Ηθοποιός, δραματουργός και θεατρική συγγραφέας, ήδη πολυγραφότατη, όσο κι αν η ίδια αυτοσαρκάζεται όταν ακούει τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό. Ωστόσο, πέντε θεατρικά έργα σε πέντε χρόνια μιλούν από μόνα τους.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες φωνές του ελληνικού θεάτρου, η Νεφέλη Μαϊστράλη είναι, επίσης, ιδρυτικό μέλος της ομάδας των 4Frontal που ευδοκιμεί από το 2011 και προέκυψε από την ανάγκη αποφοίτων της δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών, να κάνουν πράγματα παρέα, με τους δικούς τους όρους, αλλά και πολλές δυσκολίες, ενώ παράλληλα όλοι κάνουν και άλλες δουλειές, όπως λέει η ηθοποιός.
Τη φετινή θεατρική σεζόν, πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Κανόνια και Τρομπέτες», μια μαύρη κωμωδία λαμέ καταστάσεων, του Γιάννη Τσίρου στο θέατρο Εμπορικόν, ενώ οι «Σπυριδούλες» της, το θεατρικό έργο που έγραψε, εκκινώντας από την αληθινή ιστορία της Σπυριδούλας, μιας 12χρονης υπηρέτριας, που συγκλόνισε την κοινή γνώμη της δεκαετίας του 1950, συνεχίζεται στη σκηνή του Τζένη Καρέζη.
Επίσης, συνυπογράφει το κείμενο της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου, «Στο σώμα της» με τη σκηνοθέτιδα Ελένη Ευθυμίου και τη Σοφία Ευτυχιάδου, ένα πολυφωνικό έργο για τα θαύματα, τις χαρές, τις κατακτήσεις αλλά και τις καταπιέσεις που έχει υποστεί το γυναικείο σώμα.
Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν θα έγραφε «ποτέ, μα ποτέ», αν δεν είχε κάτσει η καραντίνα σε συνδυασμό με κάποιες ευνοϊκές συγκυρίες, «γιατί ο βιοπορισμός σε παίρνει φαλάγγι», όπως λέει.
Ένα κρύο απόγευμα του Νοεμβρίου, κάπου στο Μεταξουργείο, ξεκινάμε τη συζήτησή μας από τις «Σπυριδούλες», σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα, που φέρνουν στο προσκήνιο τις γυναίκες που υπήρξαν ψυχοκόρες και οικιακές εργάτριες, το 1950 και το 1960, αλλά και τις εσωτερικές οικιακές εργάτριες του σήμερα, μέσα από πραγματικές συνεντεύξεις που πήραν οι 4Frontal.
«Η σκέψη ήταν να μην είναι η ιστορία της Σπυριδούλας, να αντλήσουμε έμπνευση από εκείνη και να το ανοίξουμε τελείως στις οικιακές εργάτριες του τότε και του τώρα, με μια φόρμα που μου ήρθε στο μυαλό ψάχνοντας, όσο διάβαζα αυτή τη φοβερή, αληθινή ιστορία», σημειώνει.
«Την φαντάστηκα ως λαϊκό ίνδαλμα, ως σύμβολο και έκανα μια αναλογία με τους μύθους της αρχαιότητας. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι ένας αντίστοιχος μύθος αυτή η γυναίκα και ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη φρικτή πραγματικότητα που αντιμετώπιζε».
Φαντάστηκες τη Σπυριδούλα ως τραγική ηρωίδα, με έναν τρόπο;
Ακριβώς. Έτσι, δανείστηκα τη φόρμα της τραγικής ποίησης, για να φτιάξω ένα καινούριο έργο, το οποίο ουσιαστικά αφορμάται από τη Σπυριδούλα και ανοίγει σε όλες τις οικιακές εργάτριες.
Έκανες έρευνα για την πραγματικότητά τους τότε, και βλέποντας την παράσταση, κατάλαβα ότι έγιναν και κάποιες συνεντεύξεις με οικιακές εργάτριες σήμερα;
Σωστά. Αυτοί οι δύο ήταν οι άξονες της έρευνας. Μάλιστα, με βοήθησε ένας πολύ καλός ερευνητής και σκηνοθέτης, ο Παναγιώτης Λιαρόπουλος, με τον οποίο δουλέψαμε πάρα πολύ ωραία σε σχέση με την έρευνα του παρελθόντος, αναφορικά με τις ψυχοκόρες. Επίσης, μαζί με τη βοήθεια της ομάδας, των 4Frontal, βρήκαμε οικιακές εργάτριες από τις Φιλιππίνες που είναι εσωτερικές σήμερα, στο Κολωνάκι, στην Εκάλη και συλλέξαμε ιστορίες.
Είχαν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και κάναμε και παρέα με κάποιες. Πήγαμε μαζί τους στην εκκλησία τους, μερικές Κυριακές. Με μία συγκεκριμένη έχω επαφή και σήμερα. Με καλεί κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αλλά δεν μπορώ να πάω γιατί έχω παράσταση. Η εκκλησία είναι το σημείο συνάντησης για εκείνες. Είναι πάρα πολύ φιλικές, θέλουν να κάνουν παρέες.
Ζουν 20-30 χρόνια στην Ελλάδα οι περισσότερες. Είναι πολίτες αυτής της χώρας. Και το περίεργο είναι ότι ειδικά οι εσωτερικές δεν έχουν προσωπική ζωή -για μένα αυτό ήταν το συγκλονιστικό. Μπορεί να είναι σε καλύτερη μοίρα, ας πούμε, από την πρόσφυγα που ήρθε τώρα, αν έχει επιβιώσει, από την Παλαιστίνη ή που είχε έρθει από τη Συρία, το Ιράκ ή το Ιράν.
Σίγουρα, οι εσωτερικές δεν ζουν σε ένα ΚΥΠ όπως οι πρόσφυγες, αλλά σε καμία περίπτωση ούτε εκείνες, ούτε τα παιδιά της δεν έχουν τις ευκαιρίες που έχουμε εμείς. Ζουν μια ζωή, η οποία είναι σε σχέση πάντα με τα αφεντικά τους. Ξυπνάνε, κοιμούνται και υπάρχουν σε σχέση με το πώς ζει το σπίτι. Είναι του σπιτιού, που λένε.
Τα περισσότερα θεατρικά έργα που έχεις γράψει μέχρι τώρα, από τους «Αριστερόχειρες» που ήταν για τον Εμφύλιο μέχρι τις «Σπυριδούλες» εκκινούν από πραγματικά γεγονότα. Είναι απόφαση αυτό;
Μου αρέσουν τα ντοκουμέντα ή το να κάνω εγώ τις ιστορίες να μοιάζουν με ντοκουμέντα, χωρίς απαραίτητα να είναι -πράγμα που έχω κάνει κάποιες φορές. Αυτό με έχει ερεθίσει, τα χρόνια που γράφω. Μου αρέσει η Ιστορία, η οποία μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα θεατρικά.
Είναι χρήσιμο να μπάζεις τους ανθρώπους σε ένα ιστορικό γεγονός, αλλά με θεατρικούς όρους. Με φτιάχνει αυτό. Θεωρώ ότι μεγαλώνοντας μπορεί να αρχίσουν να με ερεθίζουν και άλλα πράγματα, να κουραστώ κι εγώ η ίδια, να βαρεθώ και να θέλω να μεταπηδήσω σε άλλο πεδίο, πριν επιστρέψω.
Μέχρι τώρα, αντλώ τα ερεθίσματά μου από αληθινά γεγονότα. Μου αρέσει το πολιτικό θέατρο κι επειδή υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα ιστορικών γνώσεων σε αυτή τη χώρα, που μας έχει οδηγήσει εκεί που μας έχει οδηγήσει, αν μπορώ να βάλω το λιθαράκι μου, καλό είναι.
Σε όλα τα έργα σου, η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Ελλάδας είναι στο επίκεντρο.
Ναι, ξεκινώ από την ελληνικότητα. Δηλαδή, ξέρεις, πρώτα μιλάμε για το χωριό μας, να δούμε τι στο διάολο γίνεται εδώ πέρα και μετά αν μπορούμε να μιλήσουμε και για τα άλλα, ας μιλήσουμε και για τα άλλα.
Πόσο χρόνια γράφεις;
Αισίως πέντε. Υπάρχει κενό στην αγορά. Δηλαδή, δεν γράφουν πολλοί άνθρωποι, διότι δεν υπάρχει εκπαίδευση ως προς αυτό. Κι εγώ μαθαίνω στου κασίδη το κεφάλι, λόγω του ότι υπάρχει η ομάδα (σ.σ. οι 4Frontal) και μπορώ να δοκιμάζω τα κείμενα. Είμαι και νομικάρια, οπότε μου άρεσε πάρα πολύ η διαδικασία του γραψίματος.
Ξεκίνησα με πολύ κέφι, γιατί μου άρεσε πάντα να διασκευάζω λογοτεχνία. Η ομάδα, πάλι, μου είχε δώσει το έναυσμα να το κάνω και μετά γράφοντας τα δικά μου έργα, μπήκα σε μια διαδικασία να δοκιμάζω τα κείμενά μου, να τα αλλάζω.
Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που γράφουν και έχουν τα κείμενά τους στο συρτάρι, γιατί δεν μπορούν να τα δοκιμάσουν πουθενά και δεν έχουν και τα εφόδια, έτσι ώστε τα γραπτά τους να φτάσουν σε εμάς. Πραγματικά, μπορεί να υπάρχουν αριστουργήματα, τα οποία δεν θα τα μάθουμε ποτέ.
Υπάρχουν πάρα πολλές σχολές Υποκριτικής και δεν υπάρχουν σχολές ούτε Σκηνοθεσίας, εκτός από αυτή τη μία του Εθνικού, ούτε Δραματουργίας. Είμαστε η μόνη χώρα που δεν έχει σχολή Δραματουργίας. Υποτίθεται ότι τώρα στην Ακαδημία, θα ενταχθεί κάπως και αυτό το κομμάτι, θέλω να πιστεύω. Στην Ελλάδα, είναι όλα λίγο πειραματικά.
Πότε ασχολήθηκες πρώτη φορά με το γράψιμο;
Στην καραντίνα έγραψα πρώτη φορά. Ήμουν τυχερή, γιατί στην πρώτη καραντίνα, δούλευα στο Εθνικό, οπότε είχα να φάω. Μπορούσα να κάθομαι και να γράφω. Βρήκα και ένα δωρεάν εργαστήριο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και μπήκα στην διαδικασία να γράψω τους «Αριστερόχειρες».
Έτσι έγινε. Αλλιώς δεν θα έγραφα ποτέ. Γιατί ο βιοπορισμός σε παίρνει φαλάγγι. Μετά, το ένα έφερε το άλλο και πήγαν καλά οι «Αριστερόχειρες». Άρχισα να γράφω κι άλλο, γιατί είχα παραγγελίες και θα πληρωνόμουν για αυτό που έκανα, οπότε μπορούσα να προχωρήσω. Πάντα βέβαια έπαιζα, όπως και τώρα, γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Πάντως είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι εσύ που έχεις γράψει πέντε έργα σε πέντε χρόνια, μπορεί να μην έγραφες ποτέ, αν δεν σε είχαν ευνοήσει κάποιες συγκυρίες.
Ποτέ. Ποτέ, μα ποτέ, όμως.
Θα πιαστώ από κάτι που λέγαμε πριν ξεκινήσουμε. Γιατί γίνεται κάθε χρόνο όλο και πιο δύσκολο να κάνεις πράγματα θεατρικά;
Γιατί δεν υπάρχει ακριβώς στήριξη από την πολιτεία, για να ευνοούνται αλήθεια οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις των ανθρώπων και ειδικά των συλλογικοτήτων. Γιατί αυτό θέλει ένα συντονισμένο πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής που δεν είναι βραχύβιο. Δεν αφορά στο εξάμηνο, ούτε στο έτος, αλλά σε ένα πλάνο δεκαετίας, εικοσαετίας. Έτσι λειτουργούν συνήθως αυτά, για να πεις ότι ευνοούνται οι συλλογικότητες, για να μπορούν να κάνουν θέατρο με αξιοπρέπεια.
Ακόμα και με τα χρήματα της επιχορήγησης, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις παράσταση χωρίς συμπαραγωγό. Είναι πάρα πολύ λίγα, για να πεις ότι θα πληρωθούν οι άνθρωποι κανονικά λεφτά. Δεν γίνεται. Στη δική μας περίπτωση, φυσικά, ζούμε από τις επιχορηγήσεις -όταν τις εξασφαλίζουμε, γιατί φέτος δεν τα καταφέραμε, λόγω ενός αμελητέου, διοικητικού λάθους του λογιστή με τη σφραγίδα. Είμαστε σ’ αυτούς που δεν πήραν φέτος επιχορήγηση, ενώ παίρνουν κάθε φορά.
Ακόμα όμως και με την επιχορήγηση, είναι πάρα πολύ δύσκολο να πληρωθείς πρόβες, να πληρωθείς την παράσταση. Δεν είναι οι επιχορηγήσεις που υπήρχαν παλιά, επί Πασόκ στον Βογιατζή. Τότε, ήταν πάρα πολλά τα λεφτά και ο άνθρωπος έκανε έρευνα και μπράβο του, πλήρωνε κανονικά τις πρόβες και επένδυε στο κάθε έργο. Δεν είναι αυτό πια. Είναι κάποια πάρα πολύ λίγα λεφτά για πολύ μικρά projects, τα οποία συνήθως είναι υποπληρωμένα.
Οι 4Frontal δεν έχουμε παραγωγό, δεν έχουμε κάποιον εκτός της ομάδας που βάζει λεφτά, τουλάχιστον σε μόνιμη βάση. Δηλαδή, έχει τύχει να συνεργαστούμε με παραγωγούς, αλλά δεν έχουμε κάποιον που μας τα χώνει. Περιμένουμε από την επιχορήγηση και αυτό μας είναι τρομερός βραχνάς, γιατί δεν μας αφήνει ούτε να κάνουμε ταμείο, να πεις ότι μαζεύουμε χρήματα για να κάνουμε μια επόμενη δουλειά, ούτε μας εξασφαλίζει κάποια καλά λεφτά για έξι μήνες. Το κάνουμε από το ύστερημά μας και όλοι κάνοντας και άλλες δουλειές.
Ακόμα και τώρα που μπορεί να βλέπουμε ότι κάνετε παραστάσεις που πάνε πάρα πολύ καλά, είναι γεμάτες;
Βεβαιότατα. Όλοι δουλεύουμε και αλλού. Είναι πάρα πολύ λίγα τα χρήματα, δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα.
Θα έπρεπε να υπάρχει άλλου είδους στήριξη, ειδικά στις νέες ομάδες, ειδικά σε συλλογικότητες. Άμα θέλεις να πεις ότι παράγεις θέατρο νέων ανθρώπων. Αλλιώς εντάξει, τα χρήματα πάνε σε συγκεκριμένους ανθρώπους, ειδικά τα πολλά, σε παραγωγούς, σε μεγάλα θέατρα. Το ξέρουμε αυτό.
Αυτή τη στιγμή όσο οι «Σπυριδούλες» συνεχίζουν την πορεία τους, παίζεις σε μια άλλη παράσταση ενός νεοελληνικού έργου, που δεν έχεις γράψει εσύ, τα «Κανόνια και Τρομπέτες».
Βεβαίως, έχει γράψει το έργο ο Γιάννης Τσίρος, ένας πολύ ωραίος δραματουργός πολλών ετών, με πολύ σπουδαία δείγματα γραφής. Είναι μια μαύρη κωμωδία κι έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι μια παράσταση που αφορά στο τραπεζικό σύστημα και στο πώς αυτό το σύστημα αφομοιώνει τις μειονότητες, όπως για παράδειγμα ένα ζευγάρι Ρομά. Οι χαρακτήρες είναι ένα ζευγάρι τραπεζιτών κι ένα ζευγάρι Ρομά.
Εσύ ποια υποδύεσαι;
Εγώ κάνω την τραπεζίτισσα και η Έλλη Τρίγγου τη Ρομά. Τώρα τι να πεις (γελάει); Το ζευγάρι των Ρομά συμπληρώνει ο Μάνος Καζαμίας, ενώ τον τραπεζίτη υποδύεται ο Στάθης Σταμουλακάτος. Υπάρχουν κόκες και όλη αυτή η upper class κατάσταση, ρε παιδί μου, με τα όλα της, που ξαφνικά βάλλεται και επιβιώνει μετά από την έφοδο της αστυνομίας. Το έργο έχει φαρσικά στοιχεία κι ένα γλυκόπικρο χιούμορ, γιατί αφορά στα ελληνικά οικονομικά και κάπως σε πιάνει.
Πώς αφομοιώνει το τραπεζικό σύστημα και το σύστημα ευρύτερα τις μειονότητες;
Εγώ και ο Στάθης Σταμουλακάτος κάνουμε τους τραπεζίτες. Εκπροσωπούμε την τράπεζα και ουσιαστικά αυτό που αποδεικνύουμε κατά τη διάρκεια του έργου είναι η παντοδυναμία μας. Δηλαδή δεν χάνουμε ευκαιρία, παρόλο που βαλλόμαστε από το περιβάλλον, να αποδεικνύουμε ότι στο τέλος, εμείς είμαστε νικητές.
Έτσι συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Το σύστημα βγαίνει πάντα νικητής. Το τραπεζικό σύστημα είναι τόσο ισχυρό. Υπάρχει ένα ηχητικό που έχει βάλει ο σκηνοθέτης μας, ο Γιώργος Παπαγεωργίου στο τέλος, που μιλάει για την επαναχρηματοδότηση των τραπεζών σε κάθε περίπτωση, το οποίο συνέβη και στην καραντίνα.
Ο κόσμος δεν είχε να φάει, αλλά οι τράπεζες συνέχεια τροφοδοτούνταν με ρευστό, προκειμένου να κινηθεί η αγορά. Οι τράπεζες χρωστάνε πάρα πολλά χρήματα και οι ίδιες -είναι εταιρείες. Παρ’ όλα αυτά, δεν χρωστάνε και τίποτα, γιατί συνέχεια βρίσκονται πάνω από τα πράγματα. Ουσιαστικά ελέγχουν το σύστημα.
Και σε σχέση με όλες τις μειονότητες;
Οι μειονότητες είναι οι λεγόμενες παράπλευρες απώλειες του φιλελεύθερου και μετα-καπιταλιστικού συστήματός μας, που είναι ακραίο και αδυσώπητο σε κάθε μειονότητα, η οποία δεν αναγνωρίζει το χρήμα ως θεό της. Οι Ρομά είναι μια τέτοια περίπτωση. Δεν αναγνωρίζουν το χρήμα ως θεό τους, με αποτέλεσμα να βάλλονται από αυτό και στο τέλος να παρασύρονται και οι ίδιοι στη δίνη του να προσπαθούν να γίνουν κάποιοι μέσα από τα λεφτά.
Ζούμε σε ένα σύστημα που πνίγει καθετί διαφορετικό. Όταν το κριτήριο είναι μόνο τα φράγκα, δεν μπορείς να πεις κάτι άλλο. Το κέρδος είναι μαθηματικό, είναι απόλυτο μέγεθος και δεν έχει συναισθήματα. Λέει μια πολύ ωραία ατάκα ο Στάθης στο τέλος: «ποτέ μην βάζεις τα αισθήματα αντιμέτωπα με το χρήμα. Είναι αγώνας άνισος». Είναι μεγάλη αλήθεια αυτό. Το χρήμα είναι πάντα χρήμα.
Είχα διαβάσει κάτι πολύ ενδιαφέρον που είχες πει: ότι γράφεις, γιατί φοβάσαι το θάνατο, για να ξορκίσεις την ιδέα του θανάτου.
Ναι και αυτό. Και παίζω κιόλας για τον ίδιο λόγο. Όλοι οι καλλιτέχνες, νομίζω, το κάνουμε αυτό. Είμαστε ψώνια μεγάλα, δηλαδή έχει μια αλαζονεία η δουλειά, έτσι κι αλλιώς, και φυσικά ένα τεράστιο μοίρασμα. Μοιράζεσαι τον εαυτό σου ολόκληρο με τους συμπαίκτες σου, πρώτα απ’ όλα, και μετά με τους ανθρώπους που παρακολουθούν.
Είναι αμφίδρομη η σχέση που δημιουργείται, αλλά όπως και να έχει, είναι μια δουλειά που μεγεθύνει τις στιγμές. Το σινεμά σίγουρα το κάνει αυτό πολλαπλάσια. Η εικόνα σου, η φωνή σου μένουν για πάντα κάπου χαραγμένες, αλλά στο θέατρο είναι πραγματικά σαν να δίνεις νόημα σε μια καθημερινότητα.
Τη στιγμή που κάποιος άνθρωπος, επί ένα οχτάωρο, δεκάωρο ή δεκαπεντάωρο πια, κάνει τη δουλειά του, μπορεί να βάζει σφραγίδες κ.λπ., εμείς δανειζόμαστε άλλες ζωές και τους δίνουμε αξία. Υπάρχει ένα παιχνίδι με τον θάνατο πολύ ενδιαφέρον -και με το γήρας που είναι πολύ δύσκολο να το αντιμετωπίσεις στο θέατρο.
Τώρα όσον αφορά στη γραφή, είναι λίγο σαν παιδιά τα έργα σου, είναι δημιουργήματά σου, και επίσης υπάρχουν και χωρίς εσένα. Με αυτόν τον τρόπο, είναι σαν να νικάς τον θάνατο. Θα υπάρχουν μετά από μένα, χωρίς εμένα.
Παράλληλα με όλα, έχει ξεκινήσει και στο Εθνικό Θέατρο η παράσταση «Στο σώμα της», ένα έργο που συνυπογράφεις.
Ακριβώς. Με την Ελένη Ευθυμίου και τη Σοφία Ευτυχιάδου. Αυτή είναι μια τελείως άλλη δουλειά από ό,τι έχω συνηθίσει να κάνω. Είναι συνδημιουργία. Κάποιος που γνωρίζει τα έργα μου, πιστεύω θα με αναγνωρίσει σε σημεία, αλλά πρόκειται για συλλογική δουλειά. Συνεργαστήκαμε πάρα πολύ ωραία με τα κορίτσια και το βλέπω ως συγγραφική εμπειρία. Φυσικά, ήταν καταλυτική η λειτουργία της Ελένης, επειδή σκηνοθετεί κιόλας την παράσταση.
Το έργο αφορά στο γυναικείο σώμα και τις φάσεις του, στη μαγεία του, στα μυστήριά του, στις σκοτεινές εκφάνσεις του, στην καταπίεση που έχει υποστεί, μέσα στους αιώνες. Είμαι πολύ χαρούμενη που έχω υπάρξει μέρος αυτού.
Διαβάζοντας κάποια πράγματα για την παράσταση, καταλαβαίνω ότι επικεντρώνεται αρκετά στη βία που έχει δεχτεί το γυναικείο σώμα ανά τους αιώνες.
Υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι που έχει να κάνει με τη βία, την κακοποίηση, την καταπίεση και όλα τα κοινωνικά στερεότυπα, τη βιωμένη πατριαρχία. Υπάρχουν τέτοια σημεία. Δεν είναι, όμως, το επίκεντρο της παράστασης. Το επίκεντρο είναι το γυναικείο σώμα και οι φάσεις του, διότι είναι ένα σώμα που μεταβάλλεται διαρκώς. Έχει στάδια, τρομερά μυστήρια και δώρα. Όμως ταυτόχρονα, κάθε δώρο έχει ένα τίμημα. Οπότε ναι, έχει να κάνει και με την καταπίεση που έχει βιώσει το γυναικείο σώμα.
Θέλαμε, επειδή τώρα υπάρχει το έμφυλο κομμάτι έντονα στο θέατρο, να βρούμε έναν τρόπο να μιλήσουμε με μια γλύκα, αποφεύγοντας τον διδακτισμό, με μια αλληλεγγύη για το γυναικείο σώμα.
Είναι μια παράσταση από γυναίκες για γυναίκες -και για όλους τους ανθρώπους. Δηλαδή, σαν να πηγαίνουμε μαζί χέρι-χέρι στα στάδια του σώματος και να μοιραζόμαστε όλες πράγματα.
Πιστεύεις ότι η έμφυλη διάσταση στο θέατρο έχει γίνει και λίγο μόδα;
Ναι, έχει γίνει και μόδα ξεκάθαρα, γιατί υπάρχει ζήτηση από την κοινωνία, το οποίο είναι πάρα πολύ καλό, διότι παρατηρείται μια αφύπνιση ως προς αυτό το κομμάτι. Ενώ στην αρχή ήμουν δύσπιστη απέναντι στη μαζικότητα των θεαμάτων που καταπιάνονταν με έμφυλα ζητήματα, τώρα τις αγκαλιάζω όλες τις παραστάσεις. Όσες περισσότερες γίνονται, τόσο πιο πιθανό να αλλάξουν κάποια ζωή. Μακάρι να συμβεί.
Οι ιστορίες κακοποίησης των γυναικών καλά κρατούν. Υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες που υποφέρουν και ακόμα βάλλονται σε σχέση με το αν θα κάνουν έκτρωση ή όχι. Γίνονται δακτυλοδεικτούμενες για τα ωάρια τους, για τον αριθμό των ωαρίων τους, για το πότε πρέπει να κάνουν παιδιά, αν πρέπει να κάνουν παιδιά, αν πρέπει να παντρευτούν, τι φοράνε και γιατί, αν έχουν δικαίωμα στη μόρφωση και μέχρι ποιου σημείου. Καλώς κάνουμε φεμινιστικές παραστάσεις, μπας και κάποτε αλλάξει αυτή η νοοτροπία. Οι γυναικοκτονίες καλά κρατούν, η πατριαρχία καλά κρατεί.
Εσύ ως νέα γυναίκα, ηθοποιός αλλά και συγγραφέας, έχεις αισθανθεί μέσα στα χρόνια ότι δέχεσαι υποτίμηση για το φύλο σου ή μια αντιμετώπιση που δεν θα δεχόταν ένας άντρας, σε αντίστοιχη θέση;
Ναι, σε στιγμές, ξεκάθαρα. Έχω αισθανθεί ότι είναι πιο δύσκολα τα πράγματα, ότι οφείλω να αναπτύσσω πιο αντρικές συμπεριφορές, να το πω τόσο στερεοτυπικά, πιο αρρενωπές. Να είμαι πιο αυστηρή, πιο σκληρή, για να μην με πατήσουν. Αυτό προσπαθώ να το λειάνω τώρα, γιατί δεν θέλω να χάσω τη δική μου θηλυκότητα, προκειμένου να κουμπώσω σε άλλα πρότυπα. Δεν έχω κανένα λόγο να το κάνω πια αυτό.
Παλαιότερα, ένιωθα μεγαλύτερη την ανάγκη να προστατευτώ. Βεβαίως και έχω νιώσει να είμαι έρμαιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας, έρμαιο διακρίσεων που συμβαίνουν είτε σε μένα, είτε μπροστά μου, κακοποίησης λεκτικής σε γυναίκες. Και μένα μου έχει συμβεί κι έχω υπάρξει μάρτυρας, κυρίως μάρτυρας.
Ευτυχώς, επειδή εγώ προσπάθησα να αφυπνιστώ αρκετά νωρίς, γιατί και η μητέρα μου ήταν αρκετά αφυπνισμένη ως προς το κομμάτι του φεμινισμού, πάντα φυλούσα τα νώτα μου. Ωστόσο, μου έχει συμβεί λιγότερες φορές, έχω δει λεκτική κακοποίηση να συμβαίνει σε ανθρώπους πολλές-πολλές φορές.
Και υπάρχει και η κλασική υποτίμηση ρε παιδί μου, ότι πάντα ότι μια γυναίκα θα δεχτεί περισσότερα σχόλια. Θα πρέπει να φοβάται περισσότερο, να προστατεύεται περισσότερο, να φροντίζει πως ντύνεται, να φροντίζει πώς μιλάει, να ξέρει ότι αυτά θα γίνουν αντικείμενο κριτικής, να ξέρει ότι στη δουλειά της θα πρέπει να είναι κάπως για να την πάρουν στα σοβαρά. Αυτά υπάρχουν παντού και συνεχίζουν να υπάρχουν ωραιότατα.
Έχεις δει να βελτιώνεται η κατάσταση στο θέατρο μετά το #MeToo, μέσα στα χρόνια που δουλεύεις;
Σίγουρα, μιλάμε περισσότερο γι’ αυτό. Στον χώρο μας, κάπως λίγο βελτιώνεται, γιατί φοβούνται οι άνθρωποι περισσότερο ότι αν κάνουν σκατιά, θα τους «την πέσουν», διότι οι περισσότεροι είναι πιο αφυπνισμένοι πια. Δεν είμαστε, όμως, αντικειμενικός χώρος εμείς. Στο δικό μας το μικροσύστημα, τα πράγματα μπορεί να γίνονται και λίγο καλύτερα, αλλά πραγματικά γύρω μας δεν συμβαίνει το ίδιο.
Υπάρχει ένας νεοσυντηρητισμός τεράστιος γύρω μας και μια τρομερή στροφή προς τη θρησκεία αλά παλαιά, με το τρίπτυχο πατρίς θρησκεία οικογένεια, με το «καθίστε λίγο στα αυγά σας, μας κουράσατε. Και πολύ μιλήσατε». Υπάρχει αυτό.
Η εκλογή Τραμπ δεν είναι τυχαία. Μιλάμε για έναν τύπο ο οποίος καταδικάζει οτιδήποτε φεμινιστικό. Είναι ντροπή για κάθε γυναικείο δικαίωμα το ότι βγήκε αυτός ο τύπος που προσβάλει τη γυναίκα άμα τη εμφανίσει. Και μόνο με αυτό που έχει κάνει με τις εκτρώσεις, γυρνάει τον κόσμο προς τα πίσω.
Νομίζω ότι θα μιμηθούμε και εμείς συμπεριφορές, επειδή όλα έρχονται σε μας, μετά από λίγα χρόνια. Φοβάμαι πάρα πολύ για το πώς θα είναι η Ελλάδα στο άμεσο μέλλον, αν αυτό συμβαίνει τώρα στην Αμερική και συζητάμε για το αν οι εκτρώσεις είναι νόμιμες ή όχι -που νομιμοποιήθηκαν μόλις λίγα χρόνια πριν.