Μια συζήτηση για όλα στο καμαρίνι της σπουδαίας ηθοποιού και θεατρικής συγγραφέως, η οποία με την εμβληματική παρουσία της στο παιδικό θέατρο άγγιξε τις ζωές χιλιάδων παιδιών και άφησε εποχή. Η δημιουργική και εσωτερική της ζωή συνεχίζονται ακάθεκτες, με νέα σχέδια για παραμύθια και podcast στα σκαριά.
Η Ξένια Καλογεροπούλου φτάνει νωρίς στο θέατρο Μουσούρη, γεμάτη ορμή και επιθυμία να ανέβει ακόμα ένα βράδυ στη σκηνή και να ερμηνεύσει τον ρόλο μιας γυναίκας που πάσχει από Αλτσχάιμερ και ζει σε ένα περίκλειστο, δικό της σύμπαν στο “Humans”, το βραβευμένο με Tony έργο του Stephen Karam, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Αφού χαιρετήσει και συνομιλήσει με τους ανθρώπους του θεάτρου που είναι ήδη στο ταμείο για την αποψινή παράσταση, κατευθυνόμαστε στο καμαρίνι της, το δεύτερο σπίτι της εδώ και δύο σεζόν.
Ηθοποιός, συγγραφέας, μεταφράστρια, ιδρύτρια του θεάτρου «Πόρτα», η Ξένια Καλογεροπούλου διέγραψε μια εντελώς δική της πορεία στα θεατρικά πράγματα, φεύγοντας χιλιόμετρα μακριά από το καλούπι που επιχείρησαν να την βάλουν στην αρχή της καριέρας της, στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.
«Μισός αιώνας θέατρο για παιδιά», όπως τιτλοφορείται και το βιβλίο της που κυκλοφορεί από το Εθνικό Θέατρο. Αυτές τις πέντε δεκαετίες, η κυρία Καλογεροπούλου άφησε πολύτιμο αποτύπωμα, αλλάζοντας το πώς αντιλαμβανόμαστε το παιδικό θέατρο, στο οποίο επέστρεψε την απαραίτητη ευαισθησία, τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων και την απεριόριστη φαντασία.
Η Ξένια Καλογεροπούλου φοράει καινούρια ρούχα, όταν μας υποδέχεται στο θέατρο Μουσούρη. Έχει διάθεση να μιλήσει για τη ζωή της σήμερα, καθώς και για το παρελθόν της με τον σύντροφο της ζωής της, Κωστή Σκαλιόρα που έφυγε από τη ζωή το 2013, να κάνει τον απολογισμό της διαδρομής της στον κόσμο του θεάτρου -μιας διαδρομής που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα-, αλλά και να ανασύρει, με απόλυτη ενάργεια, εικόνες και μυρωδιές της παιδικής της ηλικίας.

Κων. Μαρκουλάκη. Φωτογραφίες: Δημήτρης Καπάνταης
Με αυθεντική περιέργεια, δίψα για ζωή και για τα επόμενα βήματά της -έχει στα σκαριά ένα παραμύθι, αλλά και μια πρωτότυπη ιδέα για podcast– η Ξένια Καλογεροπούλου δεν ησυχάζει ποτέ, όπως οι αυθεντικοί δημιουργοί. Μάλιστα, η επομένη της συνέντευξης θα ήταν μια σημαντική μέρα για εκείνη, καθώς διοργάνωνε τραπέζι στο σπίτι της για πρώτη φορά, μετά την απώλεια σημαντικού μέρους της όρασής της.
«Η τελευταία φορά που έκανα κάτι τέτοιο ήταν όταν έβλεπα. Μετά δεν το ξανάκανα. Τώρα, μου φαίνεται πολύ τολμηρό. Αγόρασα καινούρια ρούχα, έχω παραγγείλει τα φαγιά, τα κρασιά κι έχω τους καλεσμένους μου. Μου μοιάζει πολύ εντυπωσιακό ότι θα γίνει μια γιορτή στο σπίτι μου. Θα στρώσω τραπέζι καλό, θα ανάψω το τζάκι και θα έρθουν άνθρωποι να περάσουμε ωραία. Είναι η πρώτη φορά που θα έχω καλεσμένους, αφότου έχασα μέρος της όρασής μου. Τώρα λέω γιατί όχι; Ξαφνικά κάνω πράγματα που δεν τα έκανα», σημειώνει η αγαπημένη ηθοποιός.
«Λοιπόν, για να πάρουμε φόρα», θα μου πει στην αρχή της συζήτησής μας, πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ που έχει δίπλα της.
Όταν μοιράστηκα με κάποιους ανθρώπους ότι θα κάνουμε αυτή τη συνέντευξη, ένας φίλος ηθοποιός μού είπε πως όταν είδε «Το Σκλαβί» ως παιδί, σκέφτηκε ότι θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο.
Πολύ χαίρομαι που το ακούω. «Το Σκλαβί» ήταν ένα θαύμα για μένα και τη ζωή μου. Εκείνο τον καιρό, είχα δίπλα μου μια γνωστή συλλογή παραμυθιών, που περιείχε και το Σκλαβί. Μου τηλεφώνησε ο Θωμάς (σ.σ. Μοσχόπουλος, σταθερός της συνεργάτης) και μου περιέγραψε την ιστορία. Όπως το είχα δίπλα μου, το διάβασα και είπα ότι αυτό θέλω να κάνω.
Μου πήρε πάρα πολύ καιρό να το φανταστώ, να ψάξω τι μπορεί να κρύβει αυτό το παραμύθι. Του πρόσθεσα πάρα πολλά πράγματα. Είναι ένα παραμύθι με πάρα πολλά μυστικά. Κάπου δύο χρόνια το παίδευα και όταν βγήκε ήμουν πολύ χαρούμενη. Η παράσταση ήταν μια υπέροχη εμπειρία και πρέπει να πω ότι πολύ το καμαρώνω το Σκλαβί.

Πιστεύω ότι θα έχετε «φτιάξει» πολλούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες, γιατί το θέατρο που έχουμε δει ως παιδιά γράφει μέσα μας, με πολλούς τρόπους.
Ναι, αλλά είναι καλό αυτό ή κακό (γέλια); Δεν μπορώ να ξέρω ποιοι έχουν επηρεαστεί με αυτόν τον τρόπο από τη δουλειά μου. Εγώ πέρασα πολύ ωραία πάντως με όλα όσα έκανα. Τώρα θα ανεβάσουμε ξανά ένα έργο μου, την «Ελίζα» που έχει να παιχτεί πολύ καιρό. Θα το κάνει ο Μοσχόπουλος στο «Πόρτα».
Έρχονται συχνά άνθρωποι να σας πουν ότι ως παιδιά είχαν δει παραστάσεις σας;
Όχι πολύ, συμβαίνει όμως. Όταν έγραψα τον Οδυσσεβάχ, ήταν ένα κορίτσι οκτώ χρονών που ερχόταν κάθε Κυριακή κι έβλεπε την παράσταση. Μάλιστα, στο διάλειμμα περίμενε να ξαναρχίσει· δεν κουνιόταν, παρά μόνο κοίταζε τη σκηνή. Είχα κολακευτεί πάρα πολύ, μετά όμως κατάλαβα ότι είχε ερωτευτεί τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Μία ερχόταν με τη μαμά, μία με τον μπαμπά, μία με τη γιαγιά για να βλέπει τον Μιχαήλ.
Επίσης με τον Οδυσσεβάχ, θυμάμαι ότι τα παιδιά έπαιζαν ξανά την παράσταση σπίτι τους κι έστηναν παιχνίδια που είχαν δει στο έργο. Αυτόν τον καιρό, βέβαια, δεν έρχομαι σε μεγάλη επαφή με παιδιά, από κοντά.
Ολοκληρώνετε σιγά-σιγά τη δεύτερη σεζόν του “Ηumans” σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, ενός έργου που μιλάει για «τη ζωή, όπως προσπαθούμε να τη ζήσουμε». Με την εμπειρία ζωής που έχετε, πού θα λέγατε ότι βρίσκεται η ουσία της ανθρώπινης κατάστασης;
Αχ, δύσκολα μου βάζεις. Δεν ξέρω. Οι άνθρωποι είμαστε και απλοί και περίπλοκοι συγχρόνως, αν θέλεις. Αυτό το έργο περιγράφει ανθρώπινες σχέσεις και πιάνει διάφορα παραδείγματα χαρακτήρων, πολύ αληθινά, με πολλή φινέτσα και χιούμορ. Κι αυτό μου αρέσει.
