Μετά την άκρως επιτυχημένη μεταφορά της ανατριχιαστικής ιστορίας του Τζέφρι Ντάμερ στη μικρή οθόνη μέσω του Netflix, οι true crime ιστορίες φαίνεται να αποτελούν ακόμη μεγαλύτερο πόλο έλξης για τις εταιρείες παραγωγής.

Εύλογο, βέβαια, αφού η αμφιλεγόμενη και εγκληματική φιγούρα του Ντάμερ καθήλωσε χιλιάδες θεατές του Netflix στις οθόνες. Μερικοί ήξεραν, ενδεχομένως, την ιστορία του, ενώ κάποιοι άλλοι τον «γνώρισαν» για πρώτη φορά μέσα από τη συγκεκριμένη σειρά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, σημειώθηκε μεγάλο ενδιαφέρον για πραγματικές true crime ιστορίες από την πλευρά του κοινού και ως εκ τούτου, τα βλέμματα όλων έχουν στραφεί σε πραγματικούς serial killers, οι πράξεις των οποίων είναι ιδιαίτερα ειδεχθείς και αποτρόπαιες. Γι’ αυτό κι εμείς, ανακαλύψαμε και συγκεντρώσαμε τους 5 Έλληνες serial killers που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για το επόμενο true crime show του Netflix.

Παντελής Καζάκος: Από υπάλληλος της ΕΡΤ, serial killer

Οκτώβριος του 1999. Τότε, η Αθήνα ήρθε αντιμέτωπη με τις μαζικότερες επιθέσεις ενάντια στους μετανάστες που σημειώθηκε ποτέ. Ο σκοπός ήταν ένας και νοσηρός: Να αφανιστούν όλοι. Ένας προς έναν. Πίσω από αυτές τις εξαιρετικά βίαιες δολοφονικές επιθέσεις κρυβόταν ένας νεαρός. 23 χρονών τότε, γιος αστυνομικού. Εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας στην ΕΡΤ.

Ο Παντελής Καζάκος διακρινόταν από ένα ασίγαστο μίσος για οτιδήποτε «ξένο». Συνεπώς, ουκ ολίγες φορές, χαρακτηρίστηκε ως «ρατσιστής δολοφόνος». Το αποτέλεσμα της φονικής του παρουσίας στο κέντρο της Αθήνας ήταν δύο νεκροί και επτά τραυματίες– δύο εκ των καθηλώθηκαν εφ’ όρου ζωής σε αναπηρικό καροτσάκι. Το όπλο Μπράουνινγκ και το δολοφονικό χέρι του Παντελή Καζάκου αφήσαν τα ανεξίτηλα σημάδια τους τόσο στη σωματική και ψυχική υγεία των θυμάτων, όσο και στη συνείδηση ολόκληρης της χώρας.

Αικατερίνη Δημητρέα: Τα χέρια της έσταζαν φαρμάκι

Γεννήθηκε το 1920 στο Νεοχώρι Λεύκτρου (Μεσσηνίας). Δεν πήγε ποτέ σχολείο. Έπασχε από ελαφριά αδυναμία στα αριστερά της άκρα και λόγω αυτής της πάθησης, δε μπορούσε να προσφέρει πολλά στη οικογένειά της– που αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Σύμφωνα με τις καταθέσεις της, η οικογένειά της την αντιπαθούσε– μια λέξη αρκετά επιεικής για να περιγράψει τα όσα υποστηρίζει πως βίωνε. Η μητέρα της την προκαλούσε διαρκώς, ώστε να αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι, ενώ την ίδια στιγμή ο αδερφός της την κακοποιούσε λεκτικά και σωματικά.

Στις 27 Μαΐου του 1962, την επισκέφθηκε η 80χρονη μητέρα της, ως μια ένδειξη συμφιλίωσης κι εκείνη προσφέρθηκε να τη φιλέψει. Στα μακαρόνια που της σέρβιρε, όμως, υπήρχε ένα ασυνήθιστο συστατικό: Το παραθείο. Πολύ γρήγορα, η μητέρα της υπέκυψε στο δηλητήριο και έφυγε από τη ζωή. Αργότερα, η νεκροψία απέδωσε τα αίτια του θανάτου σε καρδιακή προσβολή.

Στις 19 Ιουλίου του ίδιου έτους, η 40χρονη ξαδέρφη της, Ποτούλα Τσιλογονέα ήταν το επόμενο θύμα. Λόγω των σπασμών που προκάλεσε η δηλητηρίαση, χτύπησε το κεφάλι της στο πάτωμα και έτσι, προκλήθηκε τεράστιο κάταγμα στο κρανίο της. Έπειτα, η νεκροψία θεώρησε λανθασμένα το θάνατο της ως ατύχημα, με το κάταγμα να θεωρείται υπαίτιο για το τέλος της. Την ίδια ακριβώς τύχη είχε και ο αδερφός της, στις 6 Αυγούστου, ο οποίος κατανάλωσε αυγά με παραθείο. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, η νεκροψία απέδωσε το θάνατό του σε «καρδιακή προσβολή που προέκυψε από προβλήματα με τη χοληδόχο κύστη». Το τελευταίο θύμα της Αικατερίνης Δημητρέα ήταν ο 5χρονος ανιψιός της. Το άτυχο παιδάκι λαχτάρησε ένα λουκούμι που του πρόσφερε και άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα. Ξεψύχησε ενώ ήταν καθοδόν για το νοσοκομείο. Και ήταν ο θάνατος που (επιτέλους) κίνησε υποψίες. Αυτή τη φορά, η νεκροψία ανέδειξε τη θανατηφόρα ποσότητα παραθείου στο στομάχι του άτυχου παιδιού. Μόλις οι ιατροδικαστές αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί, υπέβαλαν εκ νέου εξετάσεις και στα τρία προηγούμενα θύματα, με το αποτέλεσμα να είναι το αναμενόμενο: Ίχνη παραθείου.

Στην πορεία, η Αικατερίνη Δημητρέα συνελήφθη και δικάστηκε το 1963. Καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, η οποία και έλαβε χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Απριλίου του 1965.

Εικόνα: Offsite

Κυριάκος Παπαχρόνης: Ο «Δράκος της Δράμας»

Ήταν 9 Σεπτεμβρίου του 1981. Τότε, που ο Κυριάκος Παπαχρόνης επισκέφθηκε έναν οίκο ανοχής στην περιοχή του Προφήτη Ηλία, στην Ξάνθη. Η επιθυμητή συνεύρεση με τη 46χρονη ιερόδουλη, όμως, δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι δυο τους καυγάδισαν άσχημα. Κατά τα λεγόμενά του, εκείνη φαίνεται να υποτίμησε τη σεξουαλική του ικανότητα. Έτσι, έφυγε εξαιρετικά θυμωμένος, για να επιστρέψει μετά από μερικές ώρες και να τη μαχαιρώσει θανάσιμα. Αυτή του η πράξη δεν ήταν παρά η αιματοβαμμένη αρχή του κακού.

Περίπου τρεις μήνες αργότερα, στις 20 Δεκεμβρίου του 1981, μαχαίρωσε στην πλάτη μια ακόμη ιερόδουλη, ενώ βρισκόταν στο δρόμο. Έπειτα από σχεδόν ένα μήνα, στις 15 Ιανουαρίου του 1982, επιτέθηκε σε μία φιλόλογο ενώ περπατούσε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας. Τελικά, όμως, την άφησε να φύγει κι έτσι, η εν λόγω γυναίκα έγινε το πρώτο θύμα που έδωσε στην αστυνομία την ακριβή και λεπτομερή περιγραφή του. Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν ακόμη πέντε επιθέσεις σε γυναίκες, με τον αιμοδιψή «Δράκο της Δράμας» να συλλαμβάνεται τελικά στις 13 Δεκεμβρίου του 1982. Καταδικάστηκε «δις εις θάνατον» για τις δυο ανθρωποκτονίες, σε κάθειρξη είκοσι επτά ετών για εφτά απόπειρες ανθρωποκτονιών και οκτώ απόπειρες βιασμού, σε φυλάκιση δύο ετών για εννέα κατηγορίες οπλοχρησίας, ενώ του επιβλήθηκε και δεκαετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

Αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους στις 8 Δεκεμβρίου του 2004, σε ηλικία 44 χρονών ύστερα από 22 χρόνια κάθειρξης. Στην γραπτή δήλωση που διένειμε στους δημοσιογράφους έγραφε: «Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Εωσφόρο –όπως ο Φάουστ– κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από «μέσης ψυχής» για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ «εν αγνεία και σεμνή πολιτεία…» και φυσικά «άμεμπτος εν παντί…»! Hasta la vista, εν ευθέτω χρόνω».

Σπύρος Μπέσκος: Ο serial killer που έδειξε σημάδια μεταμέλειας

Το Σεπτέμβριο του 1981, βρέθηκε το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας στην περιοχή της Γλυφάδας. Στο στόμα της υπήρχε ένα κουκουνάρι και έφερε σημάδια στραγγαλισμού. Ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε ότι πέθανε από ασφυξία και η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό για να βρεθεί ο δράστης. Έπειτα από σχεδόν έναν μήνα, μια γυναίκα κατήγγειλε ότι έπεσε θύμα βιασμού και πάλι στη Γλυφάδα. Συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι ένας άγνωστος της ζήτησε και της επιτέθηκε καθώς έψαχνε στην τσάντα της. Έσφιξε γύρω από τον λαιμό της ένα σκοινί, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει. Κατόπιν, τη μετέφερε σε ένα οικόπεδο, όπου τη βίασε και την εγκατέλειψε.

Μέχρι και το Σεπτέμβριο του 1983, σημειώθηκαν 17 θύματα συνολικά, ενώ οι αρχές κατέληξαν πως πρόκειται για τον ίδιο δράστη. Ήταν εκείνος που βίαζε, κακοποιούσε και στραγγάλιζε. Ο επονομαζόμενος «Δράκος της παραλιακής» ή αλλιώς, Σπύρος Μπέσκος, συνελήφθη στις 7 Οκτωβρίου του 1983, με την αστυνομία να έχει σχεδιάσει ενέδρα με γυναίκες αξιωματικούς ως «δολώματα». Εκ πρώτης όψεως, ήταν μια πολύ φυσιολογική φιγούρα. Φυσικοθεραπευτής στο επάγγελμα, παντρεμένος, φαινομενικά αξιοπρεπής και πατέρας.

Καταδικάστηκε για δύο ανθρωποκτονίες, δεκαπέντε απόπειρες ανθρωποκτονίας, έξι βιασμούς, δύο απόπειρες βιασμού και επτά ληστείες σε δις ισόβια. Ωστόσο, του επιβλήθηκε εικοσιπενταετή κάθειρξη, αφού η θανατική ποινή είχε καταργηθεί. Αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2008 και έκτοτε, δεν απασχόλησε ξανά τις αρχές. Το εντυπωσιακό δε, είναι ότι ξαναπαντρεύτηκε, επέστρεψε στο ιατρείο του και κατάφερε να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του. Για ορισμένους, έχει θεωρηθεί μια σπάνια περίπτωση σωφρονισμού, μιας και έχει εκφράσει πολλάκις τη μεταμέλεια και τις τύψεις του.

Αντώνης Δαγκλής: Ο πιο βάρβαρος serial killer

Ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα που διαπράχθηκε τον Οκτώβριο του 1995, ήρθε να σοκάρει την τότε ελληνική κοινωνία. Στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας, εντοπίστηκε το πτώμα της 29χρονης ιερόδουλης, Ελένης Παναγιωτοπούλου. Ακόμα και οι αστυνομικοί που έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος δυσκολεύονταν να πιστέψουν αυτό που αντίκριζαν. Το πτώμα της άτυχης γυναίκας είχε, κυριολεκτικά, βανδαλιστεί. Ο αιμοσταγής δολοφόνος της αφαίρεσε τα σπλάχνα, της έκοψε τις θηλές και την τεμάχισε.

Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, ο θάνατός της προήλθε από στραγγαλισμό και τότε, οι αρχές θεώρησαν ιερό καθήκον να βρουν τον ένοχο. Στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, εντοπίστηκε το πτώμα μιας γυναίκας σ’ ένα αδιέξοδο. Ήταν ημίγυμνη και, πεταμένα κοντά της, βρίσκονταν τα ρούχα και τα προσωπικά της αντικείμενα. Αθηνά Λαζάρου ήταν το όνομά της κι εργαζόταν ως ιερόδουλη.

Ακολούθησαν ενδελεχείς έρευνες και πολύτιμες καταθέσεις από ιερόδουλες, μέχρι να έρθει η στιγμή της σύλληψης του δράστη, τον Ιανουάριο του 1996. Ο Αντώνης Δαγκλής προερχόταν από ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον, ενώ έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ήταν μόλις 12 χρονών. Σύντομα, αντιλήφθηκε ότι η μητέρα του αναγκάστηκε να εργαστεί σε κακόφημα μπαρ, προκειμένου να βιοποριστούν.

«Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρησα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ήρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες, νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου», είπε μεταξύ άλλων στην απολογία του.

Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 13 φορές ισόβια– η μεγαλύτερη ποινή που είχε καταλογιστεί ως εκείνη τη μέρα, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του. Ενδεχομένως, να επέλεξε ο ίδιος τελικά το φινάλε της ιστορίας του.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα