Ο φωτογράφος που εξαιτίας του θα θυμόμαστε δρόμους και ιστορίες απ’ τις συναυλίες του ΛΕΞ, μίλησε για τα χρόνια της νιότης και την «επίπονη» διαδικασία του να διαλέγεις φωτογραφίες που αν δεν τις δεις τυπωμένες στο χαρτί, παραμένουν λειψές.
Με τον φωτογράφο Δημήτρη Μουγκό, μιλήσαμε λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης του με τίτλο «Κάνα δυο φωτογραφίες» στο Cinobo Opera, λίγο πριν δεκάδες άνθρωποι σταθούν κάτω απ’ τη μαρκίζα με το όνομά του και τη φωτογραφία της παρέας του, σε έναν απ’ τους πιο κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, την Ακαδημίας.
H έκθεση «Κάνα Δυο Φωτογραφίες» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Thessaloniki Photo Biennale, το 2023. «Το πιο εντυπωσιακό και μαγικό για μένα είναι ότι καταφέραμε με τους συνεργάτες και την επιμελήτρια της έκθεσης, Ηώ Πάσχου, να φέρουμε στην Αθήνα την ίδια περίπου εικόνα της έκθεσης με αυτήν που παρουσιάσαμε στη Θεσσαλονίκη, προσαρμόζοντάς την αυτή τη φορά στο φουαγιέ ενός κινηματογράφου. Ήταν σημαντικό για μένα να αποτυπωθεί με έναν παρόμοιο τρόπο, γιατί είναι κάτι πρωτότυπο».
Ο Δημήτρης, μου εξηγεί ότι μέσω αυτής της έκθεσης, βλέποντας τις φωτογραφίες του τυπωμένες, ήθελε να δημιουργήσει έναν καινούργιο χώρο ο οποίος γεννά διάδραση με το κοινό και το έργο, ένα πεδίο πάνω στο οποίο μπορούν να συζητηθούν σκέψεις και συναισθήματα.
Το λεύκωμα στο οποίο βασίστηκε η έκθεση, έχει μέσα εικόνες από το 2014 μέχρι τον Φλεβάρη του 2023, φωτογραφίες από το tour του ΛΕΞ των συνεργατών και των φίλων του, σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Λονδίνο. Οι πιο προσωπικές στιγμές που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, είναι ένα οngoing project, με βάση όσα συνέβαιναν στα μουσικά δρώμενα των παιδιών.
«Με τα παιδιά κάνουμε παρέα απ’ το γυμνάσιο, ήμασταν συμμαθητές και φίλοι από τότε. Μεγαλώνοντας, ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο. Με τον Αλέξη και τον Κωστή (Dof Twogee) –τον παραγωγό– ήταν μια πηγαία συνθήκη που δημιουργήθηκε μεταξύ μας. Δεν ήταν κάτι στημένο, όπως δεν υπήρχε στο πρόγραμμα όλο αυτό να γίνει βιβλίο. Όλα έγιναν αυθόρμητα. Ξεχωρίζω τη στιγμή του ξεκινήματος αυτού του project, ήταν μόλις είχα ξεκινήσει να συγκατοικώ με τον Κωστή. Έχω ακόμη πολύ έντονα μέσα μου την ατμόσφαιρα που επικρατούσε, ήταν απόλυτα δημιουργική και μοναδική. Ξέρεις, όσο μεγαλώνουμε οι άνθρωποι τα χρόνια της νιότης τα θυμόμαστε με περισσότερη νοσταλγία, θεωρούμε ότι με κάποιον τρόπο είναι τα πιο σημαντικά. Δεν νομίζω ότι η νοσταλγία είναι παγίδα, αλλά μια λογική συνθήκη σε σχέση με τη μνήμη και την ανάμνηση, για τη νεότητα που περνά. Το έχουμε δει άλλωστε και στην ποίηση, στη λογοτεχνία, στο σινεμά –πρόκειται για μια συνθήκη που ζούμε τελικά με αυτήν».

Ο Δημήτρης, μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του, μέσα στο τυπογραφείο του μπαμπά και του θείου τους
Όπως μου εξηγεί, λόγω της φύσης της δουλειάς και της ενασχόλησης της οικογένειάς του με τα πολιτιστικά, ανέκαθεν είχε στον κύκλο του ανθρώπους των τεχνών.
«Ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Όπως ευτυχής και τυχαία συγκυρία ήταν η γνωριμία μου με τα παιδιά. Όχι, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα φτάσουμε εδώ, δεν προγραμματίζονται έτσι κι αλλιώς αυτά. Αυτό που ξέρω και μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι ότι τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχε από πίσω άπειρη δουλειά, κόπος και σκέψη. Είναι πολυπαραγοντικός ο τρόπος λειτουργίας για να φτάσεις σε κάποια αποτελέσματα και στην περίπτωση του Αλέξη μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι υπάρχει πολλή φαιά ουσία από πίσω. Νιώθω περήφανος και χαρούμενος για εκείνον. Ό,τι του συμβαίνει το αξίζει και με το παραπάνω. Είναι το απόλυτο παράδειγμα που λες ότι κάτι αποκλείεται να γίνει και τελικά γίνεται. Δεν θα ξεχάσω τη συναυλία στο Καυτατζόγλειο στη Θεσσαλονίκη, τον τόσο κόσμο που είχε έρθει. Ήμασταν όλοι οι φίλοι μαζεμένοι και παρακολουθούσαμε συγκινημένοι. Και παραμένω συγκινημένος για εκείνον».

Τον ρωτάω πώς έγινε η τελική επιλογή των φωτογραφιών
«Ένα φωτογραφικό λεύκωμα πρέπει να μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία που θέλεις να πει. Η επιλογή των φωτογραφιών είναι μια “επίπονη” διαδικασία που παίρνει χρόνο. Το να μπορέσεις δηλαδή από τις 15.000 φωτογραφίες, να καταλήξεις στις 800, έπειτα στις 400 και από εκεί στις 170, σίγουρα σου μαθαίνει ότι κάτι πρέπει να αποχωριστείς και δεν είναι πάντα εύκολο».
Ο Δημήτρης, που λέει ότι απ’ τη φοιτητική του ζωή κρατάει εισιτήρια και καρτ ποστάλ, κάτι που πλέον δεν είναι τόσο εύκολο να συμβεί στην ψηφιακή εποχή που ζούμε. Κάπως έτσι, κατέληξε και στην απόφαση της εκτύπωσης αυτού του βιβλίου.
«Μια φωτογραφία που μπορεί να βγει στα social media, είναι λειψή. Ο προορισμός της φωτογραφίας ήταν και παραμένει πάντα το χαρτί. Είτε για μια εφημερίδα, είτε για την εκτύπωση μιας έκθεσης, είτε για ένα οικογενειακό άλμπουμ. Μια ψηφιακή εικόνα, λοιπόν, είναι μια εν δυνάμει εικόνα, σε έναν σκληρό δίσκο. Αν έχεις σκοπό να πεις μια ολοκληρωμένη ιστορία, το χαρτί είναι μονόδρομος».


Συζητάμε για τον τρόπο που το αστικό τοπίο αποτυπώνεται παράλληλα με το ραπ στις εικόνες του
«To αστικό τοπίο είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Και πριν πιάσω φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου, πριν δηλαδή σπουδάσω στην Αθήνα και φύγω για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, ένιωθα πάντα κομμάτι της πόλης μου. Στο κέντρο πήγαμε σχολεία, η επιχείρηση του πατέρα μου ήταν επίσης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, οπότε δεν θα μπορούσε παρά να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς μου».

«Όταν ήρθα στην Αθήνα, την περίοδο της Ολυμπιάδας, ήταν μια άλλη πόλη. Το 2008 που έφυγα, ήταν μια ασπρόμαυρη εικόνα. Όλη η χώρα πέρασε σε μια παρακμή και νομίζω πως όσο πιο μεγάλο το αστικό περιβάλλον, τόσο χειρότερα ήταν και τα πράγματα. Περισσότερος κόσμος, μεγαλύτερος βαθμός φτωχοποίησης. Παρόλα αυτά, ο τρόπος δόμησης των πόλεων, το γεγονός ότι οι οικοδομές ήταν πάντα εκεί να τις κοιτάμε και να μας κοιτούν, ήταν πάντα μια εικόνα που κλείνοντάς την σε ένα κάδρο, σου έδινε ένα αποτέλεσμα που πάντα με γοήτευε από μικρό».