Στη χώρα μας, τα σκάνδαλα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο.
Η ελλάδα δεν κατέχει τα σκήπτρα στο σκανδαλοθηρικό μονοπώλιο, καθώς στις περισσότερες χώρες έχουν δει το φως της δημοσιότητας ακραία σκάνδαλα με πρωταγωνιστές πρόσωπα «υπεράνω πάσης υποψίας». Εντούτοις, θα μπορούσε να ειπωθεί με ασφάλεια ότι, συνήθως όταν αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο σε κράτη του εξωτερικού, τα μέλη της κυβέρνησης που (αποδεδειγμένα) εμπλέκονται, έχουν το σθένος να παραιτηθούν, ή έστω, να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Μερικές από αυτές τις πομπώδεις, εγχώριες υποθέσεις που απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη και την κοινωνία στο σύνολό της, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία αντίστοιχης σειράς ή ντοκιμαντέρ στο Netflix.
Ελληνικό χρηματιστηριακό κραχ του 1999
Η «χρηματιστηριακή φούσκα του 1999» συνοδεύτηκε από τη ραγδαία πτώση των χρηματιστηριακών μετοχών, συμπαρασύροντας μαζί της περιουσίες, όνειρα, ακόμη και ζωές. Εκείνη την εποχή, η ενασχόληση με το χρηματιστήριο άγγιζε επίπεδα ρεκόρ. Υπολογίζεται ότι περισσότερες από 1.300 εταιρείες είχαν επεκτείνει τις δραστηριότητές τους και στο χρηματιστήριο. Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1999, ο όγκος των ημερήσιων συναλλαγών είχε ξεπεράσει τα 570 δισεκατομμύρια (!) δραχμές (σημερινά 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ).
Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης είναι ότι μόλις τρεις μέρες μετά, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1999, η πτώση άρχισε να γίνεται αισθητή μέχρι και τον Μάρτιο του 2003. Όπως ήταν λογικό, το κραχ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, σε πολιτικό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο.
Η αντίδραση της κυβέρνησης και η δικαστική οδός
Από την πλευρά της τότε κυβέρνησης Σημίτη, ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ διαβεβαίωναν ότι η κρίση ήταν προσωρινή. Εντούτοις, η πτώση συνεχίστηκε με τη ΝΔ να καταθέτει πρόταση μομφής– η οποία και καταψηφίστηκε, ενώ ο Κώστας Καραμανλής δήλωσε ότι «το όνειρο του εύκολου πλουτισμού, που υποσχόταν η Κυβέρνηση, μετατράπηκε σε εφιάλτη για σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο επενδυτές, με ευθύνη της Κυβέρνησης». Συγχρόνως, η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα ρωτούσε επιτακτικά: «Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να ζητήσει συγγνώμη επιτέλους για ό,τι έγινε;»
Πηγή: Lifo
Τελικά, η υπόθεση πήρε και τον δρόμο της δικαιοσύνης με επίσημη δικαστική διερεύνηση που οδήγησε στον έλεγχο 23 εταιρειών για χειραγώγηση μετοχών. Έπειτα από πολυετείς καθυστερήσεις, το 2009, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε να παραπέμψει 67 άτομα σε δίκη. Ωστόσο, με εφετειακό βούλευμα, οι κατηγορούμενοι μειώθηκαν σε 42. Εν τέλει, το εφετείο κατέληξε ομόφωνα, το 2013, στην απαλλαγή και των 42 κατηγορουμένων για αδικήματα απάτης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Κατόπιν αίτησης από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου αναίρεσε την αθωωτική απόφαση το 2016. Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε το 2017 με μόνο 36 κατηγορούμενους, καθώς οι άλλοι έξι είχαν αποβιώσει. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων εκδίκασε την υπόθεση το 2018, απαλλάσσοντας τελεσίδικα όλους τους κατηγορούμενους με πλειοψηφική απόφαση 2 προς 1. Η Εισαγγελέας της έδρας άσκησε εκ νέου έφεση με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Πενταμελές Εφετείου Αθηνών, το οποίο, όμως, απέρριψε την έφεση ως αναιτιολόγητη.
Λίστα Λαγκάρντ
Η πασίγνωστη «χρυσή» λίστα με 2.059 Έλληνες καταθέτες «μαύρου χρήματος» στο παράρτημα της Γενεύης της τράπεζας HSBC –ονομάστηκε έτσι λόγω της Κριστίν Λαγκάρντ, πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας– αφού μέσω πρωτοβουλίας της παραδόθηκε ο κατάλογος με τα ονόματα. Να σημειωθεί πως το υπολογισθέν συνολικό ποσό των καταθέσεων στη λίστα, ανέρχεται περίπου στο 1.5 δισεκατομμύριο ευρώ. Η δημοσιογραφική φωνή που μοιράστηκε την εν λόγω λίστα με τον ελληνικό λαό ήταν αυτή του Κώστα Βαξεβάνη, τον Οκτώβριο του 2012.
Πολλά τα ανοιχτά μέτωπα σε αυτό το σκάνδαλο, ενώ πρωταγωνιστές φαίνεται να είναι γνωστά και επιτυχημένα πρόσωπα, όπως ο Γιώργος Τράγκας, ο πρώην υπουργός, Γιώργος Βουλγαράκης και η σύζυγός του, Κατερίνα Πελέκη, μεταξύ άλλων.
Σκάνδαλο Siemens
Πριν λίγους μήνες προκλήθηκε θυέλλα αντιδράσεων με την απόφαση που πάρθηκε για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της τελευταίας δεκαπενταετίας: Ο λόγος για το σκάνδαλο της Siemens, όπου φαίνεται να υπήρξε χρηματισμός Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημοσίων οργανισμών. Οι έρευνες για τα «μαύρα ταμεία» της Siemens ξεκίνησαν το 2008, όταν αποκαλύφθηκαν δαπάνες της εταιρείας αξίας 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ σε αμφιλεγόμενες πληρωμές (aka δωροδοκίες), με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση συμβολαίων σε διάφορες χώρες.
Το Σεπτέμβριο του 2022 έρχεται η δικαστική απόφαση, η οποία αθωώνει τους 20 από τους 22 κατηγορούμενους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ξανά και ξανά ερωτηματικά για το πόσο αδιάβλητη είναι η ελληνική δικαιοσύνη.
Υπόθεση Novartis
Ένα σκάνδαλο με διεθνείς προεκτάσεις, το οποίο σαφώς θορύβησε και τη χώρα μας. Ήδη, από το 2003, η τεράστια φαρμακοβιομηχανία Novartis βρέθηκε προ των ευθυνών της και πλήρωσε πρόστιμα πολλών εκατομμυρίων για δωροδοκία γιατρών, λοιπών εργαζομένων από το χώρο της υγείας, καθώς και για αθέμιτες πρακτικές, με απώτερο σκοπό την πώληση περισσότερων φαρμάκων.
Μιας και οι υποθέσεις αυτές κυλούν βασανιστικά αργά, η εισαγγελική έρευνα ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2016, ενώ φαίνεται να ενεπλάκησαν γνωστά πρόσωπα του πολιτικού στίβου– μερικά εκ των οποίων εξακολουθούν να έχουν εξουσία– όπως: Αντώνης Σαμαράς, Γιάννης Στουρνάρας, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Άδωνις Γεωργιάδης, Ευάγγελος Βενιζέλος κ.ά.
Σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών
Σχετικά πρόσφατο και εγκληματικά παραγκωνισμένο το σκάνδαλο που εμπλέκει την τωρινή κυβέρνηση με τηλεφωνικές υποκλοπές. Η υπόθεση αυτή είναι γνώριμη, ως επί το πλείστον, επομένως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Τα μοναδικά δεδομένα που αξίζει να παρατεθούν για την τιμή των όπλων, είναι το γεγονός πως ο τωρινός Πρωθυπουργός της Ελλάδας έθεσε σχεδόν εξαρχής υπό την εποπτεία του την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ). Μάλιστα, διόρισε ως νέο διοικητή της τον Παναγιώτη Κοντολέοντα, ο οποίος –σύμφωνα με την Εφημερίδα των Συντακτών– δεν πληρούσε καν τις προϋποθέσεις για να βρίσκεται σε αυτή τη θέση.
Έπειτα από διαρκείς έρευνες, βρέθηκε λογισμικό παρακολούθησης (Predator) στο κινητό τηλέφωνο του δημοσιογράφου, Θανάση Κουκάκη, του Σταύρου Μαλιχούδη, του Νίκου Ανδρουλάκη κ.ά.
Κατόπιν, ακολούθησαν μηνύσεις για παραβίαση απορρήτου και προσωπικών δεδομένων, χωρίς ωστόσο να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα– προς το παρόν τουλάχιστον.