katsigiannis

Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς «τράκαρα» με τον σκηνοθέτη και φωτογράφο Άρη Κατσιγιάννη, στο Instagram. Αν ήταν Χειμώνας ή Καλοκαίρι, αν φορούσαμε κασκόλ ή μαγιό, αν πηγαίναμε με το μετρό στη δουλειά ή με το καράβι στις Κυκλάδες, σίγουρα όμως είχε ήλιο, ακόμη κι αν είχε συννεφιά. Όταν ζήτησα απ’ τον Άρη να μιλήσουμε, ήταν μεταξύ Βαρκελώνης και Τουρκμενιστάν. Έχασε για κάμποσες ημέρες το σήμα στο κινητό του, όμως τελικά καταφέραμε να μιλήσουμε, όχι μόνο για τις ιστορίες που καταγράφει, αλλά και για τη δική του.

Του ζητάω να μου μιλήσει για τις εικόνες που κουβαλά μέχρι και σήμερα μέσα του και αποτελούν πυξίδα στη διαδρομή του.

«Γεννήθηκα στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα, στο Αιγάλεω. Εκεί μεγάλωσα και εκεί διαμορφώθηκαν οι πρώτες μου μνήμες, οι πρώτες εμπειρίες που ακόμα κουβαλάω μαζί μου. 

Το στόλισμα του δέντρου, τα δώρα του Άι Βασίλη, τα γενέθλιά μας και ο στολισμός κάθε φορά από τα χέρια των γονιών μας. Οι διακοπές μας κάθε χρόνο μαζί, ακόμα και τώρα, οι στιγμές που ήμασταν όλοι μαζί. Το ταπεράκι της γιαγιάς που άφηνε στα κάγκελα του σχολείου για το ολοήμερο. Οι βόλτες με τον παππού που με πήγαινε να κάνω skateboard. Αυτές είναι οι εικόνες που δεν ξεθώριασαν και δεν θα ξεθωριάσουν ποτέ.

Και μετά, όταν μεγάλωσα και άρχισα να ψάχνω τι να κάνω με τη ζωή μου, οι εικόνες που με καθόρισαν είναι πολλές. Αλλά πάντα επιστρέφω σε μία συγκεκριμένη: ο Αριστείδης μέσα στο μικρό δωμάτιο στην ταράτσα που μας είχε φτιάξει ο πατέρας μας. Εκεί έκανα τα πρώτα ολονύχτια edit, εκεί συζητούσαμε με τον αδερφό μου για το τι θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας, τις ανησυχίες μας. Ήμασταν μπερδεμένοι με το σύστημα που έχει φτιαχτεί γύρω μας, αναρωτιόμασταν πώς μπορούμε να βρούμε τη θέση μας σ’ αυτό χωρίς να χάσουμε τον εαυτό μας, χωρίς να σβήσουμε το μικρό παιδί που όλοι έχουμε μέσα μας».

«Η αλήθεια είναι ότι στις Πανελλήνιες πέρασα Αυτοματισμό στη Χαλκίδα. Άντεξα μισό χρόνο και τα παράτησα. Ήθελα να ασχοληθώ με τη φωτογραφία, οι γονείς μου όμως, σαν Έλληνες υπερπροστατευτικοί γονείς, ανησυχούσαν. Άκουσα πολλές φορές το “μην ασχοληθείς με τη φωτογραφία, θα πεινάσεις”. Είχα κάποια χρήματα που μας είχε δώσει ο παππούς μου, και τα έδωσα για να σπουδάσω σε ένα ΙΕΚ. Σταμάτησα λίγο πριν πάρω το πτυχίο, γιατί ένιωθα ότι μας μάθαιναν απλά τα βασικά.

Άρχισα να δουλεύω στη φωτογραφία, σε διάφορες δουλειές στην αρχή, χωρίς χρήματα. Κάποια στιγμή, ένας πελάτης μου ζήτησε να του κάνω ένα βίντεο. Ντράπηκα να του πω ότι δεν ξέρω, πήγα, το τράβηξα και γύρισα σπίτι. Στέλνω σε έναν φίλο μου και του λέω “πήγα, τράβηξα πλάνα για ένα βίντεο, αλλά δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω μοντάζ”. Μου το έφτιαξε εκείνος, το έστειλα στον πελάτη, και τελικά άρεσε τόσο που με πήραν κι άλλοι μετά.

Έτσι, σιγά-σιγά, βίντεο με βίντεο, φτάσαμε στο σήμερα. Μέσα από ένα βίντεο μπορείς να πεις μια ιστορία, να προκαλέσεις συναισθήματα. Είναι κάτι ζωντανό. Είναι το μοντάζ, οι αλλαγές, ο διάλογος, ο ήχος και πολλά άλλα. Κατέληξα ότι αυτό θέλω να κάνω: να λέω ιστορίες, απλές, καθημερινές, να παρατηρώ και να καταγράφω. Θέλω όλα τα φιλμ που κάνω να έχουν κάτι να πουν, να μεταφέρουν ένα συναίσθημα, να βοηθήσουν έστω και ένα άτομο».

«Μου αρέσει πολύ να σταματάω και να παρατηρώ γύρω μου, να καταγράφω στιγμές. Άλλες φορές το κάνω με μια κάμερα, άλλες με το μικρόφωνο, κάποιες φορές σε ένα τετράδιο ή στις σημειώσεις στο κινητό. Μου αρέσει να καταγράφω γιατί το τώρα μπορεί να μην φαίνεται σημαντικό, αλλά όταν το δεις ή το διαβάσεις μετά από χρόνια, σίγουρα θα νιώσεις κάτι. Θα πεις, “Πω πω, θυμάσαι τότε;”. Είναι ωραίο να γυρνάς στο παρελθόν, να βλέπεις από πού ξεκίνησες, γιατί με την ταχύτητα της κοινωνίας σήμερα απλά προχωράμε μπροστά, χωρίς να κάνουμε λίγο χώρο για να δούμε πώς φτάσαμε εδώ. Να πούμε στον εαυτό μας ένα “μπράβο” για όσα έχουμε καταφέρει, αντί να τον μαστιγώνουμε συνέχεια λέγοντας “κι άλλο, κι άλλο”, χωρίς να γιορτάζουμε αυτά που έχουμε καταφέρει.

Όταν μπαίνουμε στα σπίτια των παππούδων, για όση ώρα καθόμαστε, κάπως χάνω τον έξω κόσμο. Είναι σαν διαλογισμός για μένα, σαν ταξίδι στο παρελθόν, και ό,τι με απασχολεί από έξω μένει μακριά».

«Νιώθω ότι τα νησιά έχουν δύο διαφορετικά πρόσωπα. Τον χειμώνα είναι πιο ήσυχα, πιο ανθρώπινα. Βλέπεις τον τόπο όπως πραγματικά είναι. Οι άνθρωποι έχουν χρόνο να σταματήσουν, να σου πουν μια καλημέρα, να πιάσουν κουβέντα. Όλα γίνονται πιο αργά, πιο ουσιαστικά.

Το καλοκαίρι αλλάζει τελείως η αίσθηση. Ο κόσμος τρέχει, όλα είναι πιο γρήγορα, πιο φασαριόζικα. Το νησί γεμίζει, αλλά ταυτόχρονα χάνεται κάτι απ’ τη δική του ταυτότητα. Κάποιοι χώροι δεν είναι πια για τους ντόπιους, γίνονται “για τους τουρίστες”. Ο τουρισμός φέρνει ζωή, αλλά πολλές φορές η ισορροπία χάνεται. Πράγματα που ήταν κάποτε απλά και για όλους, γίνονται εμπόρευμα.  Και τότε ο τόπος δεν έχει πια την ίδια αίσθηση.

Εγώ, προτιμώ να πηγαίνω σε περιόδους πιο ήρεμες. Εκεί βλέπεις τις λεπτομέρειες. Τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν, χωρίς να προσπαθούν να δείξουν κάτι. Εκεί καταλαβαίνεις καλύτερα τον τόπο. Και αυτό μου αρέσει πιο πολύ».

«Είναι μια ερώτηση που την έχουμε κάνει σχεδόν σε όλους: “Πέρασαν γρήγορα τα χρόνια;”. Και οι απαντήσεις που παίρνουμε είναι πάντα οι ίδιες: “Σαν χθες”, “Δεν κατάλαβα πότε πέρασαν”, “Σαν όπλου σφαίρα πέρασαν”.

Και τότε, τι να σκεφτείς; Η ζωή περνάει πιο γρήγορα απ’ ό,τι νομίζουμε. Δεν προλαβαίνουμε καν να τη συνειδητοποιήσουμε, κι όμως έρχεται μια στιγμή που κοιτάμε πίσω και όλα μοιάζουν σαν να πέρασαν σε μια στιγμή. Κι εκεί, δυστυχώς, δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω.

Γι’ αυτό ας ζήσουμε τη ζωή μας γεμάτα. Ας μην τη σπαταλήσουμε κάνοντας μόνο αυτά που περιμένουν οι άλλοι από εμάς. Ας τη ζήσουμε όπως πραγματικά θέλουμε, με τις επιλογές και τα όνειρά μας. Στο τέλος, αυτό που μένει δεν είναι οι γνώμες των άλλων, αλλά το πώς ζήσαμε τη δική μας διαδρομή. Τόσο απλά».

«Κάθε φορά που φεύγουμε από το σπίτι κάποιου, τους λέμε: “Ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο σας.” Και εκείνοι μας απαντούν: “Εσείς ευχαριστείτε; Εμείς σας ευχαριστούμε που μας κάνατε παρέα και πέρασε ευχάριστα η μέρα μας”. Κι εκεί, μέσα στα βλέμματά τους, βλέπεις μια χαρά. Μια αίσθηση λύτρωσης. Κάποιος τους άκουσε. Κι αυτό, καμιά φορά, είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα.

Έχω λάβει μηνύματα από εγγόνια των ανθρώπων που συναντήσαμε, που μου λένε πως ο παππούς ή η γιαγιά τους ακόμα μας συζητάει και θυμάται εκείνη τη μέρα.

Όταν ανεβάζουμε το βίντεό τους και το βλέπουν φίλοι τους, τους παίρνουν τηλέφωνο για να τους πουν όμορφα λόγια. Και τότε μας τηλεφωνούν και μας λένε: “Ευχαριστούμε που κάνατε τον κόσμο να με ακούσει, να ακούσει τα λόγια μου”. Μου λένε πως τους τηλεφώνησαν από την Αμερική, από τη Γαλλία. “Έγινα διάσημος στα 90 μου χρόνια, ποιος να μου το έλεγε;”.

Πάω στο σούπερ μάρκετ και μου λένε πως είδαν το βίντεό μου και μου έδωσαν συγχαρητήρια. Πέρα από αυτά τα χαμόγελα και αυτά τα λόγια, τι άλλο χρειάζεσαι για να συνεχίσεις;

Είναι μια γενιά που έχει τόσα πολλά να πει, και δεν ξέρω αν έχει βρεθεί κάποιος να καθίσει απέναντί τους και απλά για να τους ακούσει».

«Ήμασταν στη Μήλο τον Δεκέμβριο που μας πέρασε. Συναντάμε έναν κύριο, ήταν Σάββατο πρωί. Αφιερώσαμε χρόνο, κάναμε μια συζήτηση, βγάλαμε μερικά πλάνα και φωτογραφίες. Στην αρχή, μας φάνηκε απόμακρος και ότι δεν ήθελε να μας αφιερώσει χρόνο. Ωστόσο, μετά από τρεις ώρες μαζί του, μας κάλεσε το βράδυ στο σπίτι του, και μας είπε συγκεκριμένα: “8 η ώρα”. 8 παρά δέκα λέμε “θα πάμε;” Είχαμε να παραδώσουμε κάποια project και λέμε μήπως δεν πάμε, αλλά κάτι δεν μας πήγαινε αφού του το είχαμε πει.

Φτάνουμε στο σπίτι του και μας υποδέχεται με ένα χαμόγελο. Μας βάζει να πιούμε και μας κερνάει ξηρούς καρπούς από όλα τα είδη. Μιλάμε για άλλες δύο ώρες. Μας είπε πράγματα που φαινόταν πως τα κρατούσε μέσα του για καιρό και ήθελε να τα μοιραστεί. Θυμάμαι σαν χθες τη στιγμή που του είπαμε “πάμε να φύγουμε” και μας λέει “άλλο ένα τσιγάρο”. Αυτό γινόταν για μισή ώρα. Δεν ήθελε να φύγουμε. Μας λέει: “Ευχαριστώ τόσο πολύ, παιδιά, που ήρθατε. Βράδιασε και πέρασε η ώρα. Αν δεν είχατε έρθει, θα γύριζα σβούρες γύρω από το τραπέζι.”

Φύγαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κοιτιόμασταν χωρίς να μιλάμε για πέντε λεπτά. Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος.

Είναι άσχημο πράγμα η μοναξιά και δεν ξέρεις ποτέ πότε θα σου έρθει. Γι’ αυτό, όσο έχουμε δίπλα μας τους ανθρώπους μας, να μην τους θεωρούμε δεδομένους και να τους υπενθυμίζουμε πόσο τους αγαπάμε».

«Πολλές φορές η τρίτη ηλικία περνά στο περιθώριο, όχι επειδή το επιλέγει, αλλά επειδή η κοινωνία μάς έχει μάθει να δίνει αξία κυρίως στην παραγωγικότητα και στη νεότητα. Κι αυτό είναι άδικο. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν χτίσει το σήμερα που ζούμε.

Αυτό που συχνά ξεχνάμε είναι ότι όλοι θα φτάσουμε εκεί, αν είμαστε τυχεροί. Αν δεν αλλάξουμε κάτι από τώρα, θα βρεθούμε κι εμείς ασυναίσθητα στο ίδιο περιθώριο. Πρέπει να το διδάξουμε στα παιδιά μας, να το ενσωματώσουμε στον τρόπο που μεγαλώνουμε τις επόμενες γενιές».

«Αν ήταν κάτι εύκολο και απλό, καλώ όποιον το νομίζει να το κάνει. Τίποτα δεν χαρίζεται σε αυτή τη ζωή, κι αν κάποια στιγμή σου δοθεί κάτι χωρίς προσπάθεια, η αλήθεια δεν αργεί να φανεί, και τότε η ίδια η ζωή θα σε πετάξει έξω.

Είμαι από τους ανθρώπους που σπάνια θα πουν “μπράβο” στον εαυτό τους. Έχω δουλέψει πολύ μέσα μου γι’ αυτό, με ψυχοθεραπεία και βαθιές εσωτερικές αναζητήσεις. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά με κρατάει σε εγρήγορση. Δεν επαναπαύομαι. Όσο αναπνέω, θέλω να μαθαίνω, να εξελίσσομαι, να δημιουργώ, να πηγαίνω παρακάτω, να ζω!

Το να είσαι καλλιτέχνης και αφεντικό του εαυτού σου είναι μια συνεχής πάλη ανάμεσα στην αγάπη γι’ αυτό που κάνεις και στην αβεβαιότητα για το αν το κάνεις καλά. Ξέρεις πόσα βράδια έχω ξενυχτήσει, αναρωτώμενος αν το πάμε σωστά; Πόσες συζητήσεις με τον αδερφό μου, με τον κολλητό μου, μετράμε τις δυσκολίες, τις αποτυχίες, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζουμε.

Ζούμε σε μια χώρα που δυστυχώς ακόμα δεν παίρνει τον καλλιτέχνη στα σοβαρά. Η τέχνη αντιμετωπίζεται πολλές φορές σαν χόμπι, σαν πολυτέλεια.

Για να φτάσω εδώ που είμαι -που πιστέψτε με, δεν είναι και κάτι σπουδαίο-, έχω χάσει πολλές στιγμές με φίλους, στιγμές με τη σχέση μου, με την οικογένειά μου, με τον εαυτό μου. Και μετά έρχεται πάλι αυτή η ερώτηση: Αξίζει;

Αξίζει. Είναι μέρος της πορείας μου, είναι μέρος αυτού που είμαι σήμερα και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Γιατί μαζί με τις δυσκολίες, αυτή η δουλειά μου έχει δώσει και ανεκτίμητα δώρα. Έχω γνωρίσει ανθρώπους μοναδικούς, με καρδιές που δεν ξεχνάς. Έχω βρεθεί σε απίστευτα μέρη που δεν θα είχα ποτέ φανταστεί πως θα βρεθώ, αν δεν ήταν αυτή η δουλειά. Έχω ζήσει εμπειρίες που θα κουβαλάω για πάντα.

Και το πιο όμορφο; Ότι μέσα απ’ αυτή τη δουλειά έχω καταφέρει να συνδυάσω κάτι που αγαπάω πολύ: το ταξίδι. Το να βρίσκομαι συνεχώς σε νέα μέρη, να γνωρίζω ανθρώπους και κουλτούρες, να ανακαλύπτω ιστορίες και να τις μοιράζομαι, είναι για μένα απίστευτα σημαντικό. Δεν είναι πάντα εύκολο, συχνά έχει ταλαιπωρία, μοναξιά, ακόμα και κούραση αλλά μέσα σ’ όλα αυτά, υπάρχει μια βαθιά ικανοποίηση. Νιώθω ευγνωμοσύνη που μπορώ να ζω τόσες εμπειρίες και να γεμίζω εικόνες, συναισθήματα, μνήμες. Κι αυτά είναι που με κρατάνε.

Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τη δουλειά από τις διακοπές, την ξεκούραση από την ευθύνη, ειδικά όταν κάνεις αυτό που αγαπάς. Και όσο όμορφα κι αν φαίνονται όλα προς τα έξω, σου εγγυώμαι ότι έχω περάσει από πολύ σκοτεινές στιγμές. Έχω βρεθεί μπροστά σε τοίχους και μέσα μου έχω αναρωτηθεί: «Να τα παρατήσω όλα και να φύγω;»

Τα social media μάς έχουν μάθει να δείχνουμε μόνο τις φωτεινές πλευρές, τις επιτυχίες, τα χαμόγελα, τις ωραίες στιγμές. Όμως πίσω από κάθε “τι ωραία ζωή έχεις” και “τη ζωή σου να έκανα” που μου στέλνουν, μπορεί να κρύβεται ένας τσακωμός, μια αποτυχία, μια απόρριψη που δεν φαίνεται. Έχει τύχει να διαβάζω τέτοια μηνύματα τη στιγμή που έκλαιγα για κάτι που συνέβη ή ενώ έλεγα “τι κάνεις στη ζωή σου;”.

Σ’ αυτό το project υπάρχει πάντα ένα παρασκήνιο που δεν φαίνεται: να μένει το αμάξι στη μέση του πουθενά και να μην έχεις σήμα, να κρυώνεις γιατί το δωμάτιο δεν έχει θέρμανση και να ανοίγεις το φούρνο για να ζεσταθείς, να μην βρίσκεις φαγητό γιατί δεν υπάρχει κάτι ανοιχτό. Να ταξιδεύεις με τον «Σκοπελίτη» με 8 μποφόρ και να μην βλέπεις από τη ζαλάδα.

Τέλος, στο συγκεκριμένο project μιλάμε με αυτούς τους ανθρώπους για χρόνια δύσκολα, χρόνια με πόνο. Συνεπώς όταν βρίσκομαι απέναντί τους, την ώρα που μου ανοίγονται, είμαι εκεί. Ακούω, νιώθω, παίρνω πράγματα μέσα μου. Και αυτό καμία φορά βαραίνει. Όμως το τίμημα, και ας βαραίνει, είναι πολύ μικρό σε σχέση με τις εμπειρίες και αναμνήσεις που θα μείνουν για μια ζωή».

«Μου είχε πει ένας κύριος στη Μύκονο: “Ο άνθρωπος πεθαίνει δύο φορές. Μία όταν κλείνει τα μάτια του και μία όταν πεθαίνει κι ο τελευταίος που τον θυμάται”. Και αυτό μου έχει μείνει. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες που δεν θέλω να χαθούν, είναι όλα όσα τις κρατούν ζωντανές. Ο σεβασμός, η απλότητα, η αγάπη.

Η ζωή προχωράει, ναι, αλλά δεν χρειάζεται να ξεχνάμε για να πάμε μπροστά.

Θέλω αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν στη μνήμη μας όχι μόνο με την εικόνα τους, αλλά με την ψυχή τους, με το πώς ένιωθαν και πώς μας έκαναν να νιώθουμε.

Αυτό είναι που μας δένει, γενιά με γενιά».

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
7
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα