Μιλά στη Χρύσα Λύκου για το νέο του δίσκο, τα πρότυπα που οφείλουμε να αμφισβητούμε, τη γυναικεία εκπροσώπηση στο ραπ, αλλά και την κριτική που ασκούμε, χωρίς όμως να ξεβολευόμαστε.
Πρώτη Παρασκευή του τελευταίου μήνα του φθινοπώρου και το απόγευμα μοιάζει με περασμένα μεσάνυχτα. Ο Ιούλιος, φτάνει ακριβώς στην ώρα του, παίρνει καφέ απ’ το café του και περιφερόμαστε στη γειτονιά της Βικτώριας.
Στην Αθήνα, ήρθε το 2017. Μέχρι τότε ζούσε στο Ναύπλιο, όπου ξεκίνησε να γράφει από μικρός τους πρώτους του στίχους. «Η μετάβαση έγινε γρήγορα, μιας και είχα γνωριστεί σε αντιφασιστικές συναυλίες με κόσμο από πριν έρθω. Σχεδόν μόλις δύο χρόνια στην Αθήνα και είχα την τύχη να γνωρίσω τους 2μηδέν_2μηδέν, άνθρωποι-βιβλίο για μένα, που με φρόντισαν με όλους τους τρόπους, βοηθώντας με να εξελιχθώ γρηγορότερα».
Ο Jaul, θυμάται από πάντα τον εαυτό του να ακούει ραπ
«Οι MC’s που άκουγα τότε, ήταν παράλληλα και πρότυπα για εμένα. Μεγαλώνοντας, ο κόσμος που είχα χτίσει γι’ αυτούς τους ανθρώπους, γκρεμίστηκε. Όταν είσαι παιδί, δεν διακρίνεις εύκολα συμπεριφορικά ζητήματα. Με το πέρασμα των χρόνων, η κριτική σκέψη γίνεται πιο αυστηρή. Κάποιους απ’ αυτούς, μπορώ να τους ακούσω και σήμερα, κάποιους άλλους όχι. Πλέον, παίζει μεγάλο ρόλο το αισθητικό κομμάτι. Οχτώ στους δέκα ράπερς έλεγαν χυδαιότητες, ήταν σχεδόν ταμπού να μην το κάνεις, έμοιαζει σαν κομμάτι της κουλτούρας. Στην Αμερική είναι ακόμη, εδώ, έχω την αίσθηση ότι κάνει fade out. Αυτό συμβαίνει γιατί σε κάποιες περιπτώσεις οι άνθρωποι όντως αυτοβελτιώνονται και σε κάποιες άλλες, γιατί δεν πουλάει πλέον».
«Προσωπικά, αισθάνομαι ότι έχουμε ένα μερίδιο ευθύνης. Απ’ τη στιγμή που ένα παιδί μπορεί να με πιάσει και να μου πει: “Σε ακούω και με συντροφεύεις”, σκέφτομαι το πώς είχα εγώ στο μυαλό μου τους ράπερς που άκουγα και νιώθω ευθύνη. Να πέσει κεραυνός να με κάψει αν αυτό το παιδί που τώρα με έχει “πρότυπο”, μεγαλώνοντας, πει: “Τον άκουγα τον μαλάκα και νόμιζα ότι ήταν κομπλέ”. Δεν έχει να κάνει με τη διατήρηση μιας εικόνας, αλλά με την ανάγκη να είμαι συνεπής με αυτό που κάνω».
Μιλάμε για την όλο και πιο συχνή παρουσία γυναικών και θηλυκοτήτων στη ραπ σκηνή
«Το ζήτημα προφανώς και δεν έχει λυθεί. Το ραπ είναι μικρογραφία της κοινωνίας, δεν μπορεί να απέχει πολύ απ’ αυτό που ζούμε. Ακόμη και τώρα που υπάρχει φαινομενικά μια ισοτιμία στο πόσο εύκολα μπορεί να ανέβει ένα αγόρι ή ένα κορίτσι στη σκηνή, εύκολα θα ακούσεις την ατάκα: “Από κοπέλες ράπερς, ποια σ’ αρέσει;”. Μιλάνε ακόμη δηλαδή για γυναικείο ραπ και ραπ. Κανείς δεν λέει: “αντρικό ραπ”. Θέλουν να κάνουν κομπλιμέντο και λένε: “Αυτή ραπάρει καλύτερα και από άντρα”, αν είναι δυνατόν».
«Να πούμε ότι αυτός ο διαχωρισμός γίνεται ακόμη κι από εμάς, όχι μόνο από την άλλη πλευρά. Η πατριαρχία είναι βαθιά ριζωμένη μέχρι και στους πιο φιλικά προσκείμενους σε εμάς ανθρώπους, δεν χρειάζεται δηλαδή ο άλλος να είναι αμιγώς μισογύνης. Κουράγιο στα κορίτσια που το κάνουν, γιατί μόνο χάρη σε αυτές συμβαίνει η όποια μετατόπιση. Όλο το βάρος, το σηκώνουν μόνες τους».
Τον Jaul, τον έχω παρακολουθήσει σε αρκετές αυτοοργανωμένες συναυλίες κι έτσι, ανοίγει μια κουβέντα όχι εύκολη, αλλά απαραίτητη μιας και έχω την αίσθηση ότι διαρκώς την αποφεύγουμε στον δημόσιο διάλογο. «Υπάρχει έντονα το κομμάτι του να δειχτούν κάποιοι στον χώρο αυτό, μια αγωνία για το ποιος είναι ο πιο antifa. Αυτό συμβαίνει γιατί πλέον είναι πολύ πιο αποδεκτό κοινωνικά, χωρίς τις περισσότερες φορές ουσιαστική εμπλοκή με τον χώρο. Το να βγαίνουν MC’s και να συνθηματολογούν με ατάκες: «Να καεί η Βουλή», «Θάνατος στα αφεντικά» και όλα τα σχετικά, χωρίς να δραστηριοποιούνται πολιτικά, μπορεί να μοιάζει επαναστατικό, όμως δεν είναι. Δεν θα τους βάλω απέναντι, ούτε όμως και ψηλά στην υπόληψή μου. Προσπαθώ, όσο μπορώ, να μην γενικεύω και να μην αναπαράγω μια αφοριστική κριτική, γιατί δεν με βοηθάει εξελικτικά σαν άνθρωπο».
«Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι το κίνημα σε ωθεί στην εσωτερική κατανάλωση. Να τα λέω εγώ σε σένα που τα ξέρεις ήδη και εσύ στον φίλο σου, που επίσης τα ξέρει. Χάνουμε την ουσία της κοινωνικής απεύθυνσης. Να μην τα πούμε δηλαδή παρά έξω, επειδή είναι μαγαζί κι έχει είσοδο; Οι όροι της εμπορευματοποίησης με τους οποίους μιλάνε οι άνθρωποι, με δυσκολεύουν πλέον. Απ’ τη μία, να μην εμπορευματοποιήσουμε τη μουσική μας, αλλά να είναι στο Spotify και στο Youtube, που είναι ο διάολος προσωποποιημένος. Αρκεί να είμαι, δηλαδή, ορθόδοξος αναρχικός, ενάντια σε κάθε σχέση αφεντικού-εργοδότη, αλλά να ακούω τα κομμάτια στο Spotify που κατηγορείται για εμπορία όπλων, για να μη ξεβολευτώ. Παράλληλα, όμως, να κρίνω τον άλλον που μπορεί να βγάλει δύο φράγκα απ’ τα live του».
«Δεν έχω κανένα ηθικό δίλημμα. Μέχρι να πάρω την απόφαση, στεναχωριόμουν και ο μόνος λόγος ήταν για το τι θα πει ο κόσμος και πώς θα με αντιμετωπίσει μετά. Το κίνημα θα το στηρίζω, όπως έκανα πάντα και, παράλληλα, θα κάνω τη μουσική μου με τον τρόπο που επιλέγω. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Πιστεύω ότι ο κόσμος αποκτά όλο και περισσότερο κριτική σκέψη. Η κακεντρέχεια πάντα θα υπάρχει, αυτό που είναι σημαντικό είναι να μην ετεροκαθορίζεσαι και να μην έχεις στο μυαλό σου αποκλειστικά την αποδοχή».
Αναρωτιέμαι, δεν αποζητάμε την αποδοχή όλοι και όλες με κάποιον τρόπο;
«Ισχύει. Στην τέχνη, όμως, δεν γίνεται να προβλέψεις τη γνώμη του άλλου. Αν γράψω κάτι προκειμένου να είναι αποδεκτό από κάποιον άλλον, χάνω εμένα. Γράφω μουσική σαν να γράφω σε ημερολόγιο, δεν σκέφτομαι ότι προορίζεται για να το ακούσει άλλος. Αν αυτό που γράφεις είναι όντως κάτι πραγματικά δικό σου, έχεις περισσότερες πιθανότητες να αισθανθεί ο κόσμος ότι τον αφορά. Πραγματική τέχνη είναι όταν δεν περιμένεις ποτέ πώς θα το εκλάβει ο άλλος. Όσο κι να με συγκινεί ότι μπορεί να με πιάσουν να μου πουν: “Ρε φίλε αυτό με άγγιξε”, τίποτα δεν συγκρίνεται με τη δύναμη που εισπράττω όταν διαβάζω στο τέλος το κουπλέ μου, συνειδητοποιώντας ότι έχω ανακαλύψει μια πτυχή μου που μέχρι να τελειώσει δεν την ήξερα».
Μου λέει ότι η μαγεία κρύβεται στην καθημερινότητα, εκεί κρύβονται όλα τα κουπλέ. Βρισκόμαστε, όμως, στην καρδιά μιας σκοτεινής πόλης που μας κατασπαράζει
«Αναμφίβολα, αυτή η πόλη τρώει τα παιδιά της. Αυτό που νιώθω περισσότερο είναι ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι στερούνται το όνειρο. Ένας άνθρωπος που δεν νιώθει ότι έχει κάτι να προστατεύσει, γίνεται εύθραυστος, κάθε αναποδιά μπορεί να τον υπερνικήσει. Το καταλαβαίνω. Όταν είμαι στη δουλειά και σιχτιρίζω, όταν έχω μια ερωτική απογοήτευση και όλα είναι μάταια, όταν πληγώνω τον φίλο μου σε έναν τσακωμό και μετά έχω τύψεις, όταν βλέπω την Παλαιστίνη να αφανίζεται, όταν βλέπω τους μπάτσους να δολοφονούν ασταμάτητα, νιώθω κι εγώ αβοήθητος. Παράλληλα, όμως, προσπαθώ να μην ξεχνάω ότι έχω ένα όνειρο να κυνηγήσω και αυτό με κινεί καθημερινά. Για ποιον λόγο είμαι εδώ, αν δεν βρω τον λόγο να διψάω γι’ αυτή τη ζωή; Κι όσο διψάω για ζωή, τόσο περισσότερο φοβάμαι τον θάνατο. Θέλω να το ζήσω όλο αυτό, να εξελιχθώ μέσα από τους ανθρώπους και την τέχνη μου».
«Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε πυλώνες που να μας κρατούν σε κίνηση, γιατί κανείς δεν πρόκειται να μας χαρίσει τίποτα. Δικά μου θεμέλια αποτελούν όσα ανακαλύπτω μέσα από τη ζύμωση με τους ανθρώπους και τη δημιουργία. Πυροδοτείται μια τεράστια ανάγκη για εξέλιξη, που με ξεπερνά. Είναι μαγεία και η βάρκα που με οδηγεί στο ένστικτό μου. Αναζητώ διαρκώς την έκπληξη, το να αναθεωρώ και να αμφισβητώ. Ό,τι κινείται, είναι ζωντανό. Ό,τι είναι στάσιμο, αργοπεθαίνει. Είναι πιο σημαντικό να γεννάς ερωτήματα, παρά να βρίσκεις απαντήσεις, όσο κι μοιάζει ανακουφιστικό. Το να γεννηθεί ένα καινούργιο ερώτημα, είναι πιο συμπαντικό ακόμη κι αν δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Είναι κοσμική ανάγκη, που έρχεται μέσω της αμφισβήτησης. Έχει σημασία και ουσία το ξεβόλεμα».
Εδώ και λίγο καιρό, κυκλοφόρησε ο πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος του Jaul, με τίτλο «Deadline»
Το πρώτο κομμάτι, μου λέει, γράφτηκε περίπου ενάμιση χρόνο πριν την ανάρτηση του δίσκου. «Την περίοδο που έγραφα το “Deadline”, ήμουν αρκετά ευάλωτος κι αυτή η διαδικασία λειτουργούσε ως αντίβαρο. Όλη αυτή η συναισθηματική αστάθεια, ο αχταρμάς που υπήρχε στο μυαλό μου και το έκανε να μοιάζει σαν καζάνι που βράζει, ήρθε και τοποθετήθηκε με τον πιο όμορφο τρόπο στο χαρτί. Εκεί, δηλαδή, που νιώθεις ότι κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει, γυρνάς την επόμενη ημέρα και διαβάζεις δομημένα όλα όσα μέχρι χθες ήταν χάος. Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει στους ανθρώπους που κάνουμε μουσική, να λέμε δηλαδή τις πιο βαθιές μας σκέψεις μπροστά σε χιλιάδες κόσμου, ενώ ταυτόχρονα, αν μου έλεγες αυτά που έχω γράψει στα κομμάτια μου να τα κουβεντιάσω με έναν άνθρωπο, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Θα ντρεπόμουν, θα ένιωθα εκτεθειμένος. Με το “Deadline”, έφτιαξα έναν κόσμο. Ήθελα να γυρίσω σαν τρίτος και να μπορώ να μπω στο κεφάλι του Ιουλίου. Νομίζω τα κατάφερα, χωρίς εκπτώσεις και φίλτρα».
Μου εξηγεί ότι με τον όρο «deadline» επανοικειοποιήθηκε έναν όρο που στο μυαλό του είχε αρνητικό πρόσημο
«Κάθε φορά που τον άκουγα, ένιωθα δέσμευση και πίεση. Παράλληλα, σε εκείνη την περίοδο της ζωής μου, έπρεπε να βάλω “deadline” σε πράγματα που ένιωθα, ένα κομμάτι αυτοαποφυγής και αναβλητικότητας. Ο χρόνος είναι εχθρός και φίλος ταυτόχρονα. Όταν τον αφήνεις απλά να περνάει, θα σε νικήσει. Αυτός παραμένει αναλλοίωτος και κυλάει, ενώ εσύ πλέεις μέσα του. Πρέπει να τον πλάσεις, να τον κάνεις κάτι για σένα».
Στις 22 Νοεμβρίου, ο Jaul θα ανέβει με πολλούς φίλους και φίλες του στη σκηνή του FUZZ. «Θέλω πάρα πολύ να παίξω live αυτόν τον δίσκο. Ο πρώτος κύκλος, το να τον γράψω, δηλαδή, και να τον ακούσω έκλεισε και τώρα ανυπομονώ να τον παρουσιάσω, όχι σαν κάτι δικό μου όμως. Έτσι κι αλλιώς, εγώ νιώθω ότι απλά αποτυπώνω τα ερεθίσματα που δέχομαι. Γι’ αυτό δεν μου αρέσει και η έννοια του δημιουργού. Δανεικά είναι όλα όσα παίρνουμε και γράφουμε. Ας το κάνουμε όμορφα και με αγάπη».