Κάτι νέο κυκλοφορεί ανάμεσά μας.
Ένα περιοδικό για το βιβλίο, η Βλάβη, κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό το τρίτο της τεύχος, αφιερωμένο στον Μπολάνιο, κι εμείς μιλάμε με μια από τις ψυχές πίσω από τις σελίδες του για τη δημιουργία ενός εντύπου από το μηδέν, την εγχώρια και την ξένη λογοτεχνία.
H Εύα Πλιάκου, εκτός από μέλος της συντακτικής ομάδας της Βλάβης, γράφει και ασχολείται ποικιλοτρόπως με το περιοδικό, ενώ παράλληλα, είναι επιμελήτρια στις εκδόσεις Αντίποδες. Επίσης, στο παρελθόν έγραφε στο Skra Punk και στο KABOOM. Τέλος, εξακολουθεί να παραμένει πεισματικά χαλκέντερη αναγνώστρια και μεγάλη φαν των Sopranos.
Γεια σου Εύα! Σε καλωσορίζουμε στο Estella!
Για αρχή, θα ήθελες λίγο να μας πεις πώς ξεκίνησε η Βλάβη;
Η Βλάβη ξεκίνησε το καλοκαίρι του ‘22. Διάβαζα κάποια άρθρα, προσχέδια, τα οποία μου είχε στείλει ένας άνθρωπος που αργότερα θα γινόταν και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού. Τα εν λόγω άρθρα προορίζονταν για εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, οπότε ήταν εντυπωσιακά καλογραμένα και αφορούσαν τη λογοτεχνία, δηλαδή κριτική βιβλίου που συνέδεε το βιβλίο με την επιστήμη. Κάπου, λοιπόν, με έπιασε μια απελπισία. Σκέφτηκα ότι δεν γίνεται τα μόνα καλά άρθρα για βιβλία, που να ταιριάζουν σε μια ευθύτερη αισθητική την οποία συναντώ σε φιλικούς κύκλους, να μην βρίσκονται συγκεντρωμένα κάπου.
Δεν μπορείς να πάρεις ένα έντυπο με καλά κείμενα, χωρίς αυτά είτε να προσεγγίζονται σκληρά ακαδημαϊκά, είτε να αποτελούν φιλολογικές ερμηνείες των βιβλίων ή να είναι απλώς μια αντιγραφή του δελτίου τύπου, χωρίς καμία προσωπική εμπλοκή του/της συντάκτη/τριας. Άρχισα να αναρωτιέμαι πού θα διαβάζω περισσότερα τέτοια κείμενα, πού θα βρω κάποιον να μου μιλάει με ενθουσιασμό γι’ αυτό που διάβασε και να το πάει κάπου παραπέρα. Κατέληξε ότι αν δεν υπάρχει αυτός ο χώρος, πρέπει να τον δημιουργήσεις. Έτσι, μοιράστηκα την ιδέα με τον Κώστα Σπαθαράκη, τον εκδότη των Αντιπόδων, και ενθουσιάστηκε. Δεν είχαμε αποφασίσει ακόμα ότι το περιοδικό θα βγει από τους Αντίποδες.
Ξεκινήσαμε στα τυφλά. Συγκεντρώθηκε η συντακτική ομάδα και δημιουργήσαμε ένα project εντελώς μόνοι μας από την αρχή, χωρίς να έχουμε σκεφτεί εξ αρχής το μέγεθος και το σχήμα του. Αποφασίσαμε ότι η Βλάβη θα βγαίνει από τους Αντίποδες και για λόγους ευκολίας της διανομής και της αρχικής χρηματοδότησης. Βρήκαμε μέσω των εκδόσεων το γραφιστικό γραφείο thinking, που είναι μια ομάδα με όραμα και τρομερές ιδέες. Έχουμε εκπληκτική συνεργασία και, θεωρώ, ότι αυτό αποτυπώνεται στο αποτέλεσμα. Όταν βγήκε το πρώτο τεύχος, το οποίο ήταν αρκετά πιο πειραματικό, δεν το πιστεύαμε. Ένα περιοδικό χωρίς διαφημίσεις και χωρίς πληρωμένα κείμενα, που όμως ο κόσμος το αγκάλιασε από την αρχή.
Ποιά είναι ακριβώς η δουλειά σου στο περιοδικό;
Θεωρητικά έχω όλη την επικοινωνία με τους συντάκτες, την τελική επιμέλεια, την τυπογραφική διόρθωση και μαζί με όλη την ομάδα αποφασίζουμε κάθε τετράμηνο τι θα περιλαμβάνει το κάθε τεύχος. Στην ουσία, έβαλα την αρχική ιδέα και από εκεί και πέρα έστησα μια ομάδα με την οποία συναποφασίζουμε για όλα. Δεν υπάρχει αρχισυνταξία, υπάρχει μια μεγαλύτερη δική μου ανάμειξη λόγω και της θέσης μου στον εκδοτικό οίκο.
Από εκεί κι έπειτα, γράφω βιβλιοκριτικές. Τελικά, το να γράφεις ένα κείμενο ίσως να είναι και το πιο εύκολο κομμάτι του τεύχους. Έχει και αυτό τις δυσκολίες του, βέβαια, διότι όταν προετοιμάζεις κάτι ίσως χρειαστεί να μελετήσεις πολύ περισσότερο από αυτό που μπορεί να θεωρούσες ότι χρειάζεται ή ακόμα και να το αλλάξεις λόγω επικαιρότητας. Ωστόσο, το βασικό για μένα είναι τα περιφερειακά. Είναι μια δουλειά που έχει, σε όλες τις εκφάνσεις της, πάρα πολύ ενδιαφέρον και πάρα πολύ τρέξιμο.
Υπάρχει μια τάση επιστροφής στο έντυπο, σε μια χώρα που δεν διαβάζει, ίσως μόνο συλλέγει, γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε στο χαρτί αντί να ενδώσετε στην ψηφιακότητα που ακολουθούν οι περισσότεροι;
Εν μέρει, είμαστε όλοι άνθρωποι του εντύπου. Αν εξαιρέσεις ένα μέλος της συντακτικής επιτροπής που εργάζεται ως δικηγόρος, όλοι είμαστε άνθρωποι του χαρτιού. Είναι ο χώρος που κινούμαστε. Καλογραμμένα κείμενα μπορούμε να διαβάσουμε και στο διαδίκτυο είτε σε ελληνικές, είτε σε ξένες ιστοσελίδες. Τα πράγματα στο διαδίκτυο τρέχουν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, τα χάνεις, κατεβαίνουν, εξαφανίζονται. Για μένα, είχε σημασία να υπάρχουν κάπου συγκεντρωμένα τα κείμενά μας, να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει εύκολα, να υπάρχουν σαν οντότητα στη ζωή του αναγνώστη.
Για να απαντήσω και στην άλλη σου ερώτηση, δε νομίζω ότι οι Έλληνες δεν αγαπούν το διάβασμα. Υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων, αρκετά μεγάλη, που διαβάζει. Προφανώς και αγοράζουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα διαβάζουμε, υπάρχει η λογική του συλλέκτη, ταυτόχρονα όμως υπάρχει και ένα κοινό που ενδιαφέρεται ενεργά. Θα σε παραπέμψω στην έρευνα του ΟΣΔΕΛ, η οποία δείχνει πόσο έχει αυξηθεί η βιβλιοπαραγωγή τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αν δεν κάνω λάθος, το 2022 τυπώθηκαν περίπου 12.000 τίτλοι σε μια χώρα των 11 εκατομμυρίων ανθρώπων. Είναι εντυπωσιακό. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν, επίσης, ότι το έντυπο δεν επηρεάστηκε αρνητικά από την τεχνολογία, γεγονός πολύ ελπιδοφόρο.
Πώς προέκυψε το ασπρόμαυρο φορμάτ;
Εμάς μας αρέσουν πάρα πολύ τα φανζίν και η χρήση του ασπρόμαυρου παραπέμπει σε αυτό. Το ξεκινήσαμε χωρίς να ξέρουμε ότι θα έχουμε από πίσω μια ολοκληρωμένη τεχνικά ομάδα, εκδότη, καλούς γραφίστες. Σκεφτόμασταν ότι κάναμε κάτι DIY στη λογική του φανζίν, αλλά με περισσότερο κείμενο, οπότε είχαμε μια αίσθηση ότι θα πάμε προς το ασπρόμαυρο. Η Βλάβη είναι μοντέρνο περιοδικό τυπογραφικά, έχει έναν πολύ ιδιαίτερο εσωτερικό σχεδιασμό, ενώ το ασπρόμαυρο φορμάτ είναι χαρακτηριστικό της παραδοσιακής τυπογραφίας. Μας άρεσε αυτή η αντίθεση.
Στη Βλάβη, εκτός αυτού, έχουμε δική μας γραμματοσειρά. Την αγοράσαμε από το εξωτερικό, από έναν άνθρωπο που την έχει πάρει από ρωσικά έγγραφα του 1920 και σχημάτισε το ελληνικό και λατινικό αλφάβητό της. Μέχρι στιγμής, είμαστε οι μόνοι που τη χρησιμοποιούν στην Ελλάδα.
Οι λογοτεχνικές κριτικές της Βλάβης, εκτός από πολυθεματικές, έχουν κυρίως προσωποκεντρικό χαρακτήρα. Πώς επιλέχθηκε αυτή η προσέγγιση;
Αυτό συνέβη στο δεύτερο και ίσως στο τρίτο τεύχος του περιοδικού, επειδή συνυπήρχαν αφιερώματα για Έλληνες και Ελληνίδες συγγραφείς που δεν εντάσσονται στον παραδοσιακό εγχώριο λογοτεχνικό κανόνα, καθώς επίσης και του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Χρησιμοποιήσαμε, κατ’ εξαίρεση, μια πιο προσωποκεντρική προσέγγιση. Θα δεις και στο τέταρτο τεύχος που ετοιμάζουμε ότι η λογική είναι ακριβώς αντίστροφη. Παίρνουμε το κάθε βιβλίο ως αφορμή για να μιλήσουμε για κάτι που μας ενδιαφέρει. Το θέμα που επόμενου τεύχους είναι η τεχνητή νοημοσύνη και η λογοτεχνία, επομένως οι θεματικές του θα είναι πιο γενικές. Για το πέμπτο, θα είναι τα λογοτεχνικά ζευγάρια και ο έρωτας στη λογοτεχνία. Μάλλον!
Στη Γαλλία, όπως και σε άλλες χώρες, επιστρέφει το θέμα γύρω από τον διαχωρισμό του ανθρώπου από τον καλλιτέχνη. Ποιά είναι η δική σου γνώμη;
Υπάρχουν τρία επίπεδα διαχωρισμού. Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν διαχωρίσει την προσωπική τους ζωή εντελώς από την τέχνη, ο Τόμας Πίντσον είναι ένας από αυτούς. Δεν έχει δώσει ποτέ συνέντευξη, δεν έχουμε δει το πρόσωπό του. Εμφανίζεται μόνο μέσω του συγγραφικού του έργου. Θα μπορούσε να πνίγει κουνέλια στην αυλή του, αλλά εσύ δεν θα το μάθεις ποτέ. Υπάρχουν, αντίθετα, οι καλλιτέχνες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την τέχνη τους, όπως είναι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς ή οι άνθρωποι που γράφουν αυτοβιογραφικά, όπως η Αννί Ερνώ. Εκεί, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον καλλιτέχνη από το έργο του.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Η γκρίζα ζώνη, οι ενδιάμεσοι, είναι άλλη ιστορία. Λόγω τεχνολογίας, οι συγγραφείς έχουν έντονο βήμα στο δημόσιο λόγο. Είναι δύσκολο να πεις ότι δεν γνώριζες. Ο Ουελμπέκ είναι το κατεξοχήν παράδειγμα για αυτή τη συζήτηση. Στην αρχή της καριέρας του μπορούσες να τον δικαιολογήσεις και να συνεχίσεις να τον διαβάζεις. Πλέον, είναι πολύ δύσκολο και ψυχικά να συνεχίζεις να το κάνεις. Δεν αλλάζει, βέβαια, η άποψή μου ότι είναι συγκλονιστικός συγγραφέας. Στον αντίποδα, υπάρχουν καταπληκτικοί άνθρωποι που έχουν παράξει σκουπίδια. Να σου πω την αλήθεια, δεν έχω απάντηση. Συνεχίζω και διαβάζω με σφιγμένα δόντια ανθρώπους που δεν θα έλεγα ούτε καλημέρα αν τους ήξερα προσωπικά. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον άνθρωπο και στον καλλιτέχνη πάντως.
Είσαι διορθώτρια στους αγαπημένους Αντίποδες, πως βλέπεις την εγχώρια σύγχρονη συγγραφική παραγωγή;
Φέτος, κλείνουμε δέκα χρόνια Αντίποδες και 100 τίτλους. Στον κατάλογό μας, έχουμε τόσο εγχώρια όσο και μεταφρασμένη λογοτεχνία. Υπάρχει μια γκρίνια ότι στην Ελλάδα υπάρχει πολλή μεταφρασμένη πεζογραφία και δεν δίνουμε τόση βάση στην ελληνική. Σε παραπέμπω πάλι στην έρευνα του ΟΣΔΕΛ, που δείχνει πόση περισσότερη ελληνική λογοτεχνία κυκλοφορεί σε σχέση με την μεταφρασμένη. Παράγουμε πάρα πολλή λογοτεχνία, ίσως και περισσότερη απ’ όση μπορούμε να διαβάσουμε. Υπάρχουν αξιόλογα βιβλία που δεν λαμβάνουν την προσοχή που τους αναλογεί είτε γιατί θα χαθούν στην εκδοτική παραγωγή, είτε γιατί θα βγουν από μικρότερους εκδοτικούς. Υπάρχει και μια μικρή προκατάληψη σε σχέση με την αυτοέκδοση.
Λόγω του περιοδικού διάβασα πολλά αξιόλογα βιβλία φέτος. Μου άρεσε το Δέρμα της Βίβιαν Στεργίου, το Δυναμώστε τη μουσική, Παρακαλώ του Μιχάλη Μαλανδράκη, η Τελευταία Αρκούδα του Δάσους του Άκη Παπαντώνη. Θα μπορούσαν να είχαν πάει πολύ καλύτερα σε πωλήσεις. Δε νιώθω ότι ακούγονται τόσο πολύ, ενώ είναι πραγματικά αξιόλογα βιβλία. Το κοινό προτιμάει και να επιστρέφει σε συγγραφείς που ήδη ξέρει και αγαπά, όπως η Ζυράννα Ζατέλη, η Μάρω Δούκα και η Ιωάννα Καρυστιάνη. Το ξέρουμε ότι τα βιβλία τους θα είναι καλά και γι’ αυτό τα διαβάζουμε, αλλά πρέπει να δούμε και πιο καινούργια ονόματα. Έχουμε ανάγκη από νέο αίμα στο χώρο.
Διαβάζω αρκετά χειρόγραφα που έρχονται στους Αντίποδες. Γράφονται πολλά και αξιόλογα βιβλία αλλά λόγω περιορισμένου εκδοτικού προγράματος, θα κυκλοφορήσουν από μας ένας ή δύο τίτλοι ελληνικής πεζογραφίας. Ένας από τους πρώτους μας τίτλους ήταν το Γκιάκ, αγαπήθηκε αμέσως από το αναγνωστικό κοινό. Φέτος βγάλαμε τη Σωτηρία της Χαράς Ρόμβη. Είναι ένα υπέροχο βιβλίο. Έφτασε στο e-mail των εκδόσεων με ένα λιτό βιογραφικό και όταν το ξεκίνησα, ήξερα ότι θα διαβάσω κάτι διαφορετικό.
Τι νέο να περιμένουμε από τους Αντίποδες αυτή τη χρονιά;
Τους επόμενους μήνες θα βγει το νέο βιβλίο της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, το οποίο είναι μια συλλογή διηγημάτων. Για μένα είναι ακόμα πιο δυνατό από το Σπίτι των Ονείρων. Μαζί θα κυκλοφορήσει μια διεθνική ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού από τον Κωστή Καρπόζηλο, ένα μεγάλο πρότζεκτ που θα μετουσιωθεί σε ένα μεγάλο βιβλίο, το οποίο θα αποτελέσει σημείο αναφοράς. Δεν έχει κυκλοφορήσει κάτι αντίστοιχο στα ελληνικά δεδομένα. Έχουμε πολλά σχέδια για τη φετινή χρονιά και ελπίζουμε να τα καταφέρουμε.
Όπως και στην Βλάβη, θα ήθελα να κλείσουμε με τα αγαπημένα σου αποφθέγματα
Θα διαλέξω μία φράση από τον πρώτο τόμο του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Προυστ που λέει: «Δεν πια αγαπάς κανέναν, όταν αρχίσεις να αγαπάς» και, για προσωπικούς λόγους, έναν στίχο του Wang με τον Εθισμό: «Όλοι ψάχνουν μια ευκαιρία και έναν σκύλο που να ζει για πάντα».