Αντικομφορμίστρια και γεμάτη πάθος για τη ζωή, η διεθνώς καταξιωμένη windsurfer έχει έναν κανόνα. Κι αυτός είναι να πηγαίνει πάντα με το συναίσθημα.
Γεννήθηκε το 1976 στη Γερμανία. Στα 3 της έτη μετακόμισε με την οικογένειά της μόνιμα στην Ελλάδα. Στα 13 της, ξεκίνησε να γυρνά τα νησιά με ένα sleeping bag, μια μηχανή και τα αδέρφια της. Στα 15 της, μυήθηκε για πρώτη φορά στον κόσμο του windsurf. «Δεν τελείωσα ποτέ το σχολείο. Πήγα μέχρι την πρώτη λυκείου και ήταν τα χειρότερά μου χρόνια. Δεν κατάφερα ποτέ να νιώσω πραγματική ελευθερία σε αυτό το πλαίσιο», θα μου πει αργότερα.
Έτρεξε τον πρώτο της αγώνα στα 18 και έναν χρόνο αργότερα, ύστερα από προτροπή του παγκόσμιου πρωταθλητή σερφ, Robby Naish, αποφάσισε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο windsurf. «Επέλεξα να φύγω από την Ελλάδα. Θυμάμαι ότι οι άνθρωποι εδώ με αποθάρρυναν λέγοντάς μου ότι η ζωή των σέρφερ δεν έχει λεφτά. Δεν πήγαινα ποτέ για τα χρήματα όμως, και ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν μπόρεσα ποτέ να “στριμωχτώ” στο καλούπι μιας συμβατικής ζωής.

Η συμμετοχή σε αγώνες ήρθε «κάπως τυχαία» και κυρίως επειδή ήθελε να «κάνει αυτή τη ζωή»
Της άρεσε να υπάρχει μέσα στην κοινότητα του σερφ, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι συναθλητές της την παρακινούσαν να γίνει καλύτερη. «Κέρδισα δύο Παγκόσμια Πρωταθλήματα. Ούτε καν το κατάλαβα. Μετά από πέντε χρόνια, πήγα στην Ολυμπιακή κατηγορία γιατί διοργανώθηκαν οι αγώνες εδώ στην Αθήνα. Μέσα σε έναν χρόνο, κατάφερα να κερδίσω την πρόκριση. Εκεί έγινα πραγματική αθλήτρια. Αφιέρωνα 7-8 ώρες καθημερινά στις προπονήσεις. Έτρεξα δύο Ολυμπιάδες, στην Αθήνα και την Κίνα. Το 2006, ήταν η καλύτερη χρονιά μου. Βγήκα τρίτη στην παγκόσμια κατάταξη και τρίτη στο Πανευρωπαϊκό».
Οι αθλητικές επιδόσεις της, της χάρισαν, μάλιστα, μια θέση στο δημόσιο, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις αθλητών. «Μπήκα στο υπ. Εξωτερικών και βγήκα κατευθείαν. Δεν θα μπορούσα ποτέ να δουλέψω σε ένα τέτοιο περιβάλλον».
Στα 32 της, αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική της σχολή σερφ, αφού ένιωσε πως κουράστηκε να ακούει πως «δεν τα πάει αρκετά καλά». «Αν δεν τερματίσεις στην πρώτη θέση, δεν τα έχεις πάει καλά. Πλέον, προτιμώ να κάνω μάθημα και να ακούω το ευχαριστώ των μαθητών μου, παρά να τρέχω σε αγώνες και να ακούω πως ό,τι κι αν καταφέρω δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Πρόκειται για μια κατάσταση που βιώνουν σχεδόν όλοι οι αθλητές. Πάει ένα παιδί να περάσει καλά και το βάζουν στο τρυπάκι της δυστυχίας», μου λέει έχοντας βουρκώσει.

«Ξεκίνησα τη σχολή για να μπορέσω να μοιραστώ με τον κόσμο όσα έμαθα όλα αυτά τα χρόνια. Να συνεισφέρω με κάποιον τρόπο. Μένω στην Ελλάδα γιατί αγαπώ πολύ τη χώρα. Τα τελευταία 6 χρόνια πηγαίνω στο εξωτερικό με μαθητές μου για να τους δείξω τον πραγματικό κόσμο του σερφ, καθώς εδώ δεν μπορούν να διαμορφώσουν μία πλήρη εικόνα. Δεν υπάρχει κοινότητα του σερφ εδώ, ενώ έχουμε τη θάλασσα, έχουμε όλα τα στοιχεία. Αν πας στην Τενερίφη, στα Κανάρια, στο Cape Town εντυπωσιάζεσαι. Ρυθμίζουν όλοι τις δουλειές τους έτσι, ώστε να μπορούν να κάνουν μια ζωή που αγαπάνε. Γιατί αυτοί μπορούν και εμείς όχι; Τώρα φυσάει τρία μποφόρ και θα δεις μέσα στην θάλασσα μια σανίδα».
Πριν από ένα χρόνο, την 1η Μαΐου του 2023, η σχολή της Tony καταστράφηκε ολοσχερώς από μια πυρκαγιά που προκλήθηκε –μάλλον– κατά λάθος. Το συμβάν αυτό, ωστόσο, την βοήθησε να καταλάβει πως οτιδήποτε κι αν συμβεί στη ζωή της από εδώ και πέρα, διαθέτει πλέον όλα τα απαραίτητα εφόδια για να το αντιμετωπίσει. «Πράγματα, όπως η φωτιά, σε αναγκάζουν να κοιτάξεις αλλού. Να μπεις σε μέρη που δεν θα τολμούσες. Ήμουν 8 ώρες σε μία καρέκλα. Δεν είχα πλάνα, εξοπλισμό, μαθητές, δασκάλους. Τίποτα. Κι όμως ένιωσα μια απελευθέρωση».
«Βρήκα τρόπους. Είπα Σάββατο θα ανοίξω. Με δωρεές; Με δωρεές! Τουβλάκι, τουβλάκι. Κινούμαστε με τις ανάγκες εδώ. Ερχόντουσαν άνθρωποι και μου άφηναν λεφτά. Μου μιλούσαν σαν να είχα πεθάνει. Ταρακουνήθηκε ένα τεράστιο κομμάτι της κοινότητας του windsurf. Μαθεύτηκε παντού. Ξέρεις, σκεφτόμουν, ότι θα ήθελα κάποια στιγμή να γίνει γνωστή η σχολή μου, αλλά δεν περίμενα ποτέ ότι αυτό θα συνέβαινε εξαιτίας μιας καταστροφής. Με ήξεραν στην Τενερίφη λόγω της φωτιάς. Πήρα τόση αγάπη και 35.000 ευρώ δωρεά μέσα σε έναν μήνα. Αυτά με έκαναν να μπορέσω να κινηθώ».
Όπως μου εξηγεί, έχει αλλάξει πολύ από τότε
Σταμάτησε να παίρνει τα πράγματα πολύ σοβαρά, ενώ ταυτόχρονα απέκτησε περισσότερη εμπιστοσύνη στη ζωή. «Καμία δυσκολία δεν με φοβίζει πια. Ξέρω πως το μόνο πράγμα που έχω τη δύναμη να αλλάξω είναι ο εαυτός μου κι αυτό για να μπορώ να είμαι ένα παράδειγμα για τους άλλους. Όταν κοιτάς γύρω σου και βλέπεις μόνο σκατά, νομίζεις πως αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν ήμουν πάντα έτσι. Αυτομαστιγωνόμουν. Διάλεγα σχέσεις που με πατούσαν και που άφηνα να με διαλύσουν».
Μια ακόμα συνήθεια που έχει καθορίσει την ζωή της Tony ήταν και η στροφή της προς τον βιγκανισμό, πριν από μερικά χρόνια. Αφορμή υπήρξε η σοβαρή ασθένεια ενός κοντινού της προσώπου, ενώ καταλυτικό ρόλο στην απόφασή της έπαιξε και η μεγάλη λατρεία της προς τα ζώα.

«Ένας φίλος μου αρρώστησε από καρκίνο. Μέσα σε έξι μήνες έκανε δύο χημειοθεραπείες, πολλαπλά χειρουργεία. Έψαχνε εναλλακτικές λύσεις κι έτσι αποφάσισε να έρθει σε πιο στενή επαφή με τη φύση, ξεκίνησε γιόγκα και διαλογισμό. Καθάρισε. Ήρθε να με δει και θυμάμαι εκείνη την ημέρα έτρωγα μια μακαρονάδα με κοτόπουλο, κρέμα γάλακτος και παρμεζάνα. Μου ‘πε: «Αυτό που τρως, δεν κάνει να το αγγίζεις».
Λένε πως η τροφή είναι το φάρμακό μας. Και ισχύει. Έκοψα το κοτόπουλο, το κρέας και το γάλα. Ένα χρόνο μετά το τυρί, λίγο αργότερα το αυγό και, κατά τη διάρκεια της καραντίνας, το ψάρι. Δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή, αλλά μετά από μερικούς μήνες έγινε πιο εύκολο».
Η αγάπη της για τα ζώα δεν περιορίζεται φυσικά στον βιγκανισμό. Στη σχολή της Tony θα συναντήσει κανείς πλήθος από αδέσποτα ζώα. Η ίδια μου εξηγεί πως έχει κάνει αρκετές θυσίες για να μπορεί να τα φροντίσει. «Έμενα δυόμισι χρόνια σε τροχόσπιτο, αλλά μετακόμισα γιατί απέκτησα εφτά σκυλιά. Τώρα περνάνε μια υπέροχη ζωή. Έχουν τον κήπο τους και τρέχουν όλη μέρα».

Γνωρίζοντας την Tony, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν βρήκε τον δρόμο του στρωμένο με ροδοπέταλα
Έχει περάσει πολλές δυσκολίες και έχει χρειαστεί να δώσει τους προσωπικούς της αγώνες. Όμως, την ίδια στιγμή, είναι παραπάνω από εμφανές πως έχει ανακαλύψει το δικό της νόημα και πράγματι έχει καταφέρει να ζει πλήρης και ευτυχισμένη.
«Δεν έχω μετρήσει ποτέ έσοδα και έξοδα. Δώδεκα χρόνια έχω τη σχολή δεν ξέρω ποτέ τι βάζω και τι βγάζω. Δεν το σκέφτηκα ούτε μια στιγμή ως “μπίζνα”. Το πρόβλημα με τους ανθρώπους είναι πως δεν ζουν στο παρόν. Ζουν μέσα στο πρόβλημά τους και κάθε μέρα περιμένουν να συμβεί κάτι εξωτερικό για να νιώσουν ευτυχισμένοι. Να δουν έναν ωραίο γκόμενο. Να κάνουν ένα καλό σεξ. Να φάνε μια ωραία τούρτα. Να πάνε στην ταβέρνα, να πιούν το κρασί τους και να γίνουν λιώμα, για να πουν: «Πω πω, πόσο ευτυχισμένος είμαι». Το θέμα είναι πως όταν φύγει το μεθύσι, έρχεται ο πονοκέφαλος…».