Ανταρτισσες Δημοκρατικός Στρατός, Αλέξανδρος Αριστόπουλος

Στην Ομόνοια, έχουν κάνει την πρώτη τους εμφάνιση τα φούτερ στο σημείο εκείνο που ξεκινάει να σκοτεινιάζει για τα καλά, από νωρίς το απόγευμα. Έχω τον ψυχαναγκασμό του GPS στα αφτιά μου, αναρωτιέμαι από πότε είναι εντάξει να μας λέει μια άγνωστη προς τα που να πάμε, όμως μια κόρνα με τρόμαξε κι ανέβηκα στον 7ο. Ο κινηματογραφιστής, Αλέξανδρος Αριστόπουλος, με περιμένει στο γραφείο του, μια μικρή χρονοκάψουλα στο κέντρο της Αθήνας που αναζητά τη χαμένη της αντίσταση.

Στους τοίχους κρέμονται κάδρα, η βιβλιοθήκη ξεχειλίζει βιβλία, ενώ στους πίνακες είναι καρφιτσωμένες φωτογραφίες. Κοινός παρονομαστής των περισσοτέρων, οι Αντάρτισσες και ο Δημοκρατικός Στρατός. Λευκές καρφίτσες κρατούν την αντάρτισσα Ελένη Τραγγανίδα – Μακρυνιώτη (Μυρτιά) στο τότε και στο τώρα, στο πιο κεντρικό σημείο του γραφείου. Συγκινούμαι στη σκέψη ότι λίγες ημέρες πριν μιλούσα στο τηλέφωνο μαζί της. Λέω στον Αλέξανδρο ότι προσπαθώ να συγκρατήσω τη φωνή της στα αφτιά μου και κοιτάω την αφίσα του ντοκιμαντέρ «Καινούργιος Ουρανός: Οι γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» της Συλλογικής Μνήμης, μέλος της οποίας είναι και εκείνος.

Ανταρτισσες Δημοκρατικός Στρατός, Αλέξανδρος Αριστόπουλος
Credits: Δημήτρης Καπάνταης

«H σκέψη για το ντοκιμαντέρ ανήκει στον Γιάννη Ξύδα, σκηνοθέτη και ερευνητή της Συλλογικής Μνήμης. Ήταν το 2018, όταν με πήρε τηλέφωνο επειδή ο άνθρωπος που συνεργάζονταν μέχρι τότε δεν μπορούσε να πάει σε μια συνέντευξη. Συναντήσαμε μια γιαγιά, Επονίτισσα. Μετά απ’ αυτήν τη συνέντευξη, ακολούθησαν δεκάδες ακόμη, με το μεγαλύτερο κομμάτι να αποτελείται από γυναίκες που ήταν στον Δημοκρατικό Στρατό. Στο ντοκιμαντέρ που τελικά κάναμε σαν Συλλογική Μνήμη, φιλοξενούνται 18 απ’ αυτές τις γυναίκες. Αυτό που βίωσα και βιώνω είναι μαγικό. Το να συναντάς αυτές τις γυναίκες -μιας και η ιστορία έχει την τάση να τις παραγκωνίζει- ήταν αποκαλυπτικό».

Όσο ο Αλέξανδρος μου μιλάει καθισμένος στο γραφείο του, κοιτάζω τις φωτογραφίες γύρω μου. «Έβλεπες ανθρώπους καταβεβλημένους, να έχουν περάσει τα 90, μόλις όμως στήναμε την κάμερα με τον Γιάννη να τους λέει: “Θέλω να μου πείτε πώς σας λένε, πότε και πού γεννηθήκατε”, ήταν λες και τους έβαζες στην πρίζα. Τα μάτια τους έβγαζαν σπίθες και σου έλεγαν όλη τη ζωή τους -το αντάρτικο ουσιαστικά- σαν μια ανάσα.  Μόλις η αφήγηση τελείωνε, “ξανάπεφταν”. Αυτό που έλεγαν αρκετές ήταν: “Αχ, τα είπα και ησύχασα”. Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα, ήταν ότι κάποιες απ’ αυτές, “έφυγαν” απ’ τη ζωή λίγες εβδομάδες μετά την κουβέντα τους μαζί μας».

Ανταρτισσες Δημοκρατικός Στρατός, Αλέξανδρος Αριστόπουλος
Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Μου περιγράφει τα ταξίδια που έκαναν σε Ελλάδα και εξωτερικό για να συναντήσουν τους ανθρώπους αυτούς

«Βρήκαμε μια γιαγιά στο Κάλμαρ της Σουηδίας. Μέσα σε 48 ώρες, έφυγα από Αθήνα για Θεσσαλονίκη, πήρα την εγγονή της, πετάξαμε Στοκχόλμη, πήραμε το τρένο, κάναμε πέντε ώρες ταξίδι, φτάσαμε στο σπίτι, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, με φιλοξένησαν και την επόμενη ημέρα η ίδια διαδρομή προς τα πίσω, για την Αθήνα. Θυμάμαι μια συνέντευξη που κάναμε με τον Γιώργο Νούνεση στη Βουδαπέστη. Είχαμε βρει εκεί κάποιους αντάρτες, πολιτικοί εξόριστοι. Πάμε, λοιπόν, σ’ ένα σπίτι που με περιμένει παππούς, φορώντας ένα κόκκινο πλεκτό γιλέκο. Είχε ένα μικρό μουστάκι και φόραγε το δίκοχο του Δημοκρατικού Στρατού. Συγκινήθηκα βαθύτατα».

«Μια άλλη γιαγιά, κρατούσε μια καρφίτσα με το “Δ” του Δημοκρατικού Στρατού. Το χέρι της είχε “φάει” σφαίρες, τα κόκκαλά της είχαν σπάσει, είχαν όμως σχηματίσει μια παραμορφωμένη μπουνιά κρατώντας την. Αυτό είναι πίστη. Το είχε πει και η Κατίνα Λατίφη που ήταν και συγγραφέας, ότι δηλαδή «Μπορεί να χάσαμε, αλλά ήταν σαν να είχαμε κερδίσει». Δεν υπήρχε ήττα σε αυτό τον άθλο, πόσο μάλλον για τις γυναίκες που ήταν το ένα τέταρτο του Δημοκρατικού Στρατού. Μεγάλος και ένοπλος αριθμός».

Ανταρτισσες Δημοκρατικός Στρατός, Αλέξανδρος Αριστόπουλος
Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Πριν 21 χρόνια, το 2003, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να σταματήσει τον κινηματογράφο, λόγω μιας τραυματικής συνεργασίας κι εργάζονταν σαν ξενοδοχοϋπάλληλος στην Πραξιτέλους. Τον ρωτάω τι συνέβη σε αυτό το ταξίδι με τις γυναίκες αυτές, που τον έκανε να επιστρέψει.

«Μέσα σε αυτές τις συνεντεύξεις, βρίσκεται και ο “έρωτας” μου. Ήταν μια μέρα που η ομάδα μας πήγε στον Κορυδαλλό να συναντήσει μια αντάρτισσα. Εγώ εκείνη την ημέρα δεν μπόρεσα να πάω. Όταν επέστρεψαν, δυσκολεύονταν να περιγράψουν το τι είχαν ακούσειΒρισκόμαστε, λοιπόν, στο ’49. Η Ελένη Τραγγανίδα – Μακρυνιώτη (Μυρτιά) έχει τραυματιστεί σοβαρά μετά από μάχη στο πόδι. Τους κυνηγάνε οι Μάυδες (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Φασίστες, δηλαδή, παρακρατικές ομάδες εξοπλισμένες απ’ τον ελληνικό στρατό για κυνήγι κομμουνιστών. Η αποδεκατισμένη ομάδα της Ελένης ξαπλώνει στην πλαγιά ενός βουνού, καθώς δύει ο ήλιος. Όταν ξημερώνει πια, έχει χιονίσει και το χιόνι τους έχει σκεπάσει. Η Μυρτιά καταλαβαίνει ότι το πόδι της μοιάζει με κούτσουρο. Γυρίζει στον συναγωνιστή της Φώτη και του λέει: “Θα είμαι βάρος αν με πάρετε μαζί, σκότωσε με. Μην με πυροβολήσεις και ακουστεί κρότος, στραγγάλισε με”».

«Ήταν 15 χρονών και το ζητούσε από έναν άνθρωπο που ήταν, το πολύ, 18. Ο Φώτης της έκανε μαλάξεις να κυκλοφορήσει το αίμα και στον πανικό του τη φιλάει. Το αίμα άρχισε να κυκλοφορεί στο πόδι της οπότε -όπως το περιέγραφε η ίδια-, ήταν και οι δύο αμήχανοι, λέγοντας μεταξύ τους ότι ήταν το “φιλί της ζωής”. Φεύγουν απ’ το βουνό και δύο μέρες μετά, σε μια ενέδρα του αστικού στρατού και των Μάυδων, βρίσκονται περικυκλωμένοι. Πάνω στους πυροβολισμούς, ο Φώτης γυρίζει στη Μυρτιά και της λέει: “Αν ζήσεις, να θυμάσαι… ήταν το πρώτο και το τελευταίο μου φιλί. Και αυτοκτόνησε».

Ανταρτισσες Δημοκρατικός Στρατός
Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Μικρή παύση και απ’ τους δύο. Ο Αλέξανδρος, ανοίγει ένα πακέτο χαρτομάντιλο, και μου το δίνει. «Ακούγοντας αυτή την ιστορία, ένα βέλος καρφώθηκε στην καρδιά μου, είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Ήταν καραντίνα και πολύ δύσκολο να τη δω. Τη στιγμή που την αντίκρισα, ένιωσα ότι βρήκα τη γιαγιά μου, μια πανέμορφη σχέση είχε μόλις ξεκινήσει.  Εκείνο το φιλί στο βουνό πότισε την καρδιά μου και την έκανε να θέλει να ασχοληθεί ξανά με τον κινηματογράφο. Αυτή η δεύτερη ευκαιρία που δίνω στον εαυτό μου στα 50, μετά από πάνω δύο δεκαετίες που είχα σταματήσει να σκηνοθετώ, δεν περίμενα ότι θα έρθει ποτέ. Μου δόθηκε μια δεύτερη ζωή μέσω αυτών των γυναικών».

Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Τον πρώτο κύκλο συνεντεύξεων τον έκαναν ανάμεσα στις δύο καραντίνες

«Ο Γιάννης τις ρωτούσε τι κάνουν μέσα στο σπίτι, με πολλές απ’ αυτές να απαντούν πως: “Εγώ τα βράδια δεν κάθομαι εδώ, γυρίζω πίσω στα βουνά, επιστρέφω στους συντρόφους μου”. Και το εννοούν. Το βίωμα και το τραύμα τους, είναι εκεί. Στο δικό μου φαντασιακό, μπορώ να τις δω να συναντιούνται πάνω στα βουνά, ακόμη κι αν δεν γνωρίζονται όλες μεταξύ τους. Έχουν το πιο καθαρό βλέμμα. Σε κοιτάνε στα μάτια, σε “μετράνε”, δεν έχει μαλακίες. Η στάση τους στην πραγματικότητα είναι πολύ ισχυρή, είναι τρισδιάστατες. Ξέρουν ότι το χρέος τους το έκαναν, τον αγώνα τους τον έδωσαν μέχρι το τέλος».

Credits: Δημήτρης Καπάνταης

«Τι κοινό είχαν; Την πίστη! Όχι θρησκευτική, πολιτική. Επίσης, πολύ έντονη παρέμενε η πίστη τους στο κόμμα. Αρκετές απ’ αυτές που ζουν ακόμη, είναι ΚΚΕ μέχρι και σήμερα. Άσχετα με το αν συμφωνεί κανείς ή όχι με το ΚΚΕ, το βρήκα αξιοθαύμαστο ότι οι γυναίκες αυτές, μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια, είναι πιστές στον πολιτικό αγώνα».

Τον ρωτάω πόσο συγκινητικό είναι για εκείνον να βλέπει τις φωτογραφίες τους από τότε, έχοντας μπροστά του την τωρινή τους εικόνα. «Εκείνες που είχαν, μας έδειχναν φωτογραφίες με τις συντρόφισσές τους να χορεύουν στο βουνό, ή που ετοίμαζαν τα όπλα. Έβλεπα τα ρυτιδιασμένα χέρια τους, να έχουν φτάσει πια στο τέλος της ζωής και να κρατάνε τη φωτογραφία που ήταν μπουμπουκάκια. Ήταν σαν να κρατάνε ένα λουλούδι μέσα στον χρόνο».

Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Μιλάμε για τον θάνατο

«Ανάμεσα στα πολλά που συνέβαιναν εκείνη την εποχή, η λευκή τρομοκρατία τους έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση για να βγουν στα βουνά. Γινόντουσαν φρικαλεότητες που γίνονταν στα χωριά. Βίαζαν και σκότωναν, η ζωή ήταν αβίωτη. Όταν δολοφόνησαν τον πατέρα της Μυρτιάς (εφεδρικός καπετάνιος του ΕΛΑΣ), του πέρασαν μια αλυσίδα στο κομμένο κεφάλι και μ’ αυτό χτυπούσαν τη μικρή της αδερφή. Όλες αυτές οι ιστορίες έχουν ένα απίστευτο μαύρο, κρύβοντας παράλληλα ένα απίστευτο πείσμα. Γι’ αυτό και καμία δεν μου είπε ότι φοβόταν τον θάνατο. Ο θάνατος για εκείνες ήταν όταν τις κυνηγούσαν οι Μάυδες. Η Λατίφη είχε πει χαρακτηριστικά ότι αν σε έπιαναν σε βασάνιζαν “μέχρι να δώσεις ψυχή”. Μαύρος φασισμός. Το βουνό ήταν μάχη για τη ζωή. Το να πεθάνεις περιμένοντας να σε βρουν, με το να μάχεσαι στο βουνό, ήταν δύο διαφορετικοί θάνατοι».

Ο Αλέξανδρος μου λέει ότι όλες αναφέρονταν στις φοβερές σχέσεις ισότητας που υπήρχαν με τους άντρες. «Ήταν σαν αδέρφια. Απ’ τις μαρτυρίες τους, μάλιστα, φαίνεται η ανάγκη τους να δείξουν ότι ήταν ακριβώς το ίδιο, πολλές φορές μάλιστα έλεγαν: “Ήμασταν παλικάρια”. Υπήρχαν πολλές συναισθηματικές στιγμές. Το συναίσθημα είναι πολιτικό για εμένα, δεν είναι όλα λόγος ξερός. Το να γνωρίζεις αυτές τις γυναίκες, πώς να σου το πω ρε Χρύσα; Συνειδητοποιείς ότι τα διαβάσματά μας, την ιδεολογία μας, κάποιοι άνθρωποι την έχουν ζήσει. Ζυμώθηκαν κι έπαιξαν τη ζωή τους για όσα πίστευαν».

Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Το ντοκιμαντέρ Καινούργιος Ουρανός το έχω δει δύο φορές και μάλλον ήρθε η στιγμή να ρωτήσω γι’ αυτόν τον τίτλο

«Στην αφήγησή της, η Ελένη, μου περιγράφει την περίοδο που συλλάβανε τον πατέρα της. Τότε πήγαινε φαγητό και συνθηματικά στον Φώτη Τσίγκα, που ήταν σύνδεσμος. Αποφάσισε να πάει να μάθει νέα για τον πατέρα της. Επειδή ήταν βράδυ, μάζευε σε ένα βάζο πυγολαμπίδες για να έχει ένα μικρό φως. Όταν έφτασε στον Φώτη, εκείνος τη ρώτησε γιατί κρατάει το βάζο με τις πυγολαμπίδες. “Τις μαζεύω για όταν βγει ο μπαμπάς μου απ’ τη φυλακή. Θα τις ελευθερώσω και θα του φτιάξω έναν καινούργιο ουρανό”.

Συζητάμε πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει αυτό το αρχείο που συλλέγουν. «Είναι η ιστορία που όλα αυτά τα χρόνια αποσιωπούν, ειδικά οι άνθρωποι του ΔΣΕ έχουν αδικηθεί πάρα πολύ. Η διαστρέβλωση της δεξιάς για τον εμφύλιο είναι αδιανόητη. Το να υπάρχει η φωνή αυτών των ανθρώπων είναι ό,τι πιο σημαντικό, είναι η ιστορία ζωντανή. Αν δεν ακούσουμε την ιστορία, θα επαναληφθεί κι έχουμε ήδη διασχίσει αυτή την πόρτα».

Ο Αλέξανδρος γράφει ένα σενάριο, με ένα κομμάτι να εμπνέεται απ’ τη ζωή της Μυρτιάς κι ένα άλλο είναι μυθοπλασία. «Αυτό το ταξίδι δεν έχει τελειώσει για εμένα, είναι μια δεύτερη ζωή, με έμαθε να έχω πίστη. Ξέρω ότι το σενάριο που γράφω είναι δύσκολο να χρηματοδοτηθεί, γιατί δεν κρύβει αυτό που είναι. Λέω στον εαυτό μου να έχει πίστη. Κι αν δεν γίνει ταινία, δεν πειράζει. Μπορεί να γίνει ένα ωραίο κόμικ, ένα μικρό βιβλίο, ένας μονόλογος, μια έκθεση φωτογραφιών. Μπορεί να μη γίνει τίποτα πέρα από μια αφήγηση σε ένα καφενείο με αγαπημένους φίλους. Έχω πίστη, όμως, ότι αυτή η ιστορία με κάποιον τρόπο θα ειπωθεί».

Η κινηματογραφική ομάδα Συλλογική Μνήμη αποτελείται από τους:

Γιάννης Ξύδας: Ερευνητής | Σκηνοθέτης
Αλέξανδρος Αριστόπουλος: Κάμερα
Γιώργος Νούνεσης: Μοντάζ | Κάμερα
Σέβη Σαλαγιάννη: Παραγωγή | Επικοινωνία

Γνωμούλα;
+1
5
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
23
Αγαπώ
+1
3
Σοκαρίστηκα