Ο αγαπημένος καλλιτέχνης μίλησε για τον εξευγενισμό της υποκουλτούρας, τις προσαγωγές που του έχουν γίνει, για εκείνους που πληρώνονται για να ζωγραφίζουν τοίχους στην πόλη, τον Στέλιο Φαϊτάκη, τον λόγο που δεν αποκαλύπτει ποτέ την περσόνα του, αλλά και για τις φιγούρες του που δεν είναι πριγκίπισσες, αλλά λαϊκά, δυναμικά κορίτσια.
Τον Sonke, τον συνάντησα κάποιες Κυριακές πριν, στο κηπάκι της Τσαμαδού στα Εξάρχεια, μεταξύ ενός ρεμπέτικου γλεντιού κι ενός καλοκαιριού που ακόμη αγνοείται η ξεκούραση. Αγκαλιαστήκαμε σαν φίλοι από τα παλιά, στην πραγματικότητα όμως σαν φίλοι που ανταμώνουν στους τοίχους της πόλης που ζέχνει τσιμέντο και μοσχοβολάει μπογιά, που καμιά φορά, περπατώντας σκυφτοί, κακόκεφοι κι απελπισμένοι, σηκώνουμε το βλέμμα και αντικρίζουμε συνθήματα μέσα σε έργα τέχνης, που μας κάνουν να αντέχουμε άλλη μια μέρα.
Αυτή η κουβέντα ήρθε λίγες ημέρες αργότερα, για να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, να φτάσουμε κάπου στο 2009, τότε που ξεκίνησαν να εμφανίζονται στους τοίχους της Αθήνας τα ασπρόμαυρα κορίτσια με τα πελώρια μαλλιά και το σφαλισμένο βλέμμα. Μια εποχή βαθιάς οικονομικής ύφεσης και με βαθύ το χνάρι της δολοφονίας Γρηγορόπουλου. Τον ρωτάω τι ήταν αυτό που συντελέστηκε μέσα του κοινωνικά και καλλιτεχνικά εκείνη την περίοδο, παίρνοντας αυτήν τη μορφή έκφρασης.
«Το 2007, ξεκίνησα να κάνω γκράφιτι στα Εξάρχεια, ζωγραφίζοντας λουλούδια. Πριν το 2008, οι τοίχοι των Εξαρχείων, δεν είχαν πολλά γκράφιτι, παρά μόνο συνθήματα κι αφίσες. Από το 2008 και μετά, μαζί με το εναλλακτικό κομμάτι της Αθήνας και την ενδυνάμωση των κινημάτων, ήρθαν και οι αμιγώς γκραφιτάδες, κάνοντας ταγκές και γράμματα. Από το 2008 και μετά, το γαλατικό χωριό έγινε σημείο συνάντησης και δράσης πολλών καλλιτεχνών από όλες τις χώρες. Μουσικοί, ζωγράφοι, σκιτσογράφοι, ηθοποιοί, συγγραφείς και σκηνοθέτες σύχναζαν και δραστηριοποιούνταν στη γειτονιά».
«Τα χρόνια εκείνα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ριζοσπαστικοποίησή μου. Άφησα την εφαρμοσμένη τέχνη που εξασκούσα μέχρι τότε –παιδικές εικονογραφήσεις και κόμικς– κι άρχισα να ζωγραφίζω στον δρόμο. Έχω πολύ έντονη την ανάμνηση του να στέκομαι στο “άβατο” με τα πορτοκαλί φώτα και να αφουγκράζομαι τον πολιτικό χαρακτήρα της εποχής, τον ηθικό κώδικα της γειτονιάς και, κυρίως, τον ρομαντισμό́ που τα συνέδεε».

Τον ρωτάω αυτό που αναρωτιέμαι σχεδόν πάντα όταν βλέπω έργα του, αν δηλαδή υπάρχει λόγος που οι φιγούρες του έχουν σχεδόν μόνιμα κλειστά μάτια, αν από κάτι κρύβονται ή κάτι κρύβουν
«Η έμπνευση για την κοπέλα με τα σπειρωτά μαλλιά και το γερμένο κεφάλι, μου ήρθε στο Παρίσι. Για κάποιους, τα κλειστά μάτια συμβολίζουν εσωτερική γαλήνη, ενώ σε άλλους βγάζουν μελαγχολία. Τα έργα ερμηνεύονται από τους θεατές. Δεν έχει τόσο σημασία τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης, όσο η ψυχική κατάσταση και πρόθεση του θεατή που τα ερμηνεύει. Προσωπικά, μου βγάζουν μια τρυφερότητα άμεσα συνυφασμένη με το μητρικό πρότυπο που είναι εντυπωμένο μέσα μου, ένα αρχέτυπο σύμβολο που προσπαθώ να αναπαριστώ. Αν, τελικά, αυτά τα κορίτσια άνοιγαν τα μάτια τους στον μικρόκοσμο της Αθήνας, θα αντίκριζαν μόνο φτώχεια, ανασφάλεια, μιζέρια, σεξισμό, φασισμό, κακή αισθητική και εξαθλίωση σε όλα τα επίπεδα».
Κατά καιρούς, έχω διαβάσει να αποκαλούν τα κορίτσια που ζωγραφίζει «πριγκίπισσες». Προσωπικά, ποτέ δεν τα αισθάνθηκα έτσι, αντίθετα τα ένιωθα σαν πλάσματα απόκοσμα που προσπαθούν να γίνουν ορατά σε μια πόλη με αόρατους ανθρώπους. «Αναρωτιέμαι κι εγώ γιατί τις αποκαλούν έτσι. Ίσως φταίνε τα φορέματα που τους σχεδιάζω και μοιάζουν με βασιλική ένδυση του 19ου αιώνα. Έχουν κάτι μπαρόκ, που μοιάζει πριγκιπικό. Προσωπικά, θα τα χαρακτήριζα λαϊκά, δυναμικά κορίτσια».
Φόντο στο λάπτοπ μου έχω το έργο του: «Τα λουλούδια στην κυρία που δεν γουστάρει την πατριαρχία». Συζητάμε για το πώς είναι να γεμίζεις την πόλη με κορίτσια, τη στιγμή που χιλιάδες απ’ αυτά, φοβούνται να περπατήσουν στους δρόμους της
«Το συγκεκριμένο σλόγκαν –όπως κι άλλα που δανείζομαι από τους τοίχους– είναι σαν τις λαϊκές παροιμίες αγνώστου δημιουργού. Τα έχω δει γραμμένα και τα αναπαράγω συνδυάζοντάς τα με εικόνες. Όταν πρωτοείδα το σύνθημα που αναφέρεσαι –το οποίο ήταν γραμμένο από γυναίκα– μου φάνηκε πολύ γλυκό αλλά́ και με καλή αίσθηση του χιούμορ».
«Όσον αφορά για τον τρόπο που τα κορίτσια κυκλοφορούν σήμερα στον δρόμο, έχω να πω ότι είναι εξοργιστικό να μην μπορεί μια γυναίκα να περπατήσει με αυτοπεποίθηση χωρίς φόβο. Δυστυχώς, ο μέσος straight άντρας δεν μπορεί να το αντιληφθεί, όπως δεν μπορεί να αντιληφθεί τις τόσες καταπιέσεις που αντιμετωπίζουν οι θηλυκότητες σήμερα. Γι’ αυτό αντιλαμβάνεται τον αντισεξισμό και τον φεμινισμό σαν κάτι εχθρικό που τον απειλεί. Το ίδιο που συμβαίνει με τις γυναίκες όταν περπατούν στον δρόμο, συμβαίνει και με τους ομοφυλόφιλους και πολύ πιο έντονα στα trans άτομα. Ζούμε ακόμη σε μια κοινωνία που αυτό που αποκαλείται ως “κυρίαρχο φύλο”, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα στη δημόσια έκφραση κι ελευθερία. Οτιδήποτε διαφορετικό πρέπει να είναι μαζεμένο, να μην “προκαλεί” και να περπατά με φόβο ή ντροπή».

Το αποτύπωμα του Sonke υπάρχει εκτός απ’ την Αθήνα και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Αναρωτιέμαι πόσο σημαντικός θεωρεί ότι είναι ο χώρος αλλά και ο χρόνος που τοποθετείται ένα έργο στο τοπίο
«Προσωπικά, η εμπειρία μου προέρχεται από την Αθήνα, το Παρίσι και γενικότερα τη Γαλλία. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων. Στην Αθήνα, είναι πιο εύκολο να ζωγραφίσεις παράνομα. Στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία, μιας κι έχουν συγκροτήσει ειδικές ομάδες αντί-γκράφιτι, γι’ αυτό κι έχει σταματήσει να ανθίζει το Street Art σε πόλεις που κάποτε ήταν πρωτοπόρες. Το τμήμα αντί-γκράφιτι φακελώνει το ψευδώνυμό σου από́ την πρώτη κιόλας φορά. Έτσι, όταν σε πιάσει κάποια στιγμή, θα καταδικαστείς για όλα τα παράνομα γκράφιτι που έχεις κάνει, ενώ παράλληλα λειτουργεί η λογική της δεύτερης ευκαιρίας, δηλαδή στη δεύτερη σύλληψη κόβεται πρόστιμο ή επιβάλλεται ποινή».
«Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, δεν συνιστά αυτεπάγγελτο πλημμέλημα. Στους ιδιωτικούς τοίχους πρέπει να κάνει μήνυση ο ιδιοκτήτης, ενώ στα δημόσια κτίρια είναι αυτεπάγγελτο αυτόφωρο και υπάγεται στην ερμηνεία του νόμου περί βανδαλισμού και φθοράς δημόσιας περιουσίας. Έχω προσαχθεί πολλές φορές σε Αθήνα κι εξωτερικό. Στη Γερμανία και στην Ολλανδία ανακρίθηκα από́ ειδικό τμήμα αντι-γκράφιτι. Στο Παρίσι, με έπιασαν τέσσερις φορές και μου επέβαλλαν πρόστιμο».
«Είναι πολύ σημαντικός ο χώρος, αλλά και ο χρόνος που τοποθετείται ένα έργο στην πόλη ή στην ύπαιθρο. Κάθε δρόμος είναι μια “αρχιτεκτονική σύνθεση”, με χαρακτηριστικά και πληροφορίες που περιγράφονται με αισθητικά κριτήρια. Η αρχιτεκτονική μαζί με τους ανθρώπους συνθέτουν έναν αρχιτεκτονικό-αστικό μοτίβο που είναι καμβάς ζωγραφικής. Αυτό που κάνω, ως καλλιτέχνης του δρόμου, είναι να αφουγκράζομαι τον ανθρωπογεωγραφικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να ενσωματώσω την αισθητική μου στην κουλτούρα και τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που προϋπάρχουν. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι ενάντια στο βαδαλιστικό γκράφιτι. Μου αρέσουν και τα δυο αισθητικά και σαν δράσεις».
Στο πλαίσιο του gentrification και της εξευγενιστικής βαρβαρότητας που φέρει, βλέπουμε πολλές δράσεις από πλευράς της πολιτείας για πιο «καθαρές» πόλεις. Μάλιστα, ο προηγούμενος δήμαρχος, Κώστας Μπακογιάννης, θέλησε να αδειάσει τους τοίχους της από τις αναμνήσεις μας, σβήνοντας γκράφιτι και συνθήματα. Τον ρωτάω αν πρόκειται για μια μορφή λογοκρισίας όλο αυτό.
«Επί της δημαρχίας Μπακογιάννη, σβήστηκαν τα περισσότερα γκράφιτι και συνθήματα από το κέντρο, ενώ οι τοίχοι περάστηκαν με αντι-γκράφιτι, ώστε να σβήνονται εύκολα πλένοντας τα με πιεστικό νερού. Τα μόνα έργα που τότε θεωρήθηκαν Street Art και δεν τα πείραξαν, ήταν από ευρέως δημοφιλείς καλλιτέχνες. Είχαν προχωρήσει σε χαρτογράφηση όσων δρούσαν στον δρόμο κι έτσι επέλεγαν τι να σβήσουν και τι να προστατέψουν. Η αναγνώριση από τους θεσμούς (γκαλερί) και από την πολιτεία (Δήμος Αθηναίων), καθώς και η επιθυμία ενσωμάτωσης για κάτι που μέχρι τότε ήταν παράνομο και μη ελεγχόμενο, έγινε με σκοπό να εξευγενίσεί αυτή τη δράση ώστε να πάψει να είναι απειλητική, αλλά και για επικοινωνιακούς λογούς. Ήθελαν να δημιουργήσουν στους ψηφοφόρους τους την αίσθηση ότι πρόκειται για μοντέρνους φιλελεύθερους, που συμβαδίζουν με τη σύγχρονη τέχνη».
«Η επιθυμία για ενσωμάτωση από τους θεσμούς γεννήθηκε επειδή το Street Art καρποφόρησε στα χρόνια της οικονομικής κρίσης σε Ελλάδα και εξωτερικό, αποκτώντας και εμπορικό χαρακτήρα. Επίσης, ρολό έπαιξε και το ότι πολλοί από εμάς που κάναμε έργα στους δρόμους, συνδεόμασταν άμεσα με κάποια γκαλερί. Έτσι, τα έργα στον δρόμο απέκτησαν μια άλλη αξία γι’ αυτούς. Τα δικά μου έργα, ας πούμε, δεν τα “πατούσαν”, έσβηναν όμως τα συνθήματα που συνόδευαν τη ζωγραφιά. Ναι, πρόκειται για ένα είδος λογοκρισίας και φορμαλισμού που απαγορεύει τα νοήματα και τα συναισθήματα που περνάνε μέσα από́ τη ζωγραφική τα γκράφιτι. Οι καθαροί τοίχοι κρύβουν βρώμικες συνειδήσεις. Η αποστειρωμένη πόλη, χωρίς το ανθρώπινο κι αυθόρμητο στοιχείο, προκαλεί́ στρες και κατάθλιψη. Η τέχνη στον δρόμο προσφέρει μια δόση λυρισμού στους περαστικούς, είναι σαν ένα υπαίθριο δωρεάν μουσείο, ένα ελεύθερο λιβάδι να εξερευνήσεις».

Συζητάμε για το γεγονός ότι όλο και πιο συχνά βλέπουμε μεγάλα ιδρύματα και τράπεζες να αναθέτουν σε καλλιτέχνες τη διακόσμηση τεράστιων τοίχων της πόλης
«Υπήρχε μια επικοινωνιακή ομάδα από τον τομέα του πολιτισμού του Δήμου Αθηναίων επί Μπακογιάννη, που επικοινωνούσαν με καλλιτέχνες που ζωγράφιζαν ενεργά στον δρόμο, προτείνοντάς τους συνεργασία έναντι αμοιβής. Τότε, δόθηκαν πολλά χρήματα από ΕƩΠΑ για τη ζωγραφική κτιρίων και δημοσίων χώρων. Αυτό είναι η λεγόμενη ενσωμάτωση, η εξευγένιση της υποκουλτούρας και η μετατροπή της από εξωθεσμική σε θεσμική. Αξίζει, να αναφέρω ότι οι πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες, αρνηθήκαν μια τέτοια συνεργασία.
Φυσικά, υπήρξαν κι εκείνοι που βρήκαν την ευκαιρία να προωθήσουν τη δουλειά τους –αφού ποτέ δεν ζωγράφιζαν ενεργά στον δρόμο– παίρνοντας το χρίσμα του καλλιτέχνη του δρόμου. Για μένα, πρόκειται για έργα αμφίβολου αισθητικής και ηθικής. Είναι σαν ένα άγριο λιοντάρι που ζει ελεύθερο στη φύση, να συμφωνήσει να κλειστεί αυτοβούλως στο κλουβί κάποιου ζωολογικού κήπου. Ο καλλιτέχνης που κάνει τοιχογραφίες επί πληρωμή, λειτουργεί σαν εφαρμοσμένος τεχνίτης που διεκπεραιώνει την αναπαραγωγή μιας εικαστικής εικόνας, κάτω από αυστηρούς κανόνες και υποδείξεις. Προσωπικά, μου το έχουν προτείνει πολλές φορές αλλά δεν έχω δεχτεί καμία. Προτιμώ να ζωγραφίζω ελεύθερα ό,τι θέλω στο εργαστήριό μου κι όποιος θέλει να αγοράσει. Κρατάω τη ζωγραφική στον δρόμο ελεύθερη, αυθόρμητη, άρα και τρομερά διασκεδαστική́».
Το 2015, η ομάδα Icos & Case έβαψε μέσα σε μια νύχτα όλο το Πολυτεχνείο, ξεσπώντας ένας πόλεμος απόψεων. Τον ρωτάω αν υπάρχουν κτίρια που δεν αγγίζονται, αν πρόκειται για το «μεγάλο εγώ» των καλλιτεχνών που μπορούν να επιβληθούν οπουδήποτε ή για μνημεία με ζωντανή ιστορία που αλληλοεπιδρούν με το σήμερα.
«Δεν υπάρχουν κτίρια που δεν αγγίζονται και τα πάντα ζωγραφίζονται παρεμβατικά. Δεν υπάρχουν κανόνες, ούτε συγκεκριμένη ηθική. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει τον δικό́ του ηθικό κώδικα. Δικοί μου απαράβατοι κανόνες, είναι να μην προκαλέσω ζημιά ή στενοχώρια σε φτωχούς ή ηλικιωμένους ανθρώπους, καθώς και να μην παρεμβαίνω αισθητικά στη φύση. Το γκράφιτι στο Πολυτεχνείο μου άρεσε. Τηρούσε όλους τους αισθητικούς κανόνες, όχι όμως της κυρίαρχης αισθητικής, γι’ αυτό κρίθηκε σαν αμφιλεγόμενο. Αισθητικά κι εννοιολογικά, ήταν ένα πετυχημένο έργο μεγάλης κάλυψης σε δημόσιο χώρο. Ήταν παράνομο, άρα είχε μεγάλη δυσκολία και ρίσκο κατά την εκτέλεσή του. Δεν συμφωνώ με τη μουσειοποίηση και τη μνημειοποίηση. Οι δημόσιοι χώροι και κυρίως αυτοί που κρύβουν εξεγερσιακούς συμβολισμούς πρέπει να διατηρούν τον χαρακτήρα τους στο σήμερα. Προφανώς και πίσω από μια αισθητική παρέμβαση κρύβεται ο ναρκισσισμός του καλλιτέχνη, αυτό άλλωστε είναι το γκράφιτι και το Street Art. Ικανοποιεί το “εγώ” του καλλιτέχνη, την ανάγκη του να δηλώσει ότι υπάρχει μέσα στην πόλη».
Τον περασμένο Οκτώβρη, πέθανε ο Στέλιος Φαϊτάκης, με τα έργα του να κατακλύζουν τα social media με συγκινητικά σχόλια. Συζητάμε για το αν αυτό είναι μια απόδειξη ότι ο κόσμος αγκαλιάζει την τέχνη που μιλάει μέσα απ’ τους τοίχους, δημιουργώντας πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο.
«Ο Στέλιος Φαϊτάκης, ήταν και είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους καλλιτέχνες παγκοσμίως, ένας από τους πιο επιδραστικούς σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Τα έργα του είναι αντάξια του Κόντογλου, του Θεόφιλου, του γλύπτη Τάσου κι άλλων σημαντικών λαϊκών ή υπερρεαλιστών ζωγράφων. Κατάφερε να ενώσει την παράδοση με τον μοντερνισμό και τον φουτουρισμό, τον υπερρεαλισμό και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό –κίνημα τη σοβιετικής ένωσης– μαζί με την βυζαντινή́ τέχνη. Δημιούργησε μια δική του παγκόσμια εικαστική γλώσσα, που μιλούσε άμεσα και γοήτευε με την πρώτη μάτια τον θεατή. Με απλά λόγια –όπως απλός, γλυκός και λαϊκός ήταν κι εκείνος– μιλάμε για έναν πολυσχιδή κι ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, μια αυθεντία της σύγχρονης τέχνης. Δυνατό πνεύμα κι αξεπέραστη τεχνική αρτιότητα. Πρόκειται για μια τεράστια απώλεια για τη ζωγραφική, μια σημαντική παρακαταθήκη και διαχρονική πηγή έμπνευσης για όλους μας».

Τα έργα του Sonke δεν τα συναντάμε μόνο στον δρόμο, αλλά και σε γκαλερί, εστιατόρια, σπίτια. Τον ρωτάω αν υπάρχει κάτι που υπενθυμίζει στον εαυτό του που δεν θέλει να ξεχάσει από τότε που ξεκίνησε και ποιες είναι οι εκπτώσεις που δεν κάνει
«Υπάρχει μια αντίφαση σε όλο αυτό. Στον δρόμο μπορεί κάποιος να με κοιτάξει στραβά, ενώ όταν το έργο σου βρίσκεται σε μια γκαλερί μπορεί να το θαυμάσει και να δώσει χρήματα για να το αγοράσει. Όταν πρωτοξεκίνησα, ήμουν αρνητικός στο να κάνω έκθεση σε γκαλερί. Πίστευα ότι θα χαθεί ο αυθορμητισμούς και θα αλλοτριωθώ λόγω χρημάτων. Αργότερα, αποφάσισα να το κάνω, μιας κι έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να βιοπορίζομαι. Συνήθως, σε αυτό το κομμάτι δεν κάνουν οι άνθρωποι τις μεγαλύτερες εκπτώσεις; Πλέον, έχω βρει ισορροπία. Στο εργαστήριο ζωγραφίζω ό,τι θέλω με την ησυχία μου κι αργότερα τα πουλάω μέσω των γκαλερί. Στον δρόμο ζωγραφίζω γρήγορα και με αδρεναλίνη χωρίς να σκέφτομαι την πώληση ή τα χρήματα. Αυτό με κάνει να νιώθω ελεύθερος».
«Έχω έναν αξιακό κώδικα, στον οποίο είμαι απόλυτα συνεπής διαχρονικά, χωρίς εκπτώσεις. Δεν εμφανίζω ποτέ τη μυστική μου περσόνα, ακόμα και στις ατομικές εκθέσεις, δεν εμφανίζομαι ως φυσικό πρόσωπο. Αυτό με βοηθάει να μην αλλοτριώνομαι ως καλλιτέχνης. Είμαι κοινωνικά εσωστρεφής, απολαμβάνω να είμαι ταπεινός και να μην εκτίθεμαι. Είναι αμήχανο να μαζεύεται κόσμος και να σου λέει συγχαρητήρια για κάτι που έκανες για να περάσεις ωραία και στο τέλος να σου δίνει λεφτά γι’ αυτό. Σαν να έχεις μια προσωπική ερωτική στιγμή με έναν άνθρωπο και στο τέλος όλοι να σε χειροκροτούν. Η ζωγραφική είναι ένα ενοχικό παιχνίδι ηδονής. Το μόνο που θέλω είναι να ζω με ενθουσιασμό, ελευθερία κι έμπνευση. Ζωγραφίζω αποκλειστικά όταν βρίσκω έμπνευση».
«Ένας καλλιτέχνης πρέπει να παραμένει ρομαντικός, ευαίσθητος και τρυφερός. Αν ασχοληθεί με το εμπόριο της τέχνης, τις τιμές και τις παραγγελίες θα χάσει σίγουρα από όλα αυτά τα στοιχεία. Έχω δει καλλιτέχνες να συμπεριφέρονται σαν έμποροι, χάνοντας την αθωότητα και την ευαισθησία τους. Έχω μάθει να ζω χωρίς κανέναν περιορισμό, κανόνα ή πίεση. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να διαχειριστώ τα έξοδα και τα έσοδά μου, να πάω στη ΔΕΗ ή να συναντηθώ με τον λογιστή κι έπειτα να γυρίσω στο εργαστήριο να ζωγραφίσω. Μου περνάνε αδιάφορα τα χρήματα, πάντα είχα κακή σχέση μαζί τους. Το να παραμείνεις ευαίσθητος έχοντας μια ηθική στάση απέναντι στην κοινωνία και στη ζωή, είναι το πιο επαναστατικό και σημαντικό πράγμα».
Εικόνες από το αρχείο του Sonke.