«Δεν πήγα εκεί για να αποδείξω κάτι. Πήγα για να ζήσω κάτι που η κοινωνία προτιμά να αγνοεί. Για να διαλύσω μέσα μου την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει σαφές όριο ανάμεσα στον «ψυχικά υγιή» και τον «ψυχικά ασθενή».
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου, ποιητής και φωτογράφος, αποφάσισε να ζήσει για έξι μήνες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου, στο πλαίσιο ενός προσωπικού καλλιτεχνικού και ερευνητικού προγράμματος στο νησί, που μετράει δύο χρόνια, του Chiography Project.
Οι ιστορίες και οι στιγμές που μοιράστηκε με τους ενοίκους της δομής κατά τη διάρκεια της παραμονής του έγιναν για εκείνον πολύτιμα σημεία αναφοράς, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στη ζωή και το έργο του. Η ποίηση «τον βρήκε» και οι 25 βδομάδες που έζησε στον Ξενώνα μετουσιώθηκαν στην ποιητική συλλογή «Τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά» που μόλις κυκλοφόρησε από την Κάπα Εκδοτική.
«Η επιλογή της ποίησης ως μέσου αφήγησης αυτής της εμπειρίας δεν ήταν μια αισθητική απόφαση, ούτε ένας τρόπος να “ομορφύνω” μια δύσκολη πραγματικότητα. Ήταν αναγκαιότητα», σημειώνει ο Βαγγέλης Ευαγγελίου μιλώντας στο Estēlla.
«Στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου, η γλώσσα δεν λειτουργούσε όπως την ξέρουμε. Οι λέξεις συχνά έβγαιναν συλλαβιστές, σπασμένες, αποσπασματικές, φορτισμένες με νοήματα που δεν μπορούσαν να εκφραστούν πλήρως. Οι σιωπές ήταν εξίσου ισχυρές με τις φωνές. Μια φράση που λεγόταν απλά, μπορούσε να κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο από εμπειρίες, φόβους, προσδοκίες. Η γραμμική αφήγηση θα πρόδιδε την ίδια τη φύση αυτής της εμπειρίας», αναφέρει.
«Η Ειρήνη, η ένοικος, που είναι το 90% της έμπνευσης του βιβλίου, μαζί με τον Lucky, τον σκύλο του Ξενώνα»
Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής προσφέρθηκε απλόχερα στον Βαγγέλη Ευαγγελίου από την Ειρήνη, ένοικο του ξενώνα, μια στιγμή που το καθημερινό και το ευτελές μετουσιώθηκε σε ποίηση:
«Η επιλογή της ποιητικής γλώσσας σχετίζεται, επίσης, με την ιδιαιτερότητα του ψυχικού κόσμου των ενοίκων. Όταν η Ειρήνη μία νύχτα, μου είπε: “τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά”, δεν έκανε μια απλή περιγραφή. Δεν ήταν μια αντικειμενική παρατήρηση για τα σκυλιά της Χίου. Ήταν μια αποκάλυψη· μια φράση που έκρυβε μια διαφορετική πρόσληψη του κόσμου, μια οπτική όπου το φαινομενικά καθημερινό μεταμορφώνεται σε κάτι βαθιά ποιητικό», σημειώνει ο Β. Ευαγγελίου και συνεχίζει:
«Επέλεξα την ποίηση για να βιώσει ο αναγνώστης αυτό που έζησα, όπως το έζησα κι εγώ: αποσπασματικά, δυνατά, με στιγμές βαθιάς αλήθειας που δεν έχουν ανάγκη από επεξηγήσεις. Άλλωστε, η ποίηση είναι ο μόνος τρόπος να μιλήσεις για τα πράγματα που δεν χωρούν στη λογική. Όπως η τρέλα, έτσι και η ποίηση, δεν ζητάει άδεια για να υπάρξει.
Στην κουζίνα του Ξενώνα, ο Γιώργος, ένας από τους ενοίκους μαζί με τον Βαγγέλη Ευαγγελίου (δεξιά).
»Τέλος, η ποίηση ήταν απαραίτητη γιατί δεν ήθελα να πω τα πάντα. Η ποίηση αφήνει κενά, αφήνει χώρο στον άλλο να συμπληρώσει, να προβάλλει τις δικές του εμπειρίες, τις δικές του σκέψεις. Η εμπειρία μου στον Ξενώνα δεν είναι μόνο δική μου τελικά και η ποίηση είναι ο ιδανικός τρόπος να “ακούσουμε” το γάβγισμα αλλιώς», καταλήγει ο συγγραφέας.
Την περίοδο που γεννήθηκε η ιδέα του Chiography Project, μιας σειράς φωτογραφικών πρότζεκτ, μεταξύ άλλων, που στόχο έχουν να αναδείξουν τις ζωές και τις εμπειρίες των ανθρώπων της Χίου, o Βαγγέλης Ευαγγελίου διαγνώστηκε με καρκίνο. Αφού ολοκλήρωσε τη διαδικασία της χημειοθεραπείας, αισθάνθηκε τα καλλιτεχνικά του σχέδια ακόμα πιο επείγοντα και ρίχτηκε με νέο πείσμα τη ζωή.
Η απόφασή του να κάνει την ιδέα του πράξη και να ζήσει 25 βδομάδες με τους ενοίκους του Ψυχιατρικού Ξενώνα Χίου ήταν σίγουρα προϊόν (και) αυτής της ψυχικής μετακίνησης. «Ο καρκίνος με έμαθε να πεθαίνω. Ο Ξενώνας με έμαθε να ζω. Και η ζωή, κατάλαβα, δεν επιστρέφει μετά από μια κρίση· χτίζεται από την αρχή», αναφέρει.
Ένα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Βαγγέλη Ευαγγελίου
Πώς έφτασες στην απόφαση να περάσεις έξι μήνες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου; Σε τι φάση ζωής ήσουν τότε και πώς αντιμετώπισε ο περίγυρος την επιλογή σου;
Η απόφαση ήταν μια συνειδητή πράξη εμπλοκής σε μια άγνωστη, έως τότε, κατάδυση. Υπάρχουν στιγμές που δεν διαλέγεις τον δρόμο –σε διαλέγει εκείνος. Βρισκόμουν στο μεταίχμιο, σε μια φάση όπου η αναζήτηση δεν χωρούσε σε λέξεις, μόνο σε βίωμα. Ήθελα να δω τι σημαίνει να υπάρχω μέσα σε κάτι, όχι να το παρατηρώ απ’ έξω.
Η γνώση δεν είναι θέαμα. Είναι τριβή, σώμα μέσα σε σώματα, ανάσα μέσα σε ανάσες. Από την αρχή ήμουν σίγουρος, πως μέσα στον Ξενώνα, δεν θα πήγαινα μόνο για να «δώσω», αλλά για να μάθω, να βιώσω, να αφεθώ στη ροή μιας εμπειρίας που δεν μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί εύκολα.
Οι πιο κοντινοί άνθρωποι εξέφρασαν τον φόβο ότι μια τόσο βαθιά εμπλοκή θα μπορούσε να με επηρεάσει συναισθηματικά –και είχαν δίκιο. Δεν μπορείς να συνυπάρχεις με ανθρώπους σε μια τόσο ευάλωτη κατάσταση και να παραμείνεις αλώβητος. Ο περίγυρος αντέδρασε όπως αντιδρά το οικείο στο άγνωστο –με ανησυχία, φόβο, απορία.
«Γιατί να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;» ρωτούσαν. Γιατί δεν υπάρχει «εαυτός» χωρίς τους άλλους, χωρίς τις ρωγμές τους, χωρίς τη δική μας ευθραυστότητανα καθρεφτίζεται στη δική τους. Όσοι κατάλαβαν, στάθηκαν δίπλα μου, όπως η φίλη μου η Σοφία, που αντιλήφθηκε ότι αυτό το βήμα δεν ήταν μια «θυσία», αλλά μια πράξη δημιουργίας και ψυχοθεραπείας.
Και εκεί, ανάμεσα σε αυτές τις ρωγμές, βρήκα μια νέα γλώσσα –μια γλώσσα που συνδυάζει την ποίηση, την παρατήρηση και τη βαθιά συναισθηματική αλήθεια της συνύπαρξης, με ένα μόνο γαβ.
Πώς σε δέχθηκαν οι ένοικοι του Ψυχιατρικού Ξενώνα και από ποια στάδια πέρασε η σχέση σου μαζί τους;
Η αποδοχή μέσα σε μια κλειστή κοινότητα, όπως αυτή ενός Ψυχιατρικού Ξενώνα, δεν είναι κάτι δεδομένο. Δεν φτάνεις εκεί και γίνεσαι αμέσως μέρος της ζωής των ανθρώπων. Η σχέση μας δεν ήταν μια γραμμική διαδικασία· ήταν μια δυναμική πορεία αμοιβαίας προσαρμογής, αμφισβήτησης, κατανόησης και τελικά εμπιστοσύνης.
Όταν πρωτομπήκα στον Ξενώνα, ήμουν ο «ξένος», ένας άνθρωπος που εμφανίστηκε ξαφνικά στον χώρο τους. Για κάποιους, αυτό ήταν αδιάφορο, για άλλους ανησυχητικό. Στους 6 μήνες, η εμπιστοσύνη δεν ήταν ποτέ ένα «κεκτημένο». Ήταν μια σχέση που χρειαζόταν συνεχή φροντίδα, επανεπιβεβαίωση και σεβασμό.
Η εμπιστοσύνη δεν κερδίζεται με μεγάλες πράξεις, αλλά με συνεχείς. Η σχέση μου με τους ενοίκους πέρασε από στάδια. Πρώτα η επιφυλακτικότητα –«Ποιος είσαι;». Μετά η ανοχή –«Υπάρχεις εδώ, αλλά δεν ξέρουμε αν είσαι δικός μας». Και ύστερα, η αποδοχή –«Είσαι».
Μια μέρα, η Ειρήνη με κοίταξε και ρώτησε: «Βαγγέλη, οι ρίζες μου είναι άσπρες ή γκρίζες;». Δεν ήταν ερώτηση για τα μαλλιά της. Ήταν μια δοκιμή. Μια μέτρηση παρουσίας. «Γκρίζες», της απάντησα. Χαμογέλασε. «Σωστά! Τα μαλλιά μου μαυρίζουν ξανά, γιατί σ’ αγαπώ».
Τότε ήξερα. Δεν ήμουν πια ένας επισκέπτης. Ήμουν μέρος της αφήγησης.
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου στο παράθυρο του Ξενώνα.
Τι θα απαντούσες σε πιθανά σχόλια, κακοπροαίρετα ή μη, του τύπου «και τι νόημα έχει να περάσεις έξι μήνες σε έναν Ψυχιατρικό Ξενώνα, χωρίς να το έχεις ανάγκη;»
Δεν πιστεύω ότι ένας Ψυχιατρικός Ξενώνας είναι ένα κλειστό νησί, αποκλειστικά για όσους έχουν «ανάγκη» να βρίσκονται εκεί. Αυτή η λογική στηρίζεται στην ψευδαίσθηση ότι η κανονική ζωή είναι έξω από αυτές τις δομές, ενώ μέσα υπάρχει ένας «άλλος κόσμος» –ξένος, μακρινός, μη αφομοιώσιμος από τους «υγιείς».
Δεν πήγα εκεί για να αποδείξω κάτι. Πήγα για να ζήσω κάτι που η κοινωνία προτιμά να αγνοεί. Για να διαλύσω μέσα μου την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει σαφές όριο ανάμεσα στον «ψυχικά υγιή» και τον «ψυχικά ασθενή». Για να σταθώ απέναντι σε ανθρώπους που η κοινωνία έχει μάθει να φοβάται ή να αποφεύγει, όχι ως παρατηρητής, αλλά ως κάποιος που υπήρχε μαζί τους, χωρίς ρόλο, χωρίς τίτλο.
Και η αλήθεια; Δεν ήταν εκείνοι που χρειάζονταν εμένα. Εγώ ήμουν αυτός που τους χρειαζόταν.
Όλοι βρισκόμαστε σε ένα φάσμα ψυχικής ευαλωτότητας. Όλοι έχουμε βιώσει στιγμές αποσύνδεσης, κρίσης, μοναξιάς. Και όλοι, αργά ή γρήγορα, θα βρεθούμε στη θέση όπου ο κόσμος γύρω μας θα μας δει ως «διαφορετικούς».
Και τότε θα καταλάβουμε ότι η κοινωνία που φτιάξαμε δεν είναι έτοιμη να μας υποδεχτεί. Ο Ξενώνας δεν είναι «κάπου αλλού». Είναι ένα μέρος που μπορεί να είναι δικό μας αύριο. Και τότε, ίσως καταλάβουμε πως το ερώτημα δεν είναι «γιατί πήγες;», αλλά «γιατί όλοι οι υπόλοιποι μένουν μακριά;»
«Όσοι έχουν άνοιξη / μέσα στο μυαλό / επιλέγουν αυστηρά / σε ποιον μπροστά / θ’ ανθίσουν».
Χαρακτηρίζεις το βιβλίο σου «τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά» ως ποιητική αυτοεθνογραφία; Τι σημαίνει αυτό;
Η ποιητική αυτο-εθνογραφία είναι ένας τρόπος να υπάρχεις μέσα στο βίωμα, να ανασαίνεις το γεγονός μέχρι να γίνει λέξη. Δεν ήμουν μόνο ερευνητής στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου· ήμουν σώμα μέσα στο σύστημα της κοινότητας, μέλος μιας καθημερινότητας που δεν επιδέχεται απλοϊκές αφηγήσεις. Η ποίηση δεν είναι εδώ μια καλλιτεχνική επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα, ένας τρόπος να εκφραστεί το ανείπωτο.
Επομένως, όταν μιλώ για ποιητική αυτο-εθνογραφία, αναφέρομαι σε μια εξερεύνηση των ορίων της γλώσσας, της εμπειρίας και της μνήμης, όπου η προσωπική διαδρομή δεν είναι απλώς ένα «υλικό προς μελέτη», αλλά το ίδιο το έδαφος στο οποίο συνυφαίνονται η τέχνη και η ανθρωπολογική παρατήρηση. Τα «σκυλιά» μέσω της αυτο-εθνογραφίας, με βοήθησαν να τραβήξω την κουρτίνα που χωρίζει τις έννοιες της «κανονικότητας» και της «τρέλας».
Η Ειρήνη.
Πώς ήταν μια μέρα σου από το πρωί μέχρι το βράδυ στην αρχή και πώς ήταν προς το τέλος αυτής της εμπειρίας, μετά από σχεδόν έξι μήνες;
Οι μέρες δεν είχαν τίποτα το προβλέψιμο. Υπήρχαν διαφορετικές ποιότητες του χρόνου ανάλογα με το σε ποια φάση της παραμονής μου βρισκόμουν. Οι πρώτες εβδομάδες και οι τελευταίες εβδομάδες έμοιαζαν σχεδόν να ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους. Στην αρχή, ήμουν μια αθόρυβη παρουσία, που περίμενε να δει πώς θα με τοποθετούσαν μέσα στον κόσμο τους.
Ο χρόνος ήταν άγνωστος, γεμάτος κενά και αδιευκρίνιστες παύσεις. Ξυπνούσα νωρίς, αλλά δεν ανήκα ακόμα στη ροή της μέρας. Οι ένοικοι κινούνταν γύρω μου όπως κινούνται τα σύννεφα –άλλοτε με αδιαφορία, άλλοτε με σιωπηλή παρατήρηση. Το γεύμα ήταν ένας καθρέφτης των ρόλων: άλλοι έτρωγαν βιαστικά και έφευγαν, άλλοι μιλούσαν λίγο, δοκιμάζοντας τις λέξεις σαν να είχαν γεύση.
Τα απογεύματα στην αρχή, ήταν υγρά, άμορφα. Τα βράδια, ακόμα και στην αρχή, ήταν πάντα πιο ειλικρινή. Οι φωνές χαμήλωναν, οι άμυνες έπεφταν. Μεσάνυχτα του πρώτου μήνα, ενώ καθόμουν στο σαλόνι, η Ειρήνη γύρισε προς το μέρος μου και είπε:
— «Εσύ, δεν είσαι σαν τους άλλους.»
Δεν την ρώτησα τι εννοούσε. Απλώς το άκουσα.
Προς το τέλος, η καλημέρα είχε άλλο νόημα, είχε ρίζες. Ξυπνούσα και πλέον ήμουν κομμάτι της πρωινής ρουτίνας. Οι ένοικοι μετρούσαν την παρουσία μου ως κάτι δεδομένο. Είχα γίνει εκείνος που ήξεραν ότι θα είναι εκεί, που τον περίμεναν, που τον υπολόγιζαν.
Κάποιοι με φώναζαν να πιούμε καφέ. Άλλοι απλά με κοιτούσαν και χαμογελούσαν, ένα βλέμμα αναγνώρισης που δεν υπήρχε στην αρχή. Το γεύμα είχε μετατραπεί σε μια στιγμή πραγματικής επαφής. Οι σιωπές υπήρχαν ακόμα, αλλά δεν ήταν αμήχανες. Ήταν γεμάτες σημασία.
Λίγες μέρες πριν φύγω, η Ειρήνη με πλησίασε ξανά.
— «Θα γυρίσεις;»
— «Θα γυρίσω», της είπα.
Είχαμε φτάσει σε ένα σημείο όπου η αποχώρησή μου δεν θα ήταν απλώς ένα πρακτικό γεγονός, αλλά κάτι που θα άφηνε πίσω του μια τεράστια αίσθηση απώλειας.
Και αυτό ήταν η πιο ξεκάθαρη απόδειξη ότι μετά από 25 εβδομάδες, ήμουν εκεί, όχι ως κάποιος που έκανε ένα «πείραμα», αλλά ως κάποιος που μπήκε σε μια ζωή διαφορετική από τη δική του, τη σεβάστηκε, τη βίωσε και τη μετέτρεψε σε κάτι κοινό.
Ο τίτλος της συλλογής «Τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά» φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Πώς προέκυψε και τι σημαίνει για σένα;
Ο τίτλος δεν είναι μια επιλογή που έγινε εκ των υστέρων για να δώσει λογοτεχνική βαρύτητα στο έργο. Ο τίτλος δεν είναι επινόηση. Ήταν μια στιγμή αποκάλυψης, μια φράση που ειπώθηκε από την Ειρήνη την πρώτη μάλιστα νύχτα της παραμονής μου και τελικά συμπύκνωσε όλη την εμπειρία μου στον Ξενώνα μέσα σε τέσσερις λέξεις. Ο τίτλος αυτός έγινε σύμβολο για πολλά πράγματα.
Στον Ξενώνα, η πραγματικότητα δεν εκφραζόταν πάντα με ευθύγραμμο, κατανοητό τρόπο. Οι λέξεις έρχονταν θραυσματικά, με ασυνήθιστο ρυθμό, σαν σπασμένες φράσεις, σαν γάβγισμα που ακούγεται ασύνδετο αλλά μέσα του κρύβει μια εσωτερική μουσικότητα.
Η γλώσσα των ενοίκων δεν ακολουθούσε τους συνηθισμένους κανόνες της επικοινωνίας.
Το γάβγισμα είναι ένας ήχος που δεν ζητάει άδεια. Είναι θόρυβος, είναι μια δήλωση παρουσίας, είναι ένας τρόπος να υπάρχεις μέσα στον κόσμο χωρίς να χρειάζεται να προσαρμοστείς στη γλώσσα των άλλων. Το γάβγισμα, απλά υπάρχει. Όπως κι όσοι μένουν στο περιθώριο της γλώσσας, της «λογικής», της κανονικότητας. Ο τίτλος είναι η υπενθύμιση ότι υπάρχει μια άλλη γλώσσα, έξω από τις γραμματικές και τις συντάξεις και κάθε ποίημα είναι μια συλλαβή αυτής της εμπειρίας.
Ο Γιάννης Μ. με τον σκύλο του Ξενώνα, Lucky.
Υπάρχουν κάποιοι στίχοι από το βιβλίο, που θεωρείς ότι συμπυκνώνουν την εμπειρία σου στον Ξενώνα;
Ένας σκύλος πέθανε μέσα μου και θέλω να βρω τον τρόπο να τον βγάζω βόλτα.
Η πίστη όμως δεν είναι στο σκύλο. Είναι στο περπάτημα.
Στο ότι έστω και μόνος έστω και με ένα άδειο λουρί, συνεχίζω.
Γιατί κάθε φορά
που βγάζω βόλτα το λουρί
δεν ψάχνω τον σκύλο
που χάθηκε.
Ψάχνω τον εαυτό μου
που περπάτησε μαζί του.
Ένα λουρί κρατάω
κι ένα φιλί.
Δεν φεύγεις ποτέ αλώβητος από εκεί που αγάπησες, από εκεί που έγινες μέρος μιας σιωπηλής, απρόβλεπτης τελετουργίας συνύπαρξης. Ο Ξενώνας δεν ήταν μια εμπειρία που τελείωσε· ήταν ένας σκύλος που πεθαίνει ξανά και ξανά μέσα μου, αλλά που ακόμα με βγάζει βόλτα, με μαθαίνει να περπατώ αλλιώς.
Υπήρξε κάποια στιγμή που έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό σου κι ένιωσες πως η παραμονή σου στον Ξενώνα σε άλλαξε, σε ανθρώπινο αλλά και καλλιτεχνικό επίπεδο;
«Δεν φεύγουν όλα».
Το είπε ο Γιάννης, ο πιο δύστροπος (σαν γαρδένια), ο πιο εύθραυστος, ο πιο αληθινός. Το είπε ήρεμα, καθαρά, σαν να έλεγε κάτι που πάντα ήξερα αλλά ποτέ δεν είχα τολμήσει να παραδεχτώ. Μέχρι τότε, κρατούσα μέσα μου ένα αόρατο σχοινί που με συνέδεσε με τον «έξω» κόσμο. Ήξερα πως κάποτε θα φύγω, πως αυτός ο τόπος δεν ήταν δικός μου για πάντα.
Όμως, εκείνη τη νύχτα, κατάλαβα: η αποχώρηση είναι ψευδαίσθηση. Μπορείς να κλείσεις την πόρτα, να πάρεις τον δρόμο πίσω, αλλά ό,τι σε άλλαξε, σε κουβαλάει. Δεν υπάρχει επιστροφή στον εαυτό που ήσουν πριν. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, κατάλαβα κάτι ακόμη: η ποίηση δεν είναι στις λέξεις, αλλά στις ρωγμές ανάμεσά τους. Δεν φεύγουν όλα. Και αυτό είναι το πιο ποιητικό πράγμα που έμαθα.
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου μαζί με κάποιους από τους ενοίκους του Ξενώνα.
Πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσεις μεταξύ του ερευνητή, του καλλιτέχνη και του ανθρώπου που μόλις έχει αναρρώσει από τον καρκίνο;
Δεν προσπάθησα να ισορροπήσω. Άφησα τους ρόλους να συγκρουστούν, να διαλυθούν και να ξαναχτιστούν μέσα μου. Το σώμα μου είχε μόλις βγει από έναν πόλεμο: τις χημειοθεραπείες, τον φόβο, την εύθραυστη επιστροφή στην κανονικότητα. Και ξαφνικά, βρισκόμουν σε έναν άλλο πόλεμο. Μόνο που στον Ξενώνα, για πρώτη φορά μετά από καιρό, δεν ήμουν ο «ασθενής». Ήμουν ο υγιής. Εγώ, που μόλις είχα κοιτάξει τον θάνατο, έμπαινα σε έναν κόσμο όπου η ζωή έμοιαζε διαφορετική: αποσπασματική, εύθραυστη, αλλά πάντα παρούσα.
Ο καρκίνος με έμαθε να πεθαίνω. Ο Ξενώνας με έμαθε να ζω. Και η ζωή, κατάλαβα, δεν επιστρέφει μετά από μια κρίση. Χτίζεται από την αρχή.
Δεν υπάρχει τρόπος να είσαι μόνο ένας ρόλος. Δεν μπορούσα να είμαι μόνο ερευνητής –η εμπειρία ήταν υπερβολικά ανθρώπινη για να παρατηρηθεί από απόσταση. Δεν μπορούσα να είμαι μόνο καλλιτέχνης -αν άφηνα την τέχνη να με οδηγήσει, θα πρόδιδα την ωμή αλήθεια. Δεν μπορούσα να είμαι μόνο ο άνθρωπος που επιβίωσε –αν έμενα παγιδευμένος στην προσωπική μου ιστορία, δεν θα έβλεπα πέρα από τον εαυτό μου.
Ο Γιάννης Π. στο σαλόνι.
Κι έτσι, έγινα όλα αυτά μαζί. Ή μάλλον, αποδέχτηκα ότι δεν χρειάζεται να «βρω» τον εαυτό μου. Γιατί ο εαυτός δεν είναι κάτι σταθερό – είναι κάτι που αλλάζει, που διαλύεται, που ξαναχτίζεται. Δεν χρειάζεται να ισορροπήσεις. Η ζωή δεν είναι ισορροπία. Είναι κίνηση.
«Γιατί τελικά / εν κινήσει / η μνήμη ριζώνει / εν κινήσει η καμπύλη / βρίσκει σπίτι».
Τι σου αποκάλυψε η ζωή σε έναν ψυχιατρικό ξενώνα για το πώς η κοινωνία μας αντιμετωπίζει συνολικά την ψυχική υγεία; Τι χρειάζονται περισσότερο οι άνθρωποι που περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους σε αυτές τις δομές;
Η κοινωνία μας βλέπει την ψυχική ασθένεια σαν έναν ξένο τόπο –κάτι που συμβαίνει στους άλλους, ποτέ σε εμάς, αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική. Δεν υπάρχει μια καθαρή γραμμή που χωρίζει τον «υγιή» από τον «ασθενή». Υπάρχει μόνο ένα φάσμα, μια λεπτή διαδρομή όπου όλοι βαδίζουμε, άλλοι πιο σταθερά, άλλοι σκοντάφτοντας.
Οι άνθρωποι στις ψυχιατρικές δομές δεν ζουν μόνο τον αποκλεισμό από την κοινωνία. Ζουν και τον αποκλεισμό από τον ίδιο τους τον εαυτό, καθώς σιγά-σιγά εσωτερικεύουν την ταμπέλα που τους έχουν φορέσει. «Δεν ανήκουμε εκεί έξω», σκέφτονται. Και το πιο σκληρό; Οι «έξω» συμφωνούν. Αυτό που κατάλαβα μέσα στον Ξενώνα είναι ότι η «τρέλα» δεν είναι ένα απομονωμένο φαινόμενο. Είναι μια «δυνατότητα» που υπάρχει μέσα σε όλους μας.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν χρειάζονται οίκτο. Χρειάζονται κάποιον που να ακούσει πραγματικά· κάποιον που να μην προσπαθήσει να μεταφράσει τη φωνή τους στη «λογική», αλλά να σταθεί απέναντί της και να την ακούσει όπως είναι.
Το γάβγισμά τους είναι συλλαβιστό. Δεν σημαίνει πως δεν έχει γλώσσα. Σημαίνει πως εμείς δεν έχουμε μάθει ακόμα να την καταλαβαίνουμε.
Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου ευχαριστεί τους Ενοίκους: Ειρήνη Χαρέα, Γιάννη Μερούση, Γιάννη Παπαναστασίου, Μιχάλη Μαρή, Γιώργο Κατσελή και Ελένη Κατσιώλη. Ευχαριστεί από καρδιάς: την Κλινική Ψυχολόγο και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Ψυχιατρικού Ξενώνα Χίου, Εριέττα Περδικάρη που πίστεψε από την πρώτη στιγμή στο ποιητικό μου πείραμα ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ. Ευχαριστεί: Την Κοινωνική Λειτουργό: Πόπη Απέσσου. Τους Νοσηλευτές: Μαίρη Κουλουρούδη, Γιάννη Παπαδόπουλο, Αθηνά Σγουρούδη και Γιώργο Πολίτη.
Η ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Ευαγγελίου «τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά» (160 σελίδες / 96 ποιήματα), σε φιλολογική επιμέλεια & διορθώσεις της Σωτηρίας Αποστολάκη και σχεδιασμό έκδοσης, εξώφυλλο και εικονογράφηση από τον Βαγγέλη Ευαγγελίου, κυκλοφορεί από την ΚΑΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