Βίβιαν Στεργίου

«Δεν αντέχω άλλο! Θέλω να περπατάμε χέρι-χέρι, να κοιτιόμαστε μεσ’ το πλήθος, να σε φιλάω Κυριακή μεσημέρι στον δρόμο από Θησείο για Γκάζι. Μόλις πηγαίνω να σε αγγίξω στον λαιμό σου, εκεί που μυρίζεις και είσαι μαλακός, αρχίζει να κυλάει το μπλε υγρό και μου θυμίζει ότι θα πεθάνω και τότε μου ‘ρχεται να σε δαγκώσω, αλλά τελικά κρατιέμαι, και σε φιλάω και η ένταση φεύγει, επειδή φυσάω όλο τον αέρα μεσ’ το στόμα σου κι εσύ κάθεσαι εκεί και τον εισπνέεις. Απίστευτο τι αφήνουν οι άνθρωποι να τους κάνεις, αν σε θέλουν πολύ εκείνη την ώρα».

Τη Βίβιαν Στεργίου, τη συνάντησα μέσα σε αυτές τις γραμμές από το βιβλίο της «Μπλε υγρό» σε εκείνο το πρώτο lockdown, μεταξύ αποτυχημένων προσπαθειών να μάθω τελικά να μαγειρεύω, μοναξιάς και ξεσκονίσματος μιας βιβλιοθήκης που δεν προλάβαινε για πρώτη φορά στα χρονικά να πιάσει σκόνη. Με θυμάμαι ξαπλωμένη στον καναπέ να διαβάζω τα διηγήματά της, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η πόλη έξω ακόμη σκοντάφτει, τρέχει στις πορείες, εκνευρίζεται στα φανάρια, καρδιοχτυπά από έρωτα κι όχι από φόβο. Γραφή αβίαστη, άμεση, για μένα από κάποια που ένιωθα πως μου έμοιαζε. 

Μπλε υγρό, Βίβιαν Στεργίου

Πέρασαν σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε. Η Βίβιαν, έχει ήδη κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Δέρμα» κι εγώ αποφάσισα να της ζητήσω να κάνουμε μια κουβέντα για εκείνο το συναίσθημα που της χρωστάω από εκείνες τις ατέλειωτες ημέρες

«Η λογοτεχνία, καλό θα ήταν να δίνει παρηγοριές, να μιλά στους ανθρώπους με έναν τρόπο που να τους αφορά, κι αν γίνεται, να τους συγκινεί. Άλλωστε, τέτοια είναι και τα δικά μου αναγνώσματα. Διαβάζω βιβλία για να μου “μιλήσουν”, για να μου δώσουν τις λέξεις εκείνες που θα με κάνουν μεταβολίσω όσο γίνεται την εμπειρία μου. Δεν με ενδιαφέρει η λογοτεχνία που είναι περίκλειστη κι εκτός τόπου και χρόνου, δεν με νοιάζει να κάνει κατασκευές, ούτε να παίζει παιχνίδια με τη γλώσσα. Αλλά να δίνει τις λέξεις που οι άνθρωποι βρίσκουν το νόημα. Ειδικά η πεζογραφία οφείλει να είναι σε άμεση αλληλεπίδραση με όσα συμβαίνουν γύρω της, δεν μπορεί να αγνοεί αυτά που σε προβληματίζουν. Ο άνθρωπος που πάει στο βιβλιοπωλείο, έχει χίλια προβλήματα, ψάχνει έναν τρόπο να αντέξει. Στην καλύτερη περίπτωση, βρίσκει μια παρηγοριά στα βιβλία και στη μουσική. Δεν γίνεται να γκρινιάζεις για το ότι ο κόσμος δεν ασχολείται με τα βιβλία, ενώ αυτό που τον έχεις “ταΐσει” δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή του». 

Η Βίβιαν, μου περιγράφει τα συναισθήματα της όταν συνάντησε τη γραφή της Λουσία Μπερλίν, της Ρέιμοντ Κάρβερ αλλά και του Χρήστου Οικονόμου

«Μέσα από τους εντελώς απλούς και ανθρώπινους χαρακτήρες τους, ένιωθα πιο ζωντανή. Είχα το αίσθημα ότι αυτό που μου συμβαίνει είναι σημαντικό και ταυτόχρονα τίποτα, κι αυτό είναι ζωή. Θεωρώ μαγικό και πάντα μου κάνει εντύπωση, όταν κάποιος/-α συγγραφέας είναι τόσο καλός/-η που ακόμη κι ένα μέρος στο οποίο δεν έχεις ταξιδέψει –και πιθανότατα να μην βρεθείς ποτέ σε αυτό–, το περιγράφουν με τέτοιον τρόπο που καταλήγει να σε νοιάζει. Σε όσα γράφω, οι πόλεις είναι σημαντικές. Με απασχολεί το πώς τελικά ένας τόπος γίνεται λογοτεχνία και που –για να είμαστε ειλικρινείς– το μέρος που θα αντικρίσεις αν τελικά βρεθείς σε αυτό, θα είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ίσως βλέπω εγώ. Είναι μια αποκάλυψη αυτό για εμένα, ότι δηλαδή τα μέρη δεν υπάρχουν ακριβώς, αλλά είναι μέρη που βλέπει το μάτι του συγγραφέα που στα δίνει».

Βίβιαν Στεργίου, Δέρμα

Τη ρωτάω πόσο σημαντικό είναι για έναν άνθρωπο να παρατηρεί 

«Για να γράψεις το οτιδήποτε πρέπει να έχεις προσεκτικό βλέμμα, να μπορείς ενδεχομένως να εστιάζεις στις λεπτομέρειες και να διαβάζεις αυθαίρετα τα πρόσωπα των ανθρώπων, κάνοντας δικές σου προβολές. Για μένα, το να κυκλοφορώ με τα πόδια στην πόλη, είναι σημαντικό κομμάτι στο πώς γράφω. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ακούνε ούτε κοιτάνε γύρω τους, κάτι που γίνεται πιο εύκολο λόγω της τεχνολογίας. Βάζεις τα ακουστικά σου, κοιτάς το κινητό σου και βρίσκεσαι στο σύμπαν σου ακόμη και αν είσαι σε μια αίθουσα με δεκάδες άτομα. Νομίζω ότι έχουν επενδυθεί εκατομμύρια ώστε οι άνθρωποι να μην εστιάζουν την προσοχή τους πουθενά, να υπάρχει μια διαρκής ροή πληροφοριών απ’ την οποία δεν συγκρατείς τελικά τίποτα. Το μόνο που μένει είναι η προσπάθεια τον καθενός να αντιταχθεί σε αυτό. Με φρικάρει η έλλειψη περιέργειας που χάνεται από το υπερβολικά ερεθίσματα και που σταδιακά φτάνεις στο να μην σε κινητοποιεί τίποτα». 

Συζητάμε για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται μέχρι και σήμερα η λογοτεχνία και την έλλειψη υποστήριξης προς στους συγγραφείς από το σύστημα 

«Αυτό που περιγράφεις υπονοεί μια ανισότητα όπου αυτοί που απ’ την αφετηρία τους έχουν κάποια προνόμια, θα μπορέσουν να επιβιώσουν στην τέχνη. Πράγματι, μπαίνεις σε έναν χώρο που αν δεν έχεις οικογενειακό πλούτο να σε στηρίξει μπορεί να σε “πετάξει” εκτός από νωρίς. Τι γίνεται, λοιπόν, με όσους δεν είναι τόσο τυχεροί; Στην Ελλάδα, κυρίως, πρέπει να κάνουν κι άλλες δουλειές. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι γίνεσαι λιγότερο συγγραφέας αν το πρωί κάνεις μια άλλη δουλειά. Κι εγώ όταν έγραφα το “Μπλε Υγρό”, είχα και αποτυπώνεται και στο βιβλίο. Σε βάθος χρόνου, ωστόσο, πρέπει –όσο γίνεται– να αφοσιώνεσαι στη συγγραφή, γιατί μόνο έτσι γίνεσαι καλύτερος. Είναι θέμα ωρών. Αν αφιερώνεις πολλές ώρες στο διάβασμα και στο γράψιμο για αρκετό καιρό βλέπεις διαφορά, αυτή είναι η σκληρή αλήθεια». 

«Εγγενώς, το να πετύχεις κάτι σε οποιαδήποτε τέχνη και να είναι κάπως αξιόλογο είναι δύσκολο, αλλά δεν χρειάζεται να είναι όλα τόσο μελοδραματικά, όσο είναι στην Ελλάδα. Υπάρχουν χώρες που δίνουν περισσότερες ευκαιρίες και χώρο σε έναν άνθρωπο που θέλει να προσπαθήσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα έργα θα είναι καλά, όμως η εμπειρία δείχνει ότι η άνθιση του πολιτισμού συνδέεται και με το να “πέφτουν” χρήματα, είτε από ιδιώτες είτε από το κράτος. Αν κάποιος ενδιαφερόταν πραγματικά να καταστρώσει μια πολιτική στήριξης των καλλιτεχνών, υπάρχουν ένα σκασμό δείγματα πολιτικής που θα μπορούσαν να δοκιμαστούν και να δώσουν μια ώθηση». 

Βίβιαν Στεργίου

Credits: Dimitris Tairis

«Φτάνουμε σε εκείνο το απελπιστικό σημείο που διαπιστώνουμε το πόσο εύκολα η τέχνη αξιολογείται σαν χόμπι που δεν προϋποθέτει προσωπικό κόστος και ώρες εργασίας. Δεν μου αρέσει καθόλου η λογική του χόμπι, είναι το άλλοθι του να είσαι μέτριος για καιρό, επειδή δεν πληρώνεσαι και δεν ζεις απ’ αυτό. Αυτός που γράφει πρέπει να το θέλει πολύ, γιατί σταδιακά τα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα καταλήγουν να γίνονται ή για τους πολύ ταλαντούχους ή για τους φιλόπονους και ταλαντούχους ή για την οικονομική ελίτ».

«Η τέχνη, η πολιτική, η ακαδημαϊκή καριέρα έχουν μια συγκεκριμένα μάζα ανθρώπων που μπορούν να τα υπηρετήσουν, που δεν είναι μάζα, αλλά λίγοι άνθρωποι. Δεν είναι κακό κάποιος άνθρωπος που έχει πολλά χρήματα να ασχολείται με την τέχνη, αυτό που λέω είναι ότι το περιεχόμενο και η πρόσληψή της, αυτά για τα οποία μιλάει επηρεάζονται από το ποιοι άνθρωποι την παράγουν. Ιδανικά, δεν θες να παράγουν τέχνη ή να γράφουν γι’ αυτήν μόνο χομπίστες ή πολύ σοβαροί άνθρωποι που είναι μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, όχι γιατί δεν θα παράξουν καλή λογοτεχνία, αλλά γιατί κάτι θα λείπει. Καλό είναι να υπάρχει μεγαλύτερος εκδημοκρατισμός στο κομμάτι της παραγωγής».

Τη ρωτάω αν διαπιστώνει μια διεύρυνση του ενδιαφέροντος του κοινού προς αναγνώσματα που αφορούν, μια θεματολογία που δεν είχε αναδειχθεί τα προηγούμενα χρόνια και που αφορά τη λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες, θηλυκότητες και queer υποκείμενα, με έναν τρόπο που τις αφορά και τα αφορά μακριά από στερεοτυπικά καλούπια. 

«Βλέπω πολλά βιβλία από γυναίκες, θηλυκότητες και άτομα που αυτοπροσδιορίζονται αλλιώς να βρίσκουν τον δρόμο τους, χωρίς να θεωρούνται πια underground. Νιώθω ότι υπάρχει μια “απελευθέρωση” την οποία δεν μας τη χάρισαν, αλλά την έχουμε κερδίσει και χτίσει, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για τη γυναικεία εμπειρία. Έχουν πλέον ανοίξει συζητήσεις. Άργησαν πολύ, όμως υπάρχει μια σαφής πρόοδος. Τις προάλλες, είχα βρει στα σκουπίδια –όπου και όφειλε να είναι– ένα περιοδικό που μιλούσε για τους λογοτέχνες της δεκαετίας του ‘90, κι αν θυμάμαι καλά, από γυναίκες είχε μόνο την Αμάντα Μιχαλοπούλου. Όλο το υπόλοιπο εξώφυλλο ήταν μόνο άντρες».

«Αυτό, δεν θα το δεις σήμερα αν ανοίξεις ένα οποιοδήποτε έντυπο που μιλάει για το βιβλίο. Κάποιοι άντρες συγγραφείς που αντιδρούν και τους φαίνεται περίεργο να διαβάζει κάποιος queer ιστορίες, συμβαίνει γιατί η προσοχή δεν είναι πλέον πάνω τους. Δυσκολεύονται να δεχτούν ότι ο κόσμος είναι πολυπρισματικός και πως δεν κινείται γύρω από το σύμπαν του λευκού straight άντρα, ο οποίος πρέπει με τη σειρά του να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του στον κόσμο και να βρει τα πατήματά του». 

Συμφωνούμε ότι όλους τους «μη κολλημένους» ανθρώπους, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας και φύλου τους απασχολεί η πατριαρχία 

«Νομίζω ότι ένας αναγνώστης θα ψάξει στα βιβλία να βρει τις λύσεις και τις διεξόδους σε όσα τον προβληματίζουν. Αυτό, όμως, που είναι αρκετά ενδιαφέρον είναι ότι ενώ έχει γίνει πρόοδος και οι γυναίκες έχουμε περισσότερο δημόσιο λόγο, αν ανοίξεις ας πούμε τις εφημερίδες, οι περισσότεροι άνθρωποι που θα δεις να γράφουν άποψη είναι ακόμη άντρες σε συντριπτικό ποσοστό. Δεν με νοιάζει αν είναι gay ή straight, είναι άντρες. Έχουμε δημόσιο λόγο, βγαίνουν τα βιβλία μας, διαβάζονται αλλά στο πεδίο της πολιτικής υπάρχει πολύ μεγάλη ανδροκρατία και ταυτόχρονα έξαρση βίας. Από τη μια, δηλαδή, έχουμε γυναίκες με περισσότερο λόγο, από την άλλη όμως αυτό δεν μεταφράζεται σε ασφάλεια». 

«Όταν διεκδικείς κάτι και άλλος νιώθει ότι απειλείται, θα αρπαχτεί από το προνόμιό του. Αν έχει γαλουχηθεί στη βία, στην υπεροχή και στην ιεράρχηση, προφανώς και θα υπάρξει ενστικτώδης αντίδραση. Γι’ αυτό και είμαι κάπως κατά των political correct στη λογοτεχνία και στις απόψεις. Πιστεύω ότι όλη η αισχρότητα και οι ρυπαρές ιδέες που μπορεί να έχει κάποιος για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες, πρέπει να βρίσκει διέξοδο στα λόγια και ιδανικά εντός ενός πλαισίου και όχι στα social media που είναι η απόλυτη βρωμιά και το πεδίο πλέον την εναλλακτικής δεξιάς. Σε ένα ελεγχόμενο πλαίσιο λόγου (βιβλίο-άρθρο γνώμης) μπορούν να εκφράζονται όλες οι απόψεις, γιατί αν δεν εκφραστούν με λόγια, η αντίδραση που θα προκύψει θα βρει τον δρόμο της σε πολύ πιο σιχαμερά κανάλια, προσπαθώντας να εδραιώσει μια παλινδρόμηση για το πώς ήταν ο κόσμος παλιά και στη φαντασία τους». 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
3
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα