Η συγγραφέας του βιβλίου «Της Λένης η μ[i]λιά» αντιστέκεται στην ασχήμια μέσω της γραφής, ενώ θεωρεί ότι η ζωή του κάθε ανθρώπου δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από τη δική του προσωπική αφήγηση.
Λίγες ημέρες αργότερα, μεταξύ συρμού κι αποβάθρας, τράβηξα το βιβλίο της Στέλλας Χαιρέτη και σε ένα ζεστό βαγόνι, άνοιξε με δύναμη ένα παράθυρο δροσιάς με πυρωμένες ανταύγειες στην καρδιά μου. Η Λένη και το όριο της Αρετής, πιλατεύουν από τότε το μυαλό μου, σκέφτομαι τις γυναίκες, εμάς, τις μανάδες μας, τις γιαγιάδες μας, όλες εκείνες που κουβαλάμε μέσα μας χωρίς να τις έχουμε γνωρίσει νιώθοντας παντοτινά ενωμένες μαζί με τα τραύματά τους.
Με αυτή τη συγκίνηση αποφάσισα να στείλω στη Στέλλα, να την ευχαριστήσω για την αμεσότητα, για τις εικόνες που διασώζουν τη μνήμη, να τη ρωτήσω πώς ξεκίνησε μετά από δύο ποιητικές συλλογές κι ένα θεατρικό έργο, να γράψει τον θεατρικό μονόλογο Της Λένης η μ[i]λιά, για το οποίο της απονεμήθηκε έπαινος στα Κρατικά Βραβεία Συγγραφής Θεατρικού Έργου 2022. Να τη ρωτήσω πώς ξεκίνησε να γράφει για τη μιλιά, σε μια εποχή που παλεύει να δημιουργήσει ρωγμή στην κυρίαρχη σιωπή.
«Ξεκίνησα να γράφω “Της Λένης η μ[i]λιά” χωρίς να έχω τίποτα άλλο κατά νου εκτός από την επιθυμία μου να σχετίζεται το έργο αυτό με το δημοτικό τραγούδι. Πολύ σύντομα, όμως, η Λένη αυτονομήθηκε και διεκδίκησε το δικό της μερίδιο αφήγησης. Νιώθω ότι η Λένη επανάφερε στη μνήμη μου εκείνες τις φωνές που είχαν διατηρηθεί μέσα μου για διαφορετικούς λόγους η καθεμία. Ωστόσο, η Λένη είναι και μυθοπλασία. Αλλά η πραγματικότητα σταθερά εμπνέει τη φαντασία μου και την τροφοδοτεί με εικόνες και σχέσεις που υπάρχουν, ή υπήρξαν κάποτε, κοντά μου αποτελώντας κοινά σημεία αναφοράς, όπως φαίνεται, με το αναγνωστικό κοινό. Το να μπορεί κάποια/κάποιος να αναγνωρίζει τους κοινούς τόπους, δημιουργεί μια σχέση προσωπική που αποδεσμεύει το έργο από τις επιδιώξεις της συγγραφέα και το καθιστά κτήμα κοινό. Και αυτό, ναι, είναι μία από τις επιδιώξεις μου».
Το τελευταίο διάστημα, αναγνωρίζω την ανάγκη μου να ανακαλύπτω ποιες/ποιοι είναι αυτές/-οι που έχουν διαμορφώσει την/τον συγγραφέα που το έργο της/του με έχει κάνει να το σκέφτομαι μέρες αφότου επέστρεψα το βιβλίο τους σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης μου.

Έτσι, ρωτάω τη Στέλλα αν υπάρχουν πράγματα που έχει διαβάσει και λειτούργησαν αποκαλυπτικά για εκείνη
«Ξεκίνησα την παιδεία μου στη λογοτεχνία πολύ νωρίς. Το διάβασμα είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου ασχολίες. Ενδεικτικά, μερικά από τα σημεία-σταθμοί για μένα είναι της Ρέας Γαλανάκη O βίος του Iσμαήλ Φερίκ πασά, της Μάρως Δούκα η Αρχαία Σκουριά, της Ιωάννας Καρυστιάνη ο Άγιος της μοναξιάς και της Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ το Και ιδού ίππος χλωρός. Επίσης, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ, ο Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ και Ο γέρος και η θάλασσα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ είναι μόνο ελάχιστα από τα βιβλία που ζήλεψα πολύ για τη γραφή τους, τη δύναμή τους και την ανάγκη τους στη φαντασία ως μια άλλη ανάγνωση της πραγματικότητας. Γενικά, όμως, προτιμώ τις ιστορίες που κρύβουν περισσότερα από αυτά που αποκαλύπτουν, καθώς γονιμοποιούν τη φαντασία μου και μου αφήνουν όλο το περιθώριο της απαραίτητης αυτενέργειας ώστε να μπορώ να νιώθω ελεύθερη –έστω και μέσα στα στενά και προαποφασισμένα συγγραφικά όρια».
Διαβάζοντας τη νουβέλα της Στέλλας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος, ένιωσα ότι μπορούσα να συναισθανθώ και να αφουγκραστώ τις εικόνες που περιγράφει. Ένιωσα μέρος και μέλος της αφήγησης
«Η παρατήρηση είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, καθώς τροφοδοτεί και την ίδια τη συγγραφέα με τις απαραίτητες εικόνες. Όμως ο τρόπος που παρατηρούμε τα πράγματα, είναι πολύ διαφορετικός. Πολλές φορές, δεν χρήζει παρατήρησης μια ολόκληρη εικόνα, αλλά ένα μικρό στοιχείο που σου αποσπά την προσοχή. Και αυτό το μικρό, και ίσως ασήμαντο, παραμένει στη σκέψη και ζητά να έρθει στην επιφάνεια όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τις καθημερινές τετριμμένες αφηγήσεις. Δεν χρειάζονται πάντα σημαντικά ή σπουδαία σκηνικά ή περισπούδαστες συζητήσεις. Μια κοινή φράση που ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι είναι εύηχη ή ένα παραπεταμένο σκουριασμένο μαχαίρι, είναι αρκετά».
Της Λένης – Του Κρητικού και Του Κατοίκου. Τρεις αφηγήσεις για μια ιστορία. Της ζητάω να μου περιγράψει πόσο εύκολο ήταν για εκείνη να σκιαγραφήσει αυτούς τους τρεις χαρακτήρες
«Βάσει της όλης αφήγησης, είναι η ανάγκη της Λένης στον λόγο και η δική μου ανάγκη για ανάσα. Όμως καμία ιστορία που είναι ειπωμένη μόνο από τη μεριά ενός προσώπου δεν είναι ολοκληρωμένη, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Επέλεξα ακόμα δύο αφηγητές, και μάλιστα άνδρες, για να αναστήσω το δικό μου συγγραφικό σύμπαν πιστεύοντας ότι αυτές οι τρεις φωνές θα αποκάλυπταν, με τον τρόπο τους, το μήνυμα που και η ίδια αναζητούσα μέσα σε αυτό το έργο. «Της Λένης η μ[i]λιά» δεν γράφτηκε βάσει σχεδίου. Όποια απόφαση κι αν έπαιρνα εκ των προτέρων, η ίδια η γραφή μου την ακύρωνε. Οι χαρακτήρες απαιτούσαν τη δική τους αλήθεια και εγώ τους ακολούθησα. Τους δύο χαρακτήρες από αυτούς τους συμπάθησα περισσότερο. Τον έναν, όχι και τόσο. Μπορεί κατά τόπους να καταλάβαινα τα κίνητρά του, αλλά δεν συγχώρεσα τις πράξεις του. Το φινάλε το άφησα στην ίδια τη μηλιά γιατί δικαιωματικά της άξιζε να γίνει η μιλιά των ταπεινών και απαγορευμένων –στη θρησκευτική μας συνείδηση– πραγμάτων».
Η Λένη και το όριο της Αρετής, είναι η ραχοκοκαλιά ενός έργου που αναπτύσσεται μέσα από τρία διαφορετικά βλέμματα. Τι συμβολίζει, όμως, η έννοια της Αρετής και για ποιο λόγο την επιλέγει για να επικοινωνήσει την ιστορία της Λένης;
«Βρίσκω ότι το όνομα Ελένη έχει πορευτεί ανά τους αιώνες πολύ αδικημένο. Κατά κάποιον τρόπο, το όνομα Ελένη και η Αρετή φαίνονται έννοιες ασύμβατες. Αυτή την αδικία ήθελα να αποκαταστήσω. Η Λένη είναι η κόρη της Αρετής και η Αρετή δεν θα μπορούσε να είχε άλλο παιδί παρά τη Λένη. Η Αρετή είναι το πρωταρχικό αίτημά μου, ερμηνευμένο ως ο σεβασμός της κάθε διαφορετικότητας που έχει ανάγκη χώρου έκφρασης και ύπαρξης με τους όρους που κάθε φορά εκείνη επιλέγει».

Τη ρωτάω πόσο σημαντικό είναι να δίνεται πλέον μιλιά σε υποκείμενα τα οποία για χρόνια ήταν παραγκωνισμένα κοινωνικά, άρα και λογοτεχνικά
«Η ζωή του κάθε ανθρώπου δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από τη δική του προσωπική αφήγηση. Όταν η προσωπική σου αφήγηση εξοβελίζεται από τον κυρίαρχο λόγο, είναι σαν να καταρρίπτεται το ίδιο το δικαίωμά σου να ζεις. Δεν επιτρέπεται να απαγορεύεται η αφήγηση για κανέναν λόγο. Μπορείς να επιλέξεις να μην ακούσεις, και αυτό υπό προϋποθέσεις, αλλά τότε να θυμάσαι ότι πρέπει να διατηρήσεις και το δικαίωμα στη σιωπή για εκείνα που επέλεξες να μην γνωρίζεις».
Συζητάμε ότι η λογοτεχνία που παράγεται κι αναγνωρίζεται σήμερα από γυναίκες συγγραφείς δεν είναι κάτι που ήταν πάντα δεδομένο
«Η θηλυκότητα, η θηλύτητα, το γυναικείο είναι έννοιες πολύπαθες. Τείνουμε να ξεχνάμε ότι το φύλο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία κοινωνική κατασκευή που ενέχει μέσα της χαρακτηριστικά που έχουν προαποφασιστεί ερήμην μας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανακυκλώνουμε πρότυπα και μοτίβα μόνο και μόνο για να έχουμε την ασφάλεια του ανήκειν σε μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα που επιμένει να μας αποδέχεται μόνο όσο είμαστε συνεπής. Αν «Της Λένης η μ[i]λιά» αποτελεί μέρος αυτής της νέας συνθήκης, χαίρομαι πολύ. Η Λένη μου είναι το αίτημα της διαφορετικότητας που αποζητά τον προσωπικό της χώρο με όποιο κόστος».
Ζητάω τη γνώμη της για όσα συνέβησαν πρόσφατα με αφορμή άρθρο της Ρένας Λούνα, και τη ματιά της στη γραφή του Μ.Καραγάτση, πυροδοτώντας έναν πόλεμο σχολίων στα social media
«Όλη η τέχνη, και όχι μόνο η λογοτεχνία, αποτελεί καταρχήν έναν χώρο αμφισβήτησης. Ο ρόλος της τέχνης για μένα δεν είναι η απάντηση, αλλά η υποψία. Υπό αυτήν την οπτική, δεν υπάρχει κανένα έργο που να μην του επιτρέπεται η κριτική ή και η απόρριψη. Για παράδειγμα, αγαπώ πολύ τον Μ. Καραγάτση και τον βρίσκω έναν από τους πιο αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς, αλλά, για παράδειγμα πάλι, δεν ενθουσιάζομαι το ίδιο με τον Νίκο Καζαντζάκη (με εξαίρεση τον Καπετάν Μιχάλη). Αλλά αυτή είναι η δική μου τοποθέτηση. Εν προκειμένω, συμφωνώ και διαφωνώ με το άρθρο της Ρένας Λούνα. Χαίρομαι όμως πολύ με τον πόλεμο απόψεων, γιατί αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία είναι ένας τόπος ζωντανός».
To να γράψεις ένα βιβλίο είναι ένα εγχείρημα που δεν ενισχύεται από την πολιτεία. Τι είναι, τελικά, αυτό που κάνει τον άνθρωπο που γράφει να ξεπερνά τις όποιες δυσκολίες ή μη διευκολύνσεις και να προχωρά προς αυτό τον στόχο;
«Η γραφή, για μένα, είναι η αντίσταση στην ασχήμια της πραγματικότητας. Η πολιτεία θα την ενίσχυε μόνο αν ήταν πεφωτισμένη, δηλαδή αν την ενδιέφερε ο πολίτης ως πρόσωπο και όχι ως στατιστικό στοιχείο. Αλλά με μια πολιτεία που προτάσσει τον τουρισμό ως τη βαριά (;!) βιομηχανία (;!) της χώρας, ο πήχης για τέτοιες επιδιώξεις δεν έχει χώρο να ανέβει παρά μόνο μερικά εκατοστά. Γι’ αυτό το λόγο, όμως, εφευρεθήκαν φαίνεται οι εκδότες, βλέπε Πόλα Καπόλα, που λειτουργούν αποσυμφορητικά! Η αλήθεια μου είναι ότι χωρίς τη γραφή η ζωή για μένα είναι αφόρητη. Έστω και αν η λύτρωση που μου προσφέρει είναι προσωρινή. Η γραφή είναι το πολύ προσωπικό μου δωμάτιο μέσα στο οποίο είμαι ελεύθερη να είμαι εγώ χωρίς κρίσεις. Αυτή η ανάγκη μου είναι και το κίνητρό μου».