Μισθοί Ελλάδας χειρότεροι από Βουλγαρία

Η μισθολογική δυνατότητα των Ελλήνων εργαζομένων φαίνεται να έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα του Βλάση Μισσού για το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), είναι πλέον χαμηλότερη από εκείνη των Βουλγάρων εργαζομένων. Η έρευνα, η οποία φέρει τίτλο “Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα”, υποδεικνύει επίσης πως η αύξηση των ωρών εργασίας στην Ελλάδα δεν συνοδεύεται από ανάλογη άνοδο των αποδοχών.

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, δηλαδή το διάστημα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης έως και σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ των 27 όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης. Η μόνη χώρα που έχει χειρότερη επίδοση είναι η Βουλγαρία. Ωστόσο, οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται στην τελευταία θέση όταν ληφθούν υπόψη οι μισθοί που καταβλήθηκαν με αναγωγή στην αγοραστική δύναμη, με βάση μέτρησης το ωρομίσθιο.

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η αύξηση των ωρών εργασίας στην Ελλάδα παίζει καθοριστικό ρόλο στη μείωση του ωρομισθίου. Από το 2020 έως το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας στην ΕΕ27 ήταν 3,4%, ενώ στην Ελλάδα έφτασε το 9,25%, δηλαδή τριπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το 2023, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση προωθεί την εξαήμερη εργασία.

Με πιο συγκεκριμένους όρους, η παραπάνω έρευνα της Eurostat αναφέρει ότι ο πραγματικός μέσος όρος ωρών εργασίας την εβδομάδα για άτομα ηλικίας 20-64 στην Ευρώπη είναι 36,1 ώρες. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο νούμερο 39,8 ώρες, ενώ ορισμένες χώρες των Βαλκανίων να καταγράφουν πάνω από 40 ώρες, κυρίως σε χειρωνακτικά επαγγέλματα.

Επιπλέον, κατά την περίοδο από το 2009 έως το 2023, η Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση στα πραγματικά ωρομίσθια (-23,7%), με την Ουγγαρία να ακολουθεί (-15%). Η πτώση αυτή οφείλεται στην αλληλεπίδραση της αύξησης των ωρών εργασίας και της μείωσης των αποδοχών.

Παρά την αύξηση της απασχόλησης μετά την κρίση, πολλοί εργαζόμενοι παρέμειναν εγκλωβισμένοι σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις ή σε χρόνια στασιμότητα των αποδοχών τους. Το ΚΕΠΕ τονίζει ότι οι λόγοι αύξησης του ποσοστού των “εργαζόμενων φτωχών” δεν περιορίζονται μόνο στους μισθούς. Παράγοντες όπως τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών, η λειτουργία των θεσμών και οι έμφυλες διακρίσεις επηρεάζουν το εισόδημα.

Η ελληνική οικονομία καταλαμβάνει πλέον την τελευταία θέση σε ό,τι αφορά τον μέσο μισθό ανά ώρα εργασίας, προσαρμοσμένο στην κοινή αγοραστική δύναμη, κάτι που σημαίνει ότι πολλοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα βρίσκονται κάτω από τον δείκτη φτώχειας του 2009.

Σύμφωνα με την Eurostat, οι εργαζόμενοι φτωχοί (in-work poverty) είναι το ποσοστό του πληθυσμού που εργάζεται αλλά το εισόδημά του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας. Αυτό το φαινόμενο μας υποδεικνύει ότι η εργασία δεν επαρκεί για την έξοδο από τη φτώχεια. Για παράδειγμα, μια εργαζόμενη μερικής απασχόλησης που ζει σε νοικοκυριό υψηλού εισοδήματος μπορεί να αποφύγει τη φτώχεια, ενώ η ίδια εργαζόμενη σε νοικοκυριό χαμηλού εισοδήματος όχι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2015, περίπου το 40% των εργαζομένων ζούσε με εισόδημα κάτω από το όριο φτώχειας του 2009, και μέχρι το 2022, η μακρά ύφεση στην ελληνική οικονομία δεν είχε επιτρέψει την αποκατάσταση των εισοδημάτων στα προ κρίσης επίπεδα.

Το ΚΕΠΕ υπογραμμίζει ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου των εργαζόμενων φτωχών πρέπει να είναι κεντρικός στόχος της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας. Πρέπει να δοθεί έμφαση στη δημιουργία καλά αμειβομένων και ποιοτικών θέσεων εργασίας.

Αν και υπήρξε κάποια ανάκαμψη μετά την πανδημία, αυτή φαίνεται πως δεν έχει αποφέρει ουσιαστική βελτίωση στις αποδοχές του μέσου Έλληνα. Παράλληλα, οι ώρες εργασίας αυξάνονται συνεχώς χωρίς να συνοδεύονται από αντίστοιχη αύξηση των αμοιβών. Αυτές οι συνθήκες κάνουν την προοπτική του “brain gain”, που φέρεται να είναι ένας στόχος της ελληνικής κυβέρνησης, να μοιάζει όλο και πιο ανέφικτη.

Το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι οι θετικές αξιολογήσεις των επενδυτικών προοπτικών της χώρας από διεθνείς οίκους, όπως η πρόσφατη έκθεση των Financial Times, έχουν ελάχιστη επίδραση στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων. Από το 2007-2008, η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ από το 2009 και μετά, σημειώνει πτωτική πορεία. Το 2020, το επίπεδο αγοραστικής δύναμης του ωρομισθίου στην Ελλάδα πλησίασε αυτό της Βουλγαρίας, και από τότε η διαφορά μεταξύ τους έχει διευρυνθεί περαιτέρω.

Τα παραπάνω στοιχεία κάνουν το μέλλον να μοιάζει ζοφερό για τον μέσο Έλληνα. Αν δεν υπάρξει άμεση βελτίωση στους μισθούς και δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, η έξοδος από τη φτώχεια θα παραμείνει ανέφικτη. Η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, ώστε να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο μέλλον για την ελληνική πραγματικότητα.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα