0-100 σειρένε

Όταν η ομάδα του μαγαζιού πήγαινε σε άλλα μπαρ της χώρας, οι Djs έβαζαν το τραγούδι, εκείνοι χόρευαν, έπιναν ένα σφηνάκι και μετά έφευγαν. «Είστε θάλασσα;» μου λέει ο Κωνσταντίνος που δουλεύει στο μπαρ και του απαντάω ναι. «Ωραία, βγάλε ένα βίντεο τα παιδιά να χορεύουν, βάλε από πίσω αυτό το τραγούδι και στείλ’ το μου». Με αυτό τον λίγο παράδοξο τρόπο προσγειώθηκε η 0-100 στις λίστες μου. Αν περιμένει κανείς όμως στο τελευταίο άλμπουμ της να λικνίζεται μέσα στη λούπα, μάλλον δεν θα τα καταφέρει. Το άλμπουμ «ζωή σε ευθείες γραμμές» είναι ένα expose στο προσωπικό της κόσμο, μια ενδοσκόπηση που την βοήθησε να μπει σε τροχιά, όχι ευθεία. 

Συναντηθήκαμε στο safe place της, την Πλατεία Πρωτομαγιάς και η συζήτησή μας ξεκίνησε με την προβλέψιμη ερώτηση για το πώς επιδρά η γειτονιά σε εκείνη, τόσο ως άνθρωπο όσο και ως καλλιτέχνιδα

 «Το περίμενα ότι θα με ρωτήσεις κάτι τέτοιο και είχα προετοιμαστεί», μου λέει γελώντας και μιλάει για τις πόλεις μέσα στις πόλεις. «Πάντα μου άρεσε η γειτονιά, μεγάλωσα στο Χαλάνδρι και έπαιζα ποδόσφαιρο και μπάσκετ στις αλάνες. Τώρα που μένω στην Κυψελή νιώθω ξανά την έννοια της γειτονιάς. Το τρίγωνο Γκύζη-Κυψέλη-Εξάρχεια είναι η γειτονιά μου. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι θα βγεις και θα συναντήσεις φίλες και φίλους, γνωστές και γνωστούς. Ξέρεις τους ανθρώπους στα μαγαζιά, σταματάς να χαιρετήσεις, παίρνεις καφέ και βλέπεις και τι κάνουν. Χωρίς να κανονίσεις, βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα όλα τα άτομα μαζί. Είναι το στέκι, ένα μέρος που γεμίζει με βιώματα κοινά που μοιράζεσαι, κάποια έντονα και κάποια άλλα καθημερινά. Υπάρχουν σημαδιακές στιγμές αλλά υπάρχει και η ρουτίνα που σου δημιουργεί μια ασφάλεια».

«Είναι το safe place μου, εδώ είναι και τα σημεία που γράφω. Στο Πεδίο και στο Λυκαβηττό, επίσης. Αν δεν είναι πολύ εύκολο να ξεκλειδώσεις το τι θέλεις να πεις, με συναισθήματα που να μη θέλω να έρθω σε επαφή, χρειάζεται λίγο χρόνο και εκεί βοηθάει η παρατήρηση. Είσαι λίγο σαν σφουγγάρι που ρουφάς τα δέντρα, τον αέρα, τις φωνές, τα παιδιά, τους ανθρώπους, την βροχή. Μου αρέσει πολύ που έχω ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο που ακολουθώ ανάλογα με το που θέλω να πάω για να συζητήσω το τάδε άτομο. Στο εξωτερικό είναι στη μια άκρη ο ένας, στην άλλη ο άλλος, δεν υπάρχει το χωριό. Μια πόλη μέσα στην πόλη με τις κρυψώνες της. Όπως όταν παίζαμε κρυφτό στο χωριό μου και είχα συγκεκριμένες κρυψώνες που θα πάω και συγκεκριμένα άτομα που θα παίξουμε στις πλατείες, είναι το ίδιο σε μια πιο ενήλικη μορφή».

Η Αθήνα συμμετέχει στα τραγούδια της Ειρήνης από πολύ νωρίς. Συγκεκριμένα, από το πρώτο κομμάτι που είχε γράψει με τίτλο «καλώς ήρθες στην παράνοια»

«Η Αθήνα με εμπνέει και θέλω άπειρα να πω κάτι για αυτή την πόλη. Ήμουν μικρή όταν μπήκα σε αυτό τον σκοτεινό κόσμο των Εξαρχείων. Το ερωτεύτηκα αυτό το πράγμα και μου έδινε ένα ατελείωτο ρομαντισμό, με πόνο, με ομορφιά, με μια ονειροπόληση. Έχει πολλή έμπνευση η Αθήνα, πολλές πτυχές τις οποίες πηγαίνουν να καλύψουν με τον εξευγενισμό και το gentrification. Κάπως παραμένει true όμως. Το πρώτο τραγούδι που έγραψα και ανέβασα ήταν το “καλώς ήρθες στην παράνοια” και μιλάει για την Αθήνα και συγκεκριμένα για τα Εξάρχεια. Σε αυτό το κομμάτι είχα γράψει ότι αγαπώ την Αθήνα γιατί είναι άσχημη και βαρέθηκα να αγαπώ μόνο τα όμορφα. Αυτή η ασχήμια είναι αληθινή, ρε παιδάκι μου».

«Δεν γίνεται τα πάντα στη ζωή να είναι πάρα πολύ όμορφα, και σίγουρα οι άνθρωποι δεν γίνεται να είναι πάρα πολύ όμορφοι. Ίσως είναι η προβολή της ανάγκης μας να αγαπήσουμε και τις πιο άσχημες πλευρές μας. Τα χαλασμένα πεζοδρόμια που έχουμε μέσα μας και αντικατοπτρίζονται στους δρόμους της Αθήνας. Όλα αυτά που προσπαθούν να θάψουν, τους τοξικομανείς, τους μετανάστες, τους άστεγους και τις άστεγες. Όλα αυτά που προσπαθούν να σβήσουν από τον χάρτη είναι εδώ και δεν εξαφανίζονται γιατί η Αθήνα τα έχει όλα. Είναι η ανάγκη να αποδεχτούμε και την δική μας άσχημη πλευρά. Οι ταινίες που δείχνουν μια Αθήνα, όπως τα Φθηνά Τσιγάρα, γιατί μας αρέσει τόσο πολύ η Αθήνα τα καλοκαίρια που είναι άδεια, είναι σαν να παίζουμε στα Φθηνά Τσιγάρα και να ψάχνουμε να βρούμε σε ποιο καρτοτηλέφωνο θα συναντήσουμε έναν άγνωστο έρωτα και θα γίνουμε συλλέκτες στιγμών».

Ανάβει ένα τσιγάρο και μέσα σε αυτή τη συλλογή στιγμών ταξιδεύει πίσω στο Πάσχα του 2021, σε ένα open mic λίγο πιο πέρα από εκεί που καθόμαστε, στην Πλατεία Πρωτομαγιάς 

«Έχουν γίνει πολλά ωραία πράγματα εδώ. Ήταν Πάσχα, Σάββατο της αναστάσεως, τρία χρόνια πριν. Κάνανε κάτι παιδιά εδώ πέρα open-mics, μόνοι τους, αυτοοργανωμένο, στήσανε ηχεία με ένα αμάξι, είχαν βγάλει μικρόφωνα και είχε μαζευτεί άπειρος κόσμος, ήταν ράντομ δεν είχε ανακοινωθεί κάπου, μαθεύτηκε ότι μαζευόμαστε στην πλατεία. Ούτε ιδέα για λαμαρίνες, τίποτα δεν υπήρχε τότε. Ήταν πολύ γλυκιά βραδιά, με ωραίο καιρό, να σημειωθεί. Ήρθανε πάρα πολλά άτομα τα οποία είτε ακούγανε είτε έπαιρναν το μικρόφωνο και τα λέγανε και ήταν πολύ αληθινό και αυθόρμητο. Ήταν η πρώτη φορά που έπιασα το μικρόφωνο και είπα θα τα χώσω». 

Credits: Οδυσσέας Τσομπάνογλου

Και τα έχωσε

«Είχε πάρει το μικρόφωνο ένας τύπος που έχωνε στα αγγλικά, δε μιλούσε καν ελληνικά και έβριζε πάρα πολύ, έβριζε αρκετά σεξιστικά και είχε αρχίσει μια δυσφορία στο κοινό και μετά όχι απλά βγήκα, του άρπαξα και το μικρόφωνο (γέλια). Είπα ένα κουπλέ που είχα γράψει κάποια στιγμή, το οποίο ήταν κάπως αντισεξιστικό σίγουρα, ήμουν πάρα πολύ αγχωμένη και δεν είχα το κουράγιο να πάρω το μικρόφωνο αλλά έρχεται μια στιγμή που λέω απλά πάρ’ το. Δεν θυμάμαι καν τι έλεγα. Έπαιξε μια μικρή αποθέωση και ένιωθα σαν υπερηρωίδα δικιά μου, σαν να έχω σούπερ δυνάμεις. Βγήκα από τον εαυτό μου. Από το άγχος και την ένταση της στιγμής δεν θυμάμαι τι είπα στο κουπλέ, σημασία δεν έχει όμως τι έλεγα, σημασία έχει το ότι πήρε κάποια το μικρόφωνο από ένα σεξιστή και μετά ήρθαν κι άλλες, κι άλλες». 

Αν περιέγραφε τον εαυτό της με τρία επίθετα, αυτά θα ήταν δημιουργική, αγχωτική και ρομαντική

Η ζωγραφική είναι ένα από τα αγχολυτικά της και τα πιο ανεβαστικά της κομμάτια έχουν γραφτεί σε μέρες που την έβρισκαν ξαπλωμένη στο πάτωμα. «Τα ανεβαστικά μου κομμάτια τα γράφω όταν δεν είμαι καθόλου καλά. Αλλά καθόλου. Αυτός ο δίσκος έχει πολλά κομμάτια που είναι πολύ sad, έχουν μια θλίψη. Μια αποδοχή της θλίψης. Τα κομμάτια τα οποία είναι πιο χαρούμενα, πιο χορευτικά, πιο ανέμελα τα έχω γράψει σε στιγμές που δεν ήμουν καθόλου καλά και καθόλου ανέμελη. Λειτουργούσαν σαν αντίδοτο. Ένιωθα εντελώς μηδέν αλλά ας πούμε, “fake it till you make it”, όχι με έναν εξαναγκασμό του πρέπει να είμαι καλά, αλλά έβγαινε αυθόρμητα και κάπως αντιδραστικά. Θα υπερκαυλαντίσω αυτό που αισθάνομαι για να πάω κόντρα και να νιώσω ενδυνάμωση όταν θα το ξανακούσω. Είναι και μια υπενθύμιση ότι υπάρχει και αυτό. Γράφω με πιο δυναμικό τρόπο σε ένα χαρούμενο beat για κάτι που με πονάει. Γι’ αυτό βγήκε και το όνομά μου 0-100. Γιατί μερικές φορές μπορεί να είμαι εντελώς μηδέν, αλλά θα κάνω ένα μπαμ και θα πω φύγαμε».

0-100 σειρένε

Credits: Οδυσσέας Τσομπάνογλου

Ένα μικρό παιδί περνάει με το ποδηλατάκι του από μπροστά μας και εμείς συζητάμε για τον κόσμο που έρχεται πιο κοντά όταν μοιράζεται τα βιώματά του

«Όταν υπάρχει κόσμος που ακούει τα τραγούδια νιώθω ότι εγώ φεύγω από το κέντρο, στο κέντρο μπορεί να βρίσκεται ένα βίωμα που μοιραζόμαστε και έχει εκφραστεί μέσα από αυτό το κομμάτι και είμαστε όλες, όλα και όλοι μαζί και ξορκίζουμε αυτό που μας έχει πονέσει.Έχει κάτι μυστικιστικό το να υπάρχουν άτομα σε κάποια μέρη της Ελλάδας που δεν τα ξέρω και δεν με ξέρουν και, παρόλα αυτά, έχουν ταυτιστεί με κάτι που έχω γράψει και έχουμε μοιραστεί ένα κοινό βίωμα. Δεν τα ξέρω, αλλά το μοιραζόμαστε. Είναι κάτι πολύ πέραν από την λογική. Θυμάμαι μια κοπέλα στο Παρίσι, είχαμε live με τους Krav Boca τώρα τον Ιανουάριο, ήρθε και μου είπε σε ευχαριστώ γιατί ήρθα μόνη μου σε μια νέα χώρα, μετακόμισα πρόσφατα στο Παρίσι και έχω περάσει πάρα πολύ δύσκολα και μου έχεις δώσει δύναμη για να μπορώ να συνεχίζω να είμαι εδώ και να την παλεύω».

«Ευχαριστούμε που έχεις μιλήσει για όλες μας, για πράγματα που δεν έχουν ειπωθεί. Είναι ένα συναίσθημα που δεν μπορώ να βάλω σε λέξεις και μου δίνει πολλή δύναμη για να συνεχίσω, όχι μόνο ως μουσικός, να συνεχίσω ως οντότητα. Είχε πολλή έκθεση της προσωπικής μου ύπαρξης ο τελευταίος δίσκος και το ότι άλλοι άνθρωποι ένιωσαν να έρχονται κοντά με κάτι δικό τους μέσα από αυτά τα οποία και μένα με πονούσαν και με αυτό τον τρόπο ξεπεράσανε τον δικό τους πόνο, κάπως έτσι ξεπερνάω και εγώ τον δικό μου». 

Η Ειρήνη μεγάλωσε με Ψυχόδραμα, ΔΠΘ, Ταφ Λάθος, λίγο πιο μεγάλη άκουγε Οπλιστή και στην εφηβεία έπαιζε Jolly Roger στα κόκκινα 

«Γενικά οι θηλυκότητες νιώθουμε αρκετή μοναξιά γιατί δεν ειπώνονται πάρα πολλά πράγματα από την σκοπιά μας», μου εξηγεί και συμπληρώνει. «Εδώ και πολλά χρόνια και πολλές φορές ψάχνουμε να ταυτιστούμε από τη μουσική βιομηχανία με κάποια πράγματα από αυτά που ακούμε, αλλά προφανώς δεν μπορούμε να ταυτιστούμε με όλα γιατί είναι διαφορετικά τα βιώματα που έχει ένα αγόρι ράπερ με μια κοπέλα. Όσο και να το κάνει, και καλά θα κάνει να προσπαθήσει να αποτυπώσει οτιδήποτε σαν παρατηρητής, δεν έχει το βίωμα. Οπότε έχουμε περάσει πολύ καιρό στο να νιώθουμε αυτή τη μοναξιά».

Λατρεύει την ψυχοθεραπεία όσο κι αν την βασανίζει. Την ρωτάω αν το τελευταίο άλμπουμ της ήταν και μια ψυχαναλυτική διαδικασία και απαντάει καταφατικά

«Κάνω πολλά χρόνια ψυχοθεραπεία. Ήταν 100% μια ενδοσκόπηση. Η έλλειψη των συναισθημάτων που ουσιαστικά είναι και η έννοια του τίτλου, ζωή σε ευθείες γραμμές. Πηγαίνω χωρίς να ξέρω τι νιώθω, τι κάνω, τι μου συμβαίνει. Ήταν ένας τρόπος να ξαναμπώ σε τροχιά όχι ευθεία. Η παρατήρηση και η προσπάθεια να γράψω τι νιώθω ή τι δεν νιώθω, τι θα ήθελα να νιώθω ή τι δεν θέλω να νιώθω και αυτό εντέλει με βοήθησε να καταλάβω τι γίνεται μέσα μου. Υπήρξε και μια ερωτική απογοήτευση που πυροδότησε πάρα πολλά πράγματα. Η απογοήτευση εντέλει δεν είχε να κάνει ακριβώς με αυτό, ήταν ένας καθρέφτης, το πρώτο επίπεδο της ενδοσκόπησης. Ουσιαστικά μέσα από αυτά κατάλαβα πάρα πολλά πράγματα και με βοήθησαν τα τραγούδια που έγραψα για να τα καταλάβω. Απογοήτευση με μένα, με επιλογές που έχω κάνει στη ζωή μου και με οδήγησαν σε λάθος δρόμους, σε λάθος εμπειρίες που θα ήθελα να μην είχα. Αυτό όμως έχει γίνει και δε μπορώ να το αλλάξω, αλλά να το αποδεχτώ και να το αγκαλιάσω. Δεν υπάρχει το πόσο δύσκολο είναι». 

Αν ο έρωτας ήταν εύκολο πράγμα, οι ψυχολόγοι δεν θα πήγαιναν 1.5 μήνα διακοπές το καλοκαίρι

«Ο έρωτας ε; Το πάμε εκεί τώρα;» λέει και ξεφυσάει.

«Ο έρωτας είναι πολύ εθιστικός γιατί σε κάνει να νιώθεις παντοδύναμος ή υπερβολικά αδύναμος. Ανάλογα με τις επιλογές που έχεις κάνει στη ζωή σου μπορεί να σε ελκύει είτε το ένα, είτε το άλλο. Γι’ αυτό είναι και πολύ επικίνδυνος ο έρωτας. Το ότι «ο έρωτας είναι τυφλός» είναι πολύ προβληματικό και αποτέλεσε μεγάλο θέμα συζήτησης με την ψυχολόγο μου την τελευταία χρονιά. Το πώς ο έρωτας νομιμοποιεί την τοξικότητα, τον πόνο, την κακοποίηση μερικές φορές. Όταν έφτασα στο συμπέρασμα ότι ο έρωτας είναι επικίνδυνος και εμπεριέχει πολλά κατάλοιπα πατριαρχίας, έχουν βασιστεί συμπεριφορές που δεν θα έπρεπε να γίνονται αποδεκτές και η κοινωνία επί αιώνες τα κάνει να φαίνονται ρομαντικά μέσα από την τέχνη, μέσα από τις ταινίες και τα ποιήματα».

«Άμα και ο έρωτας είναι πρόβλημα, δεν έχω κάτι άλλο, ο έρωτας δίνει ζωή και δεν θέλω να μαυρίσει. Χρωματίζεται ο τόπος ολόκληρος, ξαφνικά έχουν τα πάντα χρώματα κι αν το χάσεις όλα γίνονται γκρι και δεν ξέρεις πώς να ζήσεις. Έχεις πολλά να χάσεις όταν ερωτεύεσαι και γι’ αυτό οι άνθρωποι δεν μπαίνουν στην διαδικασία. Είμαστε και σε μια φάση ερωτοφοβίας. Έχει γεμίσει το insta με reels για situationships. Δεν θέλουμε να σχετιστούμε με άλλους ανθρώπους γιατί φοβόμαστε τι θα χάσουμε μετά». 

«Γενικά, η βόλεψη είναι κάτι που επιλέγουμε πολλοί. Η κοινωνία μας ωθεί στη βόλεψη. Ο καπιταλισμός θέλει να είσαι υπερβολεμένος. Στα συναισθήματα που δεν μπορούν να μπουν μέσα σε συστήματα και  σε κοινωνικοπολιτικές αξίες, τα συναισθήματα είναι ελεύθερα και κολυμπάνε μέσα μας. Συγκρούονται συνέχεια με το έξω και ενώ σου λένε βγες έξω, εξερεύνησε, αφέσου, νιώσε, ταξίδεψε μέσα σε έναν άλλον άνθρωπο. Αυτό είναι δύσκολο και την δυσκολία δεν έχουμε μάθει να την επιλέγουμε, όλα μας ωθούν στο να επιλέγουμε τον εύκολο δρόμο και ο έρωτας είναι δύσκολος δεν είναι εύκολο πράγμα. Έρχεται εύκολα και γρήγορα αλλά δεν πιστεύω ότι τελειώνει γρήγορα, ο έρωτας θέλει να πεις ότι θα βουτήξω στα βαθιά και κάποια στιγμή ό,τι και να γίνει θα με ξεβράσει το κύμα σε μια ωραία ακρογιαλιά και ό,τι είναι. Μπορεί να χαθείς μέσα στα βαθιά νερά και γι’ αυτό οφείλουμε σε εμάς να έχουμε μέσα μας κάποια σωσίβια για να επανερχόμαστε στην επιφάνεια. Οτιδήποτε σου προκαλεί έρωτα, σου δίνει ζωή και ανάσες».

Η τέταρτη λέξη για να περιγράψει τον εαυτό της θα ήταν μάλλον η υπερανάλυση. Σε ένα κόσμο που καίγεται καθημερινά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, η Ειρήνη επιλέγει να μην αποστρέφει ποτέ το βλέμμα της από αυτόν

«Σκέφτομαι πολύ συχνά καταστροφικά πράγματα και τα υπεραναλύω. Το κοινωνικό γίγνεσθαι. Δυσκολεύομαι πάρα πολύ να υπάρχω όταν ξέρω ότι βομβαρδίζονται παιδιά στην Παλαιστίνη, ότι υπάρχουν εργαζόμενες και εργαζόμενοι που δεν ζουν, που είναι φυλακισμένοι στον χώρο εργασίας. Οι φυλακές και όλα τα κολασμένα άτομα της γης αυτής μου. Μου παίρνει πολύ οξυγόνο, το σκέφτομαι συνέχεια και επειδή κάνω μαθήματα μουσικής σε παιδιά, πολύ συχνά μου είναι δύσκολο να τα κοιτάζω στα μάτια και να προσπαθώ να τους μεταδώσω δύναμη και κουράγιο και καλές αξίες και ενσυναίσθηση και αποδοχή της πραγματικότητας χωρίς να είναι ωραιοποιημένα. Τα βλέπω πώς είναι ανέμελα και τσακώνονται για τα παιχνίδια τους και μετά βλέπω παιδιά που δεν έχουν τίποτα, μικρά παιδιά που σκοτώνονται. Όλος αυτός ο πόνος που επιβάλλεται, οι φωτιές επίσης. Ένας λόγος που με δυσκολεύει το καλοκαίρι είναι ότι έχει πάντα φωτιές. Όλη αυτή η καταστροφή στην ανθρωπότητα και στη φύση μου προκαλεί ταχυπαλμίες και ένα πόνο στο στήθος αβάσταχτο». 

0-100 σειρένε

Credits: Οδυσσέας Τσομπάνογλου

Παίρνει μια ανάσα και περνάει από όλα όσα την δυσκολεύουν να αναπνεύσει, σε εκείνα που μοιάζουν με μπουκάλες οξυγόνου

«Οι ιδεολογίες μου, οι φίλες μου, η μουσική, το ηλιοβασίλεμα, η θάλασσα, τα χαμόγελα που μπορεί να δεις σε έναν άστεγο όταν θα του προσφέρεις φαγητό ή σε μια μετανάστρια όταν θα την βοηθήσεις να κουβαλήσει τις τσάντες της για να μπει στο λεωφορείο. Την πρωτοχρονιά πηγαίνουμε έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού και ακούμε τις κραυγές τους, ακούμε πώς τσιρίζουν για να ενωθούμε και πώς τσιρίζουμε και εμείς απ’ έξω. Τα τελευταία χρόνια, αλλάζω εκεί τον χρόνο. Είναι μια πρωτοβουλία από μια συνέλευση η οποία πλαισιώνεται από πολλά άτομα του κινήματος και γίνεται σε πολλές φυλακές, όχι μόνο στην Αθήνα. Φέτος χτύπησαν την συγκέντρωση και λίγο μετά την αλλαγή τρέχαμε. Μαζευόμαστε απ’ έξω, αλλάζει ο χρόνος και ανάβουμε καπνογόνα, πετάγεται και κανένα πυροτέχνημα αν και αυτά έχουν κοπεί».

«Φωνάζουμε συνθήματα και υπάρχει μια αλληλεπίδραση. Οι κρατούμενοι βγαίνουν στα παράθυρα και φωνάζουν. Δεν μπορείς να τους δεις, παρά μόνο σε μια πτέρυγα. Βγαίνουν και καίνε σεντόνια και φωνάζουν, δεν υπάρχει αυτό το συναίσθημα, δεν το πίστευα. Οι αστυνόμοι είναι έτοιμοι να μας κάνουν κακό για να μπει καλά ο χρόνος και ενώ φοβάμαι, αυτές οι φωνές κερδίζουν τον φόβο. Πηγαίνουμε στην γυναικεία πτέρυγα και ακούμε τις τσιρίδες. Σε διαπερνά σαν να σε χτυπάει το ρεύμα και λες ό,τι και να γίνει συνεχίζουμε. Οι φυλακισμένοι παίρνουν δύναμη να συνεχίσουν, να υπάρχουν, να παλεύουν με τους δαίμονες, με τα κράτη, με τους μπάτσους. Πίσω από τις κραυγές υπάρχει η απόγνωση για τη νίκη της μοναξιάς και της σύνδεσης με τον έξω κόσμο. Η στέρηση της ελευθερίας δεν είναι στη φύση του ανθρώπου ούτε λίγο».

Credits: Οδυσσέας Τσομπάνογλου

Στην Πλατεία Πρωτομαγιάς έχει νυχτώσει και λίγο πριν κλείσω το μικρόφωνο η Ειρήνη γυρίζει πίσω στο χρόνο. «Όταν ήμουν μικρή, έξι χρονών τύπου, είχα γράψει μια ιστορία για ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι πάει στον πόλεμο και αυτή είναι ερωτευμένη, αλλά το αγόρι φεύγει και μάλλον πεθαίνει. Από μικρή ήμουν μακάβρια. Είχα γράψει ένα στίχο που έλεγε: “Ο έρωτας πονάει και πληγώνει φοβερά, σαν καρφίτσα που τσιμπάει, που έχει μπει μεσ’ την καρδιά”. Το έβαλα σε ένα κομμάτι που έγραψα τώρα για τον δίσκο του Capette. Ο έρωτας μπορεί πολλές φορές να είναι σαν μια μικροσκοπική καρφίτσα που μπορεί να ακουμπήσει σε μια ήδη ανοιχτή πληγή και σε κάνει να υποφέρεις και να πονάς πάρα πολύ. Το έχω αυτό το χαρτί ακόμα. Έχω κούτες». 

«Αυτό το έγραψες 6 χρονών;! Δεν πας καλά», της λέω. «Δεν πάω καλά όντως», απαντάει.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
11
Αγαπώ
+1
1
Σοκαρίστηκα