Συχνά δυσκολευόμαστε και αποφεύγουμε να μιλήσουμε για τον θάνατο, ωστόσο για να αγκαλιάσουμε την ζωή ίσως χρειάζεται να εξοικειωθούμε και να μιλάμε ανοιχτά για το ζήτημα της απώλειας.
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο και καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή» γράφει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική. Πώς διαχειριζόμαστε όμως τον θάνατο και την απώλεια, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής;
Μιλάμε ανοιχτά για τον θάνατο και τα συναισθήματα που τον περιτριγυρίζουν ή αποφεύγουμε στ’ αλήθεια να έρθουμε αντιμέτωποι με το μόνο σίγουρο πράγμα στην ζωή; «Μακάβριο, ανατριχιαστικό, φρικαλέο» είναι μόνο μερικές λέξεις που δείχνουν την απώθησή μας απέναντι στον θάνατο. Χρειάζεται όμως να είναι έτσι τα πράγματα; Η εξοικείωση με αυτό το κομμάτι της ζωής, με το οποίο ερχόμαστε όλα τα πλάσματα αντιμέτωπα, μήπως μπορεί να προσφέρει μια άλλη οπτική στην ίδια τη ζωή;
Σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο διοργανώνουν εδώ και χρόνια τα death cafes, δημιουργώντας το χώρο και το χρόνο να ανοίξει η συζήτηση για την απώλεια, όπου οι άνθρωποι κρατώντας ένα ποτήρι καφέ, μαθαίνουν να μιλούν για το θάνατο, χωρίς ταμπού. Τελευταία, έχει αναδυθεί και η ιδέα της ζωντανής κηδείας.
Πέρυσι, η ιδρύτρια της φιλανθρωπικής οργάνωσης για τον καρκίνο του μαστού “CoppaFeel!”, η Kris Hallenga, η οποία πάσχει από καρκίνο του μαστού 4ου σταδίου, είχε μια “FUNeral”, για την οποία είπε: «Θέλω να είμαι παρούσα στην εκδήλωση όπου οι άνθρωποί μου έχουν να πουν ένα δύο πράγματα για μένα κι έχω την ευκαιρία να δείξω πόσα πολλά σημαίνουν για μένα».
Σταδικά, συνειδητοποιούμε ως κοινωνία τα πλεονεκτήματα μιας ζωντανής κηδείας.
«Αποφάσισα ότι ήθελα να οργανώσω τη δική μου ζωντανή κηδεία, τη δική μου FUNeral, και με αυτόν τον τρόπο να γιορτάσω μια ζωή που αγάπησα πραγματικά, περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που αγαπούσα. Κατά τη διάρκεια ενός ψυχεδελικού trip (με μαγικό μανιτάρι) είχα αυτές τις πολύ άγριες και υπέροχες ιδέες και τον Μάρτιο άρχισα να οργανώνω το φεστιβάλ για τη ζωή μου» συνέχισε.
Οι ζωντανές κηδείες άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990. Είναι γνωστές ως “seizenso”, δηλαδή «κηδεία ενώ ζούμε» και η βασική ιδέα ήταν ότι θα αφαιρούσαν λίγη από την πίεση από τα μέλη της οικογένειας ή τους φίλους που οργανώνουν την κηδεία μετά το θάνατο κάποιου.
Η πρακτική αυτή έχει αναπτυχθεί και στη Νότια Κορέα. Το 2019, 25.000 άνθρωποι συμμετείχαν σε μια μαζική ζωντανή κηδεία για να αντιμετωπίσουν τη θνησιμότητά τους και να αγκαλιάσουν τη ζωή.
Οι ζωντανές κηδείες δίνουν την ευκαιρία να κάνουμε μια γιορτή για την ζωή. Η Georgia Martin, ιδρύτρια της εταιρείας “A Beautiful Goodbye”, η οποία παρέχει υπηρεσίες ζωντανής κηδείας, βοηθά τους ανθρώπους να οργανώσουν αυτές τις εκδηλώσεις εθελοντικά από το 2016.
«Οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι μακάβριο. Φαντάζονται μια κηδεία σε μια εκκλησία με φέρετρο και όλους να φορούν μαύρα. Σε μια ζωντανή κηδεία, ωστόσο, τίποτα δεν είναι καθορισμένο. Μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε» σχολιάζει, τονίζοντας το πόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι επιτρέπουν στους ανθρώπους να πουν ο ένας στον άλλον πώς αισθάνονται.
«Νομίζω ότι όταν λες αυτά τα πράγματα φωναχτά, αφαιρείται ένα στοιχείο θλίψης, επειδή έχεις πει όλα όσα ήθελες να πεις. Σου δίνει μια καθαρότητα που δεν θα είχες αλλιώς», συνεχίζει.
«Το πώς θέλουμε να πεθάνουμε αποτελεί την πιο σημαντική και δαπανηρή συζήτηση που δεν κάνει η Αμερική», διαβάζουμε στο Death over Dinner. Δεκάδες ειδικοί της ιατρικής και της ευεξίας μιλούν για το τέλος της ζωής και δημιουργούν μια «διαδραστική περιπέτεια που μετατρέπει αυτή τη φαινομενικά δύσκολη συζήτηση σε μια συζήτηση βαθιάς δέσμευσης, κατανόησης και ενδυνάμωσης».
Ο Michael, ιδρυτής αυτής της ΜΚΟ, προσκαλεί φίλους και οικογένεια να γεμίσουν το τραπέζι, για ένα δοκιμαστικό δείπνο.
Όταν ιδρύθηκε η πρωτοβουλία το 2013, μέσα σε μία μόνο νύχτα έγιναν πάνω από 500 δείπνα σε 20 χώρες. Από τότε έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από εκατό χιλιάδες #deathdinners σε όλο τον κόσμο.
Ο ίδιος διοργάνωσε και την δική του ζωντανή κηδεία, παρόλο που δεν το είχε στο μυαλό του. «Ξεκίνησε ως ένα σαββατοκύριακο για τα 40ά γενέθλιά μου. Έστειλα email στους φίλους μου ζητώντας τους να είναι ελεύθεροι εκείνη την ημερομηνία. Ένας φίλος παρενέβη και είπε: “Θα πρέπει να οργανώσουμε στον κ. Θάνατο μια ζωντανή κηδεία για τα 40ά γενέθλιά του”. Ο κόσμος άρχισε να ενθουσιάζεται. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο σοβαρό θα γινόταν».
«Περίπου 35 άτομα μαζευτήκαμε σε ένα σπίτι στο Point Reyes της Καλιφόρνια. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στη σιωπή. Ένας θεραπευτής μασάζ και ένας θεραπευτής Ρέικι δούλεψαν πάνω στο σώμα μου. Έκανα μπάνιο και χρίστηκα με έλαια και ντύθηκα στα λευκά. Μου έδεσαν τα μάτια και με οδήγησαν κάτω. Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι με έβαζαν μέσα σε ένα φέρετρο. Κανείς δεν μου είχε πει γι’ αυτό. Ευτυχώς, ήταν ένα ανοιχτό φέρετρο – οι φίλοι μου το έφτιαξαν από έναν τοπικό ξυλουργό» αφηγείται στην Guardian.
«Δεν κουνήθηκα ούτε εκατοστό για τρεις ώρες. Μια φίλη άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα στη θέα της μεταφοράς μου στο φέρετρο. Το κλάμα της δημιούργησε την ατμόσφαιρα. Η τελετή έγινε από δύο στενούς φίλους. Αρχικά, οι άνθρωποι μίλησαν για το πώς με γνώρισαν, στη συνέχεια εξέφρασαν τυχόν παράπονα και, τέλος, οι άνθρωποι μοιράστηκαν αυτά που θα ήθελαν να ήξερα για το πώς αισθάνονται για μένα. Ένιωσα σαν ένα φορτηγό γεμάτο συναισθήματα. Αν είσαι ξαπλωμένος και κλαις χωρίς να κουνιέσαι, τα δάκρυά σου δεν έχουν πού να πάνε. Είχα λίμνες από δάκρυα που κάλυπταν τα μάτια μου» συνέχισε.
Στη συνέχεια, τον βύθισαν σε μια ζεστή μπανιέρα, καθιστώντας σαφές ότι αυτό θα τον επανέφερε στη ζωή. «Πέρασα 45 λεπτά αγκαλιάζοντας ανθρώπους και μετά χρειάστηκα χώρο. Οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μου μου είχαν πει πόσο σημαντικός ήμουν γι’ αυτούς. Ένιωσα καταπληκτικά, αλλά δεν ήμουν έτοιμη να διασκεδάσω».
«Βιώνεις κάτι πολύ έντονο, αλλά αν έχεις τα κότσια να το κάνεις, είναι πολύ δυνατό. Και για τους ανθρώπους με μια διάγνωση ανίατης ασθένειας είναι ένα εξαιρετικό δώρο. Ελπίζω οι ζωντανές κηδείες να γίνουν πιο διαδεδομένες. Σε βοηθούν να συνειδητοποιήσεις τι είναι σημαντικό για σένα, γιατί βρίσκεσαι εδώ και πώς μπορείς να αγαπάς καλύτερα. Ήταν μια από τις πιο ουσιαστικές εμπειρίες της ζωής μου» κατέληξε.
Death Cafe's founder Jon Underwood speaking in London at Social Media Week 2014 about how #Deathcafe began… https://t.co/eUCu06uxR9
— Death Cafe (@DeathCafe) June 12, 2019
Η αλήθεια είναι ότι στις δυτικές κοινωνίες δεν συζητάμε εύκολα μεταξύ μας για τον θάνατο. Έχουμε αναθέσει τις συζητήσεις αυτές στους γιατρούς, τους ιερείς και τους νεκροθάφτες. Ο Jon Underwood θέλησε να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση, δημιουργώντας το μη κερδοσκοπικό “Death cafe” το 2011, το οποίο θυμίζει το ελβετικό “Cafe Mortel”, γιατί έχουμε χάσει τον έλεγχο πάνω σε ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που έχουμε ποτέ να αντιμετωπίσουμε.
«Η διοργάνωση του δικού σας Death Cafe είναι φθηνή, απλή και διασκεδαστική», γράφει στο site του Death Cafe, όπου παρατίθεται και αναλυτικός οδηγός.
«Ο πόνος απαιτεί να τον νιώσεις», όπως λέει ο John Green στο Λάθος Αστέρι. Το πένθος είναι μια αναπόφευκτη διαδικασία που ακολουθεί μετά τον χαμό ενός αγαπημένου πλάσματος. Κάθε άνθρωπος επιλέγει πώς θα θρηνήσει την απώλεια, όμως ως κοινωνία οφείλουμε να ανοίξουμε τα αυτιά μας και τα στόματά μας και να αρχίσουμε σιγά σιγά να προσεγγίζουμε διαφορετικά τον θάνατο.
Η Rebecca Paterson, η οποία εργάζεται για το “Good Life Good Death Good Grief”, μια εκστρατεία που έχει συνεργαστεί με καφενεία θανάτου στη Σκωτία, λέει: «Το να μιλάμε γι’ αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι: όχι μόνο συμβιβάζεσαι με τη θνησιμότητά σου κι αυτό σημαίνει ότι είναι πιο πιθανό να ζήσεις τη ζωή σου στο έπακρο, αλλά το να είμαστε ανοιχτοί σε αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον, τις οικογένειές μας και τους εαυτούς μας όταν ο θάνατος έχει αντίκτυπο στη ζωή μας. Αυτό δημιουργεί μια πιο υγιή, πιο ευτυχισμένη κοινότητα».
«Έχω ακούσει ανθρώπους να λένε ότι ο θάνατος μπορεί να είναι μια πραγματικά ξεχωριστή στιγμή. Φανταστείτε το – πόσο διαφορετικά θα νιώθαμε όλοι μας γι’ αυτό αν μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο;»