώ πως μια σημαντική δυσκολία είναι η αυξημένη ανησυχία για πιθανούς κινδύνους ή απειλές για την υγεία. Μια αυξημένη αίσθηση ευαλωτότητας και ίσως και ανημπόριας που δημιουργεί άγχος, το οποίο ο καθένας μπορεί να βιώνει και να εκφράζει διαφορετικά.

Καταστάσεις όπως αυτή που περάσαμε αποτελούν ένα συλλογικό τραύμα, και αυτό επηρεάζει τον κάθε άνθρωπο διαφορετικά, ανάλογα με την προσωπικότητά του, τα βιώματά του και το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Ακόμα, σίγουρα μια άλλη δυσκολία αφορά το κοινωνικό κομμάτι, καθώς σε κάθε ηλικία, αλλά πιστεύω ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά δεν δόθηκε η ευκαιρία να μάθουν από νωρίς πώς να κοινωνικοποιούνται και να συναναστρέφονται άλλους ανθρώπους. 

Επίσης, θεωρώ ότι το γεγονός ότι και οι γονείς αναπόφευκτα βίωναν και εκείνοι δυσκολίες σημαίνει ότι δεν είχαν τα ίδια αποθέματα για να βοηθούν τα παιδιά τους να νιώθουν καλά. Πλέον γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να είναι ο ίδιος ο γονέας συναισθηματικά καλά για να μπορεί να είναι και το παιδί του, και κάτι τέτοιο ήταν σίγουρα πιο απαιτητικό τα χρόνια αυτά και έχει αφήσει τα “αγκάθια” του.

Το καλό είναι ότι ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες, καθώς ο εγκέφαλος και η προσωπικότητα των παιδιών και των εφήβων είναι ακόμα υπό διαμόρφωση, υπάρχει η δυνατότητα και ο τρόπος να απαλλαγούν από “αγκάθια” που μπορεί να έχουν μείνει ως κατάλοιπα αυτών των βιωμάτων. 

Από την εμπειρία σου, θα έλεγες ότι τα παιδιά και οι έφηβοι διαβάζουν βιβλία σήμερα ή προτιμούν να βρίσκονται μπροστά από μια οθόνη; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για να τα μυήσουμε στο μαγικό κόσμο των βιβλίων; 

Θεωρώ ότι τα παιδιά και οι έφηβοι σήμερα δεν διαβάζουν και τόσο, όμως ούτε και οι ενήλικες διαβάζουν τόσο. Οι περισσότεροι είμαστε σχεδόν όλη την ώρα μπροστά από μια οθόνη.

Γνωρίζοντας ότι οι γονείς αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση, πιστεύω πως η δική μας συμπεριφορά είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν το αν τα παιδιά μαθαίνουν και συνηθίζουν να διαβάζουν ή όχι.

Στις οικογένειες που οι ενήλικες αγαπούν πραγματικά το διάβασμα και χρησιμοποιούν τις οθόνες με μέτρο και ισορροπία συνήθως συναντάμε παιδιά που επίσης αγαπούν περισσότερο το διάβασμα και έχουν μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση μπροστά στις οθόνες. Κάτι ακόμα που πιστεύω πως θα βοηθούσε να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να αγαπήσουν το διάβασμα, είναι να τα αφήσουμε να διαλέξουν τι θέλουν να διαβάσουν.

Πολλές φορές οι ενήλικες έχουμε μια αρνητική προδιάθεση απέναντι σε ορισμένα βιβλία ή θέματα. Αυτό σίγουρα δε βοηθάει γιατί η ελευθερία να επιλέξεις τι θα διαβάσεις είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει το αν θα απολαύσεις το βιβλίο και τη διαδικασία.

“Επίσης, σίγουρα δεν βοηθάει η απαίτηση για διάβασμα. Χρειάζονται όρια στη χρήση της οθόνης, αλλά αν θέλουμε να έχουμε περισσότερες πιθανότητες να δούμε ένα παιδί να διαβάζει σίγουρα δε θα βοηθήσει το να προσπαθήσουμε να του το επιβάλλουμε”. 

Είναι ακόμα σημαντικό ως ενήλικες να μπορούμε να δούμε κάθε παιδί ως μεμονωμένο άτομο και να δούμε τι μπορεί να ενθάρρυνε το συγκεκριμένο παιδί να στραφεί προς το βιβλίο.

Ευτυχώς πλέον υπάρχουν όλο και περισσότερες επιλογές. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί έχει δυσκολία στην ανάγνωση, φυσικά δεν θα προτιμήσει να κάτσει να διαβάσει ένα βιβλίο για να ξεκουραστεί. Είναι όμως πιθανό να ενδιαφέρεται για κάποιο ηχητικό βιβλίο.

Μπορεί μέχρι τώρα να είναι κάπως περιορισμένη η ποικιλία των ηχητικών βιβλίων, αλλά σιγά-σιγά αυξάνεται και ίσως αυτό να αποτελέσει ακόμα μια ευκαιρία για κάποια παιδιά να αγαπήσουν το “διάβασμα”.

Τέλος, θεωρώ πως χρειάζεται να αναθεωρήσουμε κι εμείς οι ίδιοι το σκεπτικό μας για δυο πράγματα. Πρώτον, να αντιληφθούμε ότι δε μπορούμε να έχουμε έλεγχο πάνω στη συμπεριφορά κάποιου άλλου. Μπορούμε να δοκιμάσουμε να επηρεάσουμε κάποιον, αλλά αυτός έχει τον τελευταίο λόγο. Δεν πρέπει ο στόχος μας να είναι απαραίτητα να μυήσουμε κάποιο παιδί σε κάτι, ούτε καν στο διάβασμα

Μπορούμε να του μεταδώσουμε την αγάπη μας για το διάβασμα και τις σκέψεις μας για το γιατί θεωρούμε ότι είναι κάτι τόσο όμορφο, αλλά μέχρι εκεί. Και δεύτερον και κυριότερο, να αντιληφθούμε ότι είναι εντάξει και κάποιο παιδί να μη θέλει να διαβάσει βιβλία.

Δεν είναι απαραίτητα κακό για ένα παιδί να μην αγαπάει το διάβασμα. Δεν ταιριάζουν όλα σε όλους. Πάνω από όλα, χρειάζεται να σεβαστούμε την προσωπικότητα του παιδιού και να το βοηθήσουμε να βρει τις κλίσεις του.

Τι είναι δυσκολότερο στη συγγραφή ενός παιδικού και εφηβικού βιβλίου; Ο τρόπος με τον οποίο θα περάσεις κάποια σημαντικά μηνύματα μέσα από μια ιστορία ή τα ίδια τα μηνύματα; 

Θα έλεγα πως δυσκολότερο είναι σίγουρα ο τρόπος. Νομίζω πως χρειάζεται να “νιώσεις” ένα βιβλίο για να βρεις αυτόν τον τρόπο. Εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω.

Είμαι από τους συγγραφείς που δε γνωρίζουν από πριν που ακριβώς θα πάει το βιβλίο που έχουν ξεκινήσει να γράφουν. Καθοδηγούμαι από τα συναισθήματά μου και το ανακαλύπτω στην πορεία. Έχω μια εικόνα του θέματος και του μηνύματος που θα ήθελα το βιβλίο να περάσει, αλλά υπάρχει και μια μεγάλη ευελιξία στη διαδικασία.

Έχει τύχει κάποιες φορές καθώς προχωράω τη συγγραφή ενός βιβλίου να καταλάβω ότι τελικά σαν να με οδηγεί από μόνο του κάπου αλλού, οπότε το εμπιστεύομαι και αναθεωρώ. Πολύ αργότερα έρχεται η λογική, για να βοηθήσει δίνοντας ένα πλαίσιο και μια καλύτερη δομή στην ιστορία.

Στο βιβλίο σου: «Η αδερφή της Χριστίνας», διηγείσαι την ιστορία ενός παιδιού που ανήκει στο φάσμα του «αυτισμού». Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο ρόλος του σχολείου και της κοινωνίας γενικότερα στην αντιμετώπιση φαινομένων περιθωριοποίησης;

Θεωρώ ότι το σχολείο και η κοινωνία (που εκφράζεται μέσα από τον κάθε έναν από εμάς) χρειάζεται να δώσουν σημασία στην καλλιέργεια της κατανόησης και αποδοχής της διαφορετικότητας, της ενσυναίσθησης και του σεβασμού.

Οι ενήλικες, είτε είναι γονείς είτε εκπαιδευτικοί, πρέπει να βοηθήσουν τα παιδιά μέσα από το προσωπικό τους παράδειγμα, τη στάση τους και τις αντιλήψεις τους, να κατανοήσουν ότι τον κάθε άνθρωπο που για κάποιο λόγο αισθανόμαστε “διαφορετικό” χρειάζεται να τον καταλάβουμε, να τον συναισθανθούμε και να τον σεβαστούμε

Αν ένα παιδί βιώνει συστηματικά στις σχέσεις που διαμορφώνει στην οικογένειά του, αλλά και στη διευρυμένη οικογένεια του σχολείου αυτά τα χαρακτηριστικά, τότε θα τα εσωτερικεύσει και θα τα αναπαράγει και το ίδιο στις δικές τους σχέσεις. Είναι πλέον γνωστό ότι αναπαράγουμε αυτόματα τον τρόπο που βιώνουμε, τον τρόπο που μαθαίνουμε να συνδεόμαστε με άλλους ανθρώπους.

Στο βραβευμένο παιδικό βιβλίο σου: «Όλα ξεκίνησαν όταν μου έφεραν τον Ζαχαρία», αφηγείσαι τη δυσκολία ενός παιδιού να αποδεχτεί το νέο μέλος της οικογένειας. Τι θα συμβούλευες στους νέους γονείς που αντιμετωπίζουν ένα αντίστοιχο φαινόμενο στην οικογένειά τους; 

Θα ήθελα πολλά να πω, όμως κυρίως θα τους συμβούλευα να προσπαθήσουν όσο πιο πολύ μπορούν να δουν τα πράγματα μέσα από τα μάτια του παιδιού τους. Όχι μέσα από τα ενήλικά τους μάτια, ούτε μέσα από τα μάτια κοινωνικών προσδοκιών ή διαφόρων θεωριών. Ούτε και μέσα από τα μάτια της δικής τους παιδικής ηλικίας. 

Να μπορέσουν να έχουν τις κεραίες τους τεντωμένες για να λάβουν τα σήματα που εκπέμπουν τα παιδιά τους τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με τη δική τους μοναδική προσωπικότητα και τις δικές τους μοναδικές ανάγκες και επιθυμίες, όταν στην οικογένεια προστίθεται ένα καινούργιο μέλος. 

Και μόλις αντιληφθούν ποια είναι αυτά τα λεκτικά ή μη-λεκτικά σημάδια, να τους δώσουν σημασία. Να καταλάβουν πώς νιώθει το κάθε παιδί στην οικογένεια με τον ερχομό ενός νέου μέλους και να το αποδεχτούν. Πολλές φορές, οι ενήλικες κρίνουμε κάποια συναισθήματα ως κακά (συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις τη ζήλεια και το θυμό). Όμως, χρειάζεται να καταλάβουμε ότι κανένα συναίσθημα δεν είναι καλό ή κακό. Είναι απλά μια πληροφορία. 

Η συμπεριφορά που μπορεί να προκύψει από ένα συναίσθημα μπορεί να είναι “καλή” ή “κακή”. Όταν, λοιπόν, μπορούν οι γονείς εγκαίρως να καταλάβουν τι συναίσθημα έχει το παιδί τους και τι πληροφορία τους δίνει αυτό, τότε μπορούν να το βοηθήσουν να το διαχειριστεί, να καλύψουν τη συναισθηματική ανάγκη που μπορεί να έχει εκείνη τη στιγμή, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να το καταπιέσει ή να το εκτονώσει με μια πιθανότατα μη-αποδεκτή συμπεριφορά. 

Έχοντας υπάρξει υποψήφια για το βραβείο παιδικού βιβλίου το 2016 κι έχοντας κερδίσει το βραβείο ελληνικού εφηβικού μυθιστορήματος το 2019, τι σημαίνουν αυτές οι διακρίσεις για σένα και τι συναισθήματα σου δημιουργούν για τα επόμενα συγγραφικά σου βήματα;

Η στιγμή της βράβευσης το 2019 ήταν πολύ συγκινητική. Πραγματικά, το να βραβεύεσαι για κάτι που αγαπάς τόσο πολύ είναι κάτι μοναδικό και υπέροχο.

Ένιωσα πως αναγνωρίζεται τόσο ο κόπος ο δικός μου, όσο και όλων των ανθρώπων που συμβάλλουν στη δημιουργία ενός βιβλίου. Πιστεύω πως όταν ασχολείται κανείς με τη συγγραφή βιβλίων, δίνει την ψυχή του και όταν αυτό που δημιουργεί αναγνωρίζεται και διακρίνεται, αισθάνεται μια βαθιά ικανοποίηση. 

Όταν κάποιος γράφει, το κάνει γιατί έχει κάτι να επικοινωνήσει. Έχει μια ανάγκη να τονίσει ένα μήνυμα που θεωρεί σημαντικό. Να φτάσει “απέναντι” και να αγγίξει μια άλλη ψυχή. Η βράβευση αποτελεί μια επιβεβαίωση ότι αυτό που κάνει είναι σημαντικό και ταυτόχρονα, και μια ώθηση και ενθάρρυνση για τα επόμενα βήματα.

Στις 6 Οκτωβρίου αναμένεται να κυκλοφορήσει το νέο σου εφηβικό βιβλίο με τίτλο: «Άσε με, ξέρω τι κάνω». Θα ήθελες να μας πεις δύο λόγια γι’ αυτό;

Το συγκεκριμένο είναι ένα βιβλίο που πραγματικά αγαπώ πολύ και ανυπομονώ να το δω να κυκλοφορεί. Να μπορώ να το μοιραστώ με τους αναγνώστες και να το συζητήσω μαζί τους στις διάφορες εκδηλώσεις και παρουσιάσεις. Όταν ξεκίνησα να γράφω το συγκεκριμένο βιβλίο είχα πολλά ερωτήματα στο μυαλό μου, στα οποία προσπαθούσα να δώσω απαντήσεις.

Για παράδειγμα: Γιατί στην εποχή μας παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο επιρρεπείς στα ναρκωτικά και σε κάθε είδους εξαρτήσεις; Tα άτομα που στρέφονται στα ναρκωτικά δεν θέλουν να πεθάνουν, αλλά να βοηθηθούν για να μπορέσουν να ζήσουν. Για ποιο λόγο λοιπόν όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ότι είναι τόσο δύσκολο να ζήσουν; 

Πώς είναι να έχεις έναν πολύ δικό σου άνθρωπο που είναι εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες; Η εξάρτηση δεν είναι κάτι που αφορά μόνο έναν άνθρωπο. Αγγίζει τις ζωές όλων όσοι βρίσκονται γύρω του. Το να συμπαρασταθείς και να βοηθήσεις έναν άνθρωπο που το έχει ανάγκη μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά και εξαιρετικά σημαντικό

Τι ρόλο παίζουν η μοναξιά και οι ανθρώπινες σχέσεις; Μπορεί να είναι ταυτόχρονα η πηγή και η λύση του προβλήματος; 

Πώς σχετιζόμαστε οι άνθρωποι μεταξύ μας; Πόσο υπάρχει η εκμετάλλευση και πόσο η συμπαράσταση; Και πώς ξέρουμε αν και ποιόν μπορούμε να εμπιστευτούμε; 

Πόσο είναι καλό να παίρνουμε ρίσκα;

Η εφηβεία ειδικά είναι εποχή μεγάλης δοκιμασίας των ορίων. Μέχρι πού μπορεί αυτό να είναι ωφέλιμο και από ποιο σημείο και πέρα μπορεί να γίνει πραγματικά καταστροφικό;

Αυτά τα ερωτήματα αποτέλεσαν το βασικό άξονα, γύρω από τον οποίο γράφτηκε το συγκεκριμένο βιβλίο.

Κλείνοντας, υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς με τους αναγνώστες του Estella; 

Θα ήθελα να μοιραστώ τη σκέψη μου ότι οι άνθρωποι νομίζω πως χρειαζόμαστε μια δόση τέχνης στη ζωή μας. Ότι είναι σημαντικό και υπέροχο να προσπαθήσει κανείς να ανακαλύψει ποιο είδος τέχνης το γεμίζει περισσότερο και σε τι βαθμό μπορεί να το έχει ανάγκη στη ζωή του, έτσι ώστε να μπορέσει να το προσφέρει στον εαυτό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα