Ο γνωστός κωμικός μιλά για το stand up, αν υπάρχουν όρια στην κωμωδία και πώς ξεπερνιέται η απουσία γέλιου σε μία παράσταση
Διανύουμε μία εποχή όπου το stand up comedy έχει γίνει (σχετικά) mainstream και όλοι έχουμε δει μία παράσταση, είτε σε special του Netflix είτε live σε κάποιον χώρο. Κάπου εκεί ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη κωμωδίας στο stand up και κάπως έχουμε ξεκινήσει να εξοικειωνόμαστε με τα λογοπαίγνια, τις αφηγήσεις αλλά και με την αλληλεπίδραση με το κοινό (ειδικά αν κάθεσαι στις πρώτες σειρές).
Ο Πάρις Ρούπος είναι ένας κωμικός που δεν «κολλάει» μόνο σε ένα είδος και η παράσταση «Όχι Μανάδες» είναι η απόδειξη αυτού. Λατρεύει βεβαίως τα one liners αλλά αγαπά και τον ρυθμό που δίνουν τα bits του 1 ή 2 λεπτών. Πολύς κόσμος τον ανακάλυψε μέσα από ένα αστείο για την Κύπρο, που δίχασε το κοινό (και γέμισε το inbox του με απειλητικά μηνύματα), αλλά που του έδωσε υλικό για το «Όχι Μανάδες». Είχε προηγηθεί η πρώτη του σόλο παράσταση «Δουλίτσα να Υπάρχει», που ξεκίνησε αμέσως πριν την πανδημία, και την είδαμε τελικά, βιντεοσκοπημένη και live, το 2022.
Οι επόμενες Παρασκευές, μέχρι τις 11 Απριλίου, αποκτούν ενδιαφέρον με τη νέα παράσταση του Πάρι, «Κυριλέ», στην οδό Πραξιτέλους, με ολόφρεσκο υλικό και «πίτσα από το Mozzart, μαζί με ποτάρα από το Praxitelous Bar».
Πότε και γιατί αποφάσισες ότι ναι, θα γίνεις stand up κωμικός;
«Ήταν φθινόπωρο του ’13 θυμάμαι. Είχαν πιάσει τα πρώτα κρύα και μπήκαμε σε ένα σκοτεινό μπαρ να βρούμε απάγκιο. Το μπαρ έτυχε να φιλοξενεί ένα open mic stand up κωμωδίας. Είδα όλους τους συμμετέχοντες, γέλασα, ένιωσα ένα ωραίο κλίμα, ήπια την μπίρα μου, είδα γενικά κάτι φρέσκο και ενδιαφέρον. Συνομιλώντας με τους κωμικούς μετά, μου είπαν ότι μπορεί να πάρει μέρος όποιος θέλει και μάλιστα έχει και δωρεάν μπίρα. Είχα που είχα αρκετά πράγματα που μου φαίνονταν αστεία στο μυαλό μου, δεν ήθελα και πολύ. Όλο το υπόλοιπο προέκυψε παίζοντας και χωρίς να το καταλάβω. Μου πήρε λίγα χρόνια ακόμα μέχρι να πω ότι αυτοχαρακτηρίζομαι ως stand up κωμικός. Που είναι και το πιο λογικό, αν λάβεις υπόψη σου το πόσο χρόνο παίρνει να το βρεις».
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου κωμικοί, είτε ως έμπνευση, είτε απλώς επειδή σε κάνουν να γελάς;
«Εκτός από κάποιους συναδέλφους με τους όποιους γελάω περισσότερο ανεξαρτήτως θεματολογίας, με τραβάνε οι κωμικοί με μια πιο σκοτεινή προσέγγιση στα πράγματα, με απρόσμενες αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και σε εικόνες από την ποπ κουλτούρα. Επίσης, κωμικοί που τολμούν να αποδομήσουν πρόσωπα και καταστάσεις που επιδέχονται καθολικής, σχεδόν θρησκευτικής αποδοχής από τον κόσμο. Και φυσικά, πάντα εκτιμώ ένα απλό, πρωτότυπο λογοπαίγνιο».

Πώς είναι να ξυπνάς και να βρίσκεις απειλητικά μηνύματα για ένα αστείο; Σε απέτρεψε αργότερα από το να κάνεις παρόμοια αστεία ή ούτε καν;
«Τα απειλητικά μηνύματα δεν αποτελούν κριτική. Άρα δεν λειτουργούν και αποτρεπτικά για οτιδήποτε. Ίσως να μου έδινε κίνητρο να γράψω ένα ακόμα καλύτερο αστείο για το ίδιο ζήτημα. Θα με έβαζε μόνο ίσως σε σκέψεις για το κατά πόσο έπρεπε να μοιραστώ αντίστοιχης φύσης αστεία στο Ίντερνετ, μιας και η συνθήκη αλλά και οι αποδέκτες του αστείου εκεί, είναι πολύ διαφορετικοί από εκείνους μιας ζωντανής παράστασης».
Τι είναι τελικά πιο σημαντικό; Το καλό αστείο ή το καλό delivery;
«Όλοι λογικά θα πούν “ο συνδυασμός”. Και ισχύει. Για μένα όμως ξεκινούν όλα από τη σύνταξη. Δηλαδή, συχνά γράφω αστεία που θα ήθελα να λειτουργούν ακόμα και αν τα δεις απλά γραμμένα. Το καλό delivery θα του δώσει απλά μία έξτρα δυναμική ή μπορεί να σώσει και ένα πιο αδύναμο αστείο. Υπάρχει ακόμα μια παλαιωμένη άποψη ότι για να θεωρείσαι κωμικός πρέπει να “παίζεις” το αστείο. Αλλά για μένα, αναλόγως και το περιεχόμενο του αστείου, μια απλή απαγγελία του με στιλ deadpan, μπορεί να το κάνει ακόμα πιο πετυχημένο. Που και αυτό είδος delivery είναι. Άλλοι έχουν το μηχανάκι, άλλοι το ποδήλατο».

Πώς δέχεται το κοινό τα οne liners; Είναι δύσκολη πίστα ή μπορεί να φέρει πιο εύκολα γέλιο από μία ιστορία που θα διηγηθείς;
«Το κοινό στην Ελλάδα δεν είναι ακόμα αρκετά εξοικειωμένο με τα one liners. Τα θεωρεί “ανέκδοτα”, λόγω της σύντομης φύσης τους. Αν το σκεφτείς όμως, έχουν παρόμοιο μοτίβο λειτουργίας με τις ιστορίες, γιατί και τα δύο το πάνε χτίζοντας ένταση. Αστείο το αστείο, δημιουργεί μια προσμονή για το επόμενο. Όπως ακριβώς και σε μια ιστορία για το “πού το πάει”. Εξάλλου αρκετά κείμενα storytelling στο stand up, αν τα αποδομήσεις, αποτελούν μία σειρά από καλά κρυμμένα one liners».
Είμαστε όντως σε μία εποχή όπου δεν μπορούμε να κάνουμε πλάκα; Χωρά η κωμωδία σε μία τέτοια συνθήκη;
«Η κωμωδία χωράει παντού. Ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Κα όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, απλά δεν το έχει ξεκλειδώσει ακόμα μέσα του, κάτι που είναι αρκετά στενάχωρο, κυρίως για εκείνον. Αν βάλεις οποιοδήποτε ιδεατό όριο στην κωμωδία, της κόβεις τα πόδια, τα φτερά, το ίδιο της το είναι. Άλλο το όριο και άλλο η κρίση. Κρίση είναι να κρίνω και να αποφασίσω πρωτίστως εγώ, ως κωμικός, αν θέλω να αστειευτώ με κάτι, πότε θα το κάνω, τι ακριβώς θα πω και από ποια πλευρά. To πόσο πετυχημένο ήταν τελικά, δεν έχει να κάνει με το πού είναι το όριο, αλλά με τη διαχείρισή του. Σε καμία εποχή, ο σκοπός της κωμωδίας δεν είναι να πληγώσει. Είναι να διασκεδάσει, να ελαφρύνει, να στηλιτεύσει ή και να ενοχλήσει συγκεκριμένους θεσμούς εξουσίας. Όποτε και αν πλήγωσε, ήταν σίγουρα λάθος».
Πώς διαχειρίζεσαι την απουσία γέλιου ή σε ένα αστείο ή όταν το κοινό δεν ψήνεται και πολύ; Είναι υλικό για τον ψυχολόγο;
«Ο ψυχολόγος έχει να διαχειριστεί και να θεραπεύσει πολύ σοβαρότερα ζητήματα από την απουσία γέλιου σε ένα αστείο. Όταν συμβαίνει λοιπόν αυτό (που δεν είναι και σπάνιο φαινόμενο, μιας και κάθε παράσταση περνά πρώτα από τη διαδικασία της δοκιμής) το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι -ω τι έκπληξη- κάποιο αστείο και ως προς αυτό. Να το σχολιάσεις δηλαδή και να το αναγνωρίσεις μιας και όλοι βρισκόμαστε στο ίδιο δωμάτιο. Με αυτό τον τρόπο, το κοινό θα σε ακολουθήσει ξανά, θα χαλαρώσει και θα είναι πιο έτοιμο για το επόμενο».
Στο «Όχι Μανάδες» είχες απ’όλα. Και one liners, και μουσική, και τραγούδι, και ομοιοκαταληξία. Ποιο στιλ αστείων σε εκφράζει ή απολαμβάνεις περισσότερο;
«Αν και δύσκολα μπορώ να αποχωριστώ τα μικρά σύντομα αστεία, καθώς τα χρησιμοποιώ και στην καθημερινότητά μου, ομολογώ ότι έχω γίνει φαν των μικρών γρήγορων μπιτ του 1-2 λεπτών. Δηλαδή ούτε ένα one liner των 10 δευτερολέπτων, ούτε ένα κείμενο τύπου storytelling των 7 δευτερολέπτων.
Και έχω εντάξει κάποια τέτοια και στη νέα παράσταση. Νιώθω ότι κρατούν έναν ρυθμό, χωρίς να κουράζουν. Γενικά όμως στη ζωή μου, θα απολαύσω εξίσου και ένα ψαγμένο αστείο δεύτερης και τρίτης ανάγνωσης και μια φθηνή χοντράδα βγαλμένη από τα βαθιά 90s. Και του βάθους και της επιφάνειας».
Με τι γελάει περισσότερο το ελληνικό κοινό; Υπάρχει συνταγή ή κάθε φορά είναι μία έκπληξη;
«Υπάρχει μια διαφορά στο με τι γελάμε στο Ίντερνετ και με τι γελάμε στην παράσταση. Το ιντερνετικό χιούμορ, έχω παρατηρήσει τελευταία, ότι τείνει πια στο πιο mainstream τηλεοπτικό που ήδη γνωρίζαμε. Ζευγαροαστεία, τύποι ανθρώπων, περούκες, προφορές επαρχίας, ποδοσφαιρικό χιούμορ, αρσενικός χαβαλές, κωμωδία παρεξηγήσεων. Παρόλ’αυτά, οι ίδιοι άνθρωποι που καταναλώνουν αυτό το content, θα έρθουν και σε παράσταση stand up, δηλαδή σε ένα αρκετά διαφορετικό φορμάτ κωμικής διήγησης, και θα γελάσουν το ίδιο ή και περισσότερο. Οπότε νιώθω ότι δεν έχω καταλήξει αν υπάρχει συνταγή. Κάθε παράσταση έχει διαφορετική σύνθεση κοινού, σε διαφορετικό τόπο, σε διαφορετική μέρα, σε διαφορετική συνθήκη. Άρα ποτέ δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις, ούτε μπορείς να είσαι πάντα σίγουρος για το πώς θα πάει. Και αυτό το κάνει πιο ενδιαφέρον. Και για τον/ην κωμικό, και για το κοινό».

Πες μας για τη νέα παράσταση «Κυριλέ». Γιατί να έρθουμε;
«Για τη συγκεκριμένη παράσταση, έχω να παραθέσω παραπάνω λόγους από οποιαδήποτε προηγούμενη. Γιατί βοηθάει και ο χώρος. Καταρχάς, περιέχει φρέσκο υλικό και μια μίξη από one liners, μικρά μπιτ, λογοπαίγνια, dark χιούμορ, περιγραφές και τραγούδια. Κατά δεύτερον, θα λάβει χώρα σε ένα γαμάτο μέρος, στο Praxitelous Bar Downstairs, ένα παλιό υπόγειο καταφύγιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διαμορφωμένο σε κρυφό speakeasy bar. Τρίτον, έχει είσοδο μόνο 10 ευρά (δεν υπάρχει υποχρεωτική κατανάλωση, το μπαρ είναι self-service).
Και τέλος, θα είναι κάθε Παρασκευή που σημαίνει ότι είναι ό,τι πρέπει για να δεις τη χαλαρή παράστασή σου και καπάκια να ανέβεις ακριβώς από πάνω να φας εξαιρετική Mozzart Pizza (στην οποία παρεμπιπτόντως βρίσκεται και η είσοδος για την παράσταση) και να πιεις την ποτάρα σου στο Praxitelous Bar, το πάνω, το ορθόδοξο. Ιδανική έξοδος. Α! Και μπόνους, κάθε Παρασκευή θα εμφανίζεται ένα διαφορετικό opening act, δηλαδή ένας/μία κωμικός έξτρα που αξίζει να δεις».
Τι άλλο ετοιμάζεις μελλοντικά και πού μπορεί να σε βρει κάποιος, έστω και ιντερνετικά;
«Πέρα από κοψο-γράψιμο και την ετοιμασία αυτής της παράστασης για την Αθήνα, θα κανονιστούν και κάποιες εξορμήσεις σύντομα στην επαρχία. Βρίσκομαι ακόμα στη διαδικασία της επεξεργασίας του ήχου ώστε να κυκλοφορήσω σε CD (ναι, σε CD) το ηχητικό άλμπουμ της προηγούμενης παράστασής μου “ΟΧΙ ΜΑΝΑΔΕΣ”. Για τους ρομαντικούς λάτρεις του βίντατζ και των συλλογών. Mετά από αυτό που είπα για το CD, ίσως να έχω και myspace.
Επίσης αν δεις κάποιον να κάνει οχτάρια με το ποδήλατο στην Πατησίων κάθε Παρασκευή, λίγες ώρες μετά την παράσταση, μάλλον θα είμαι εγώ».
Η παράσταση «Κυριλέ» φιλοξενείται στο Πραξιτέλους Bar Downstairs, κάθε Παρασκευή στις 21:00. Κλείσε εδώ το εισιτήριό σου.