Ήμουν τυχερή που μου πρότεινε ο Κωνσταντίνος αυτήν την παράσταση. Πριν απ΄ αυτό, είχα παίξει στον «Θείο Βάνια» ένα ρόλο, αλλά δεν φανταζόμουν πως θα μου τύχει κάτι τόσο ωραίο όσο το “Humans”. O ρόλος μου είναι πάρα πολύ ενδιαφέρων.
Αυτή η γυναίκα που έχει Αλτσχάιμερ και ζει σε ένα σύμπαν δικό της είναι ένα πράγμα παράξενο. Είναι ανάμεσα στους άλλους, αλλά ταυτόχρονα στον κόσμο της. Σε μια στιγμή μόνο θυμάται κάτι ζωντανό, όταν λέει μια προσευχή.
Μάλιστα, σε κάποια παράσταση οι θεατές νόμιζαν ότι έγινα καλά κι αρχίσανε να χειροκροτάνε ότι γιατρεύτηκα, αλλά δεν είχε συμβεί αυτό. Προχθές, άκουγα στο ραδιόφωνο που λέγανε ότι βρέθηκε το φάρμακο για το Αλτσχάιμερ. Πετάχτηκα πάνω. Και μετά λέω «όχι, δεν με ενδιαφέρει εμένα. Είναι για τον ρόλο μου» (γέλια).

Έχετε ταυτιστεί με τον ρόλο σας, όμως;
Ναι, κάπου ναι, ενώ το πρόβλημά μου δεν είναι αυτό. Το πρόβλημά μου είναι ότι έχω χάσει ως ένα σημείο την όρασή μου. Ψιλοβλέπω όμως· τώρα, ας πούμε βλέπω ότι φοράς σκούρα και πάνω φοράς κάτι πιο ανοιχτό. Έχεις και σκουλαρίκια ή μου φαίνεται;
Κάτι βλέπω, αλλά δεν μπορώ ούτε σινεμά να παρακολουθήσω και μου λείπει πολύ. Τις παραστάσεις τις ακούω -ραδιοφωνικά. Για να κυκλοφορώ, χρειάζομαι μια βοήθεια. Μια γνωστή μου, που έχει χάσει το φως της, έχει σκύλο. Δεν νομίζω ότι θα με βόλευε ο σκύλος εμένα. Χρειάζομαι άνθρωπο. Και ευτυχώς έχω μια γυναίκα που με φροντίζει πολύ ωραία.
Που λες ήρθα εδώ πέρα, με αυτό τον απροσδόκητα συναρπαστικό ρόλο, σε έναν πάρα πολύ ωραίο θίασο. Είναι και όλοι οι ηθοποιοί εξαιρετικοί -και σαν ηθοποιοί και σαν άνθρωποι. Έχουμε αγαπηθεί πολύ. Έρχομαι με τέτοια χαρά κάθε φορά στην παράσταση, με τη σκέψη ότι θα τους συναντήσω, θα πούμε τα νέα μας και μετά θα ανέβουμε στη σκηνή.
Στενοχωριέμαι που τελειώνει, Κυριακή των Βαΐων τέρμα. Τώρα, δεν ξέρω αν θα τύχει να ξαναπαίξω στο θέατρο· αν έχουν καμιά ωραία γιαγιά.
Είστε ανοιχτή να σας προτείνουν κάτι ωραίο, θεατρικά, για την επόμενη σεζόν;
Βεβαίως και είμαι ανοιχτή. Μακάρι! Αν τύχει κάτι που να με θέλουν και να το θέλω κι εγώ. Όμως, μπορεί και να μην τύχει. Μπορεί να μην ξαναπαίξω. Ή να παίξω σε κάνα χρόνο.

Έχετε συμβιβαστεί με την ιδέα του να μην ξαναπαίξετε; Επειδή το αναφέρατε και πριν.
Μπορεί, ναι. Δεν ξέρω, προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Δεν είναι απαραίτητο, αλλά ωραίο θα είναι να παίξω. Εξαρτάται αν θα είναι όπως τώρα, που έχω τέτοια ωραία επαφή με τους άλλους. Αυτό δεν συμβαίνει εύκολα.
Αν είναι το “Humans” η τελευταία σας παράσταση -που αποκλείεται- θα είστε ευχαριστημένη;
Βεβαίως. Ήταν ωραία. Ελπίζω να μην είναι η τελευταία, αλλά ήταν για μένα ένα δώρο μεγάλο.
Ποια θα λέγατε ότι είναι σήμερα η διανοητική σας κατάσταση, κατά τη γνωστή κλισέ ερώτηση; Πώς αισθάνεστε;
Είμαι πολύ ανοιχτή. Διάβαζα μια Ρωσίδα συγγραφέα που μ’ άρεσε πολύ, τη Μπερμπέροβα, η οποία έλεγε σε ένα βιβλίο ότι αισθάνεται σαν να είναι ποτάμι που κυλάει και μαζεύει. Εγώ κυλάω και μαζεύω. Ακόμα και τώρα.
Αισθάνομαι μια δίψα για ζωή, την οποία δεν μπορώ να ικανοποιήσω πολύ, κυρίως επειδή δεν βλέπω. Το να μη βλέπεις είναι τρομερό πράγμα. Και δεν μπορώ να το πάρω απόφαση. Με δυσκολεύει πάρα πολύ, αλλά τώρα τελευταία έχω αρχίσει να το αντιμετωπίζω λίγο πιο θετικά. Σκέφτομαι ότι βλέπω κάποια πράγματα -όσα βλέπω.
Γιατί αν δεν έβλεπα και τίποτε, άσε. Τώρα, δηλαδή, βλέπω τα παπουτσάκια σου τα μαύρα, βλέπω εδώ τον καφέ μου, τον καθρέφτη. Όταν παίζω με τους ηθοποιούς τους βλέπω αχνά, αλλά έστω κι έτσι τους βλέπω.
Και ό,τι μπορώ να διακρίνω, το χαίρομαι. Στο σπίτι μού έχουν βάλει φώτα δυνατά και βλέπω κάπως καλύτερα. Ας πούμε, όταν έρχεται η γάτα μου αγκαλιά και με κοιτάζει, βλέπω τα μάτια της κανονικά. Το χαίρομαι. Ξεχωρίζω κάποια πράγματα. Αλλά βλέπω και με τη φαντασία μου, αναγκαστικά.
Είναι πολύ όμορφο πάντως αυτό που λέτε για τη δίψα για ζωή που δεν σταματάει, δεν σβήνει.
Όχι, δεν σταματάει, αλλά δυσκολεύεται. Όλα είναι πιο δύσκολα. Δεν μπορώ πολύ να περπατήσω, να ανέβω σκάλες. Όμως, στη θάλασσα όταν κολυμπάω, αισθάνομαι ωραία. Και όταν ακούω βιβλία, το κάνω με μεγάλη χαρά -παλιά κλασικά και καινούργια. Δεν τα χορταίνω τα βιβλία.

Όταν προέκυψε αρχικά το πρόβλημα της όρασης, έχετε πει ότι σας έπιασε απελπισία.
Ήθελα να πεθάνω. Για πολύ καιρό.
Τώρα λέω κοίτα που είμαι μικρή ακόμη, 88 χρονών, μπορεί να ζήσω μερικά χρονάκια ακόμη, να το ευχαριστηθώ.
Απ΄όλη σας την πορεία αυτά τα χρόνια, τις ελληνικές ταινίες αρχικά και μετά το παιδικό θέατρο και όλα όσα έχετε κάνει, πού βρήκατε πιο πολύ τον εαυτό σας;
Πρέπει να σου πω ότι αυτό συνέβη στην τελευταία μου ταινία, το «Πριν τα Μεσάνυχτα» (σ.σ. σκην. Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, 2013), γιατί εκεί πραγματικά για πρώτη φορά -και τελευταία δυστυχώς-, είχα την ευκαιρία να προχωρήσω πολύ προσωπικά αυτό που έκανα, δουλεύοντας μαζί με τους άλλους συντελεστές.
Στην ταινία αυτή, έχω ένα μονόλογο. Μου τον έδωσαν στο σενάριο, αλλά εγώ τον άλλαξα αρκετά. Τον έγραψα με τον τρόπο μου, σε συνεργασία βέβαια με τον σκηνοθέτη. Αυτό το πράγμα ακούμπησε πάρα πολύ μέσα μου και ήταν πολύ μεγάλη ευτυχία.
Ο ελληνικός κινηματογράφος
Στις παλιές ελληνικές ταινίες δεν βρίσκατε τον εαυτό σας;
Καθόλου. Μου έλεγε και ο Κωστής, ο άντρας μου, ότι «δεν ήσουν εσύ, ήσουν άλλη», κι είχε δίκιο. Αναγκαστικά γινόμουν άλλη.
Έπρεπε να παίζω ένα δυστυχισμένο κορίτσι, ολίγον χαζό, αλλά κυρίως μια κακομαθημένη κοπέλα. Δεν ακουμπούσαν σε κάτι αληθινό οι ρόλοι, ήταν έτσι γραμμένα τα σενάρια.
Θυμάμαι μια εποχή ήθελα να γράψω. Έτσι, σκέφτηκα να προτείνω μια ιδέα για σενάριο μαζί με τον Άδωνη Κύρου, που ήμασταν φίλοι τότε. Φτιάξαμε μια περίληψη υπόθεσης και την δώσαμε σε παραγωγούς. Ένας παραγωγός μας είπε ότι «είναι πολύ ωραίο, αλλά έχει ένα ελάττωμα, είναι λίγο πρωτότυπο».
Έπρεπε να είναι όλα σύμφωνα με έναν κανόνα. Βασικά, ήταν είτε η πλούσια, κακομαθημένη κοπέλα, είτε η δυστυχισμένη, αγνή και φτωχή. Ήταν όλα σε ένα σχήμα. Ήθελαν μια συνταγή, δεν ήθελαν το πρωτότυπο.

Το σενάριο αυτό μπορεί να μην προχώρησε, όμως εσείς προσπαθούσατε από τότε να είστε συνδημιουργός στα πράγματα;
Ξέρεις, μου έτυχε σε κάποιες ταινίες που έπαιξα να έχω κάποιες ιδέες. Τις πρότεινα για να αλλάξει μια σκηνή και να γίνει πιο ενδιαφέρουσα. Κανείς δεν τις κατάλαβε. Αυτά που πρότεινα εγώ ήταν σκηνές όπου δεν εξηγούνται τα πράγματα, αλλά τα δείχνουμε με τέτοιο τρόπο που μαντεύει ο θεατής τι συμβαίνει. Αυτό δεν ενδιέφερε κανέναν τότε.
Η αγαπημένη σας ελληνική ταινία ποια είναι;
Στις κωμωδίες περνούσα πολύ καλύτερα, τα μελό ήταν που με στενοχωρούσαν. Πολλά μελό τα έκανα, γιατί είχαμε τον θίασο με τον Γιάννη Φέρτη και όλο ήμασταν χρεωμένοι. Κάναμε ό,τι να ‘ναι για να βγάζουμε λεφτά. Τα περισσότερα μελό ήταν πολύ χαζά. Έχω μια αδυναμία στην πρώτη μου ταινία, το «Η Κυρά μας η Μαμή», και γιατί ήταν η πρώτη μου και γιατί πέρασα πολύ ωραία.
Πώς μπήκατε στο σινεμά;
Περνούσα μια μέρα έξω από του του Zonar’s και ήταν καθισμένος εκεί ο Μάνος Χατζηδάκις, ο οποίος με είχε γνωρίσει σε κάποιο φιλικό σπίτι.
Με φώναξε και μου λέει «θες να κάνεις σινεμά;». Ο Χατζιδάκις με έστειλε στον Φίνο κι έπαιξα την πρώτη μου ταινία.
Με τον ίδιο τον Χατζιδάκι δούλεψα πολύ αργότερα, ιδιαίτερα στο «Παραμύθι χωρίς όνομα», όπου είχε γράψει τα τραγούδια. Τα έγραφε σχεδόν εκείνη τη στιγμή, σε κουτιά από τσιγάρα, έτσι τόσο πρόχειρα. Και αυτά τα τραγούδια, μετά, έγιναν μεγάλες επιτυχίες στον δίσκο· τραγουδήθηκαν πολύ.
Εκείνη την εποχή, η παράσταση αυτή ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά αποτυχημένη, δεν πήγε καθόλου καλά. Θυμάμαι τον Μάνο να μας έρχεται με τα κουτάκια από τσιγάρα κι εκεί πάνω να είναι γραμμένες οι νότες. Οι στίχοι ήταν του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μιλάμε για υπέροχα τραγούδια που αργότερα έγιναν πολύ πιο γνωστά. Μέσα σε αυτή την κατάσταση, έκανε εξαιρετική δουλειά ο Μάνος.
Μετά, μάλλον χαθήκαμε. Εγώ απλώς τον παρακολουθούσα πάντα και του έχω μεγάλη αδυναμία και τώρα. Μπορεί να κάθομαι να ακούω τον «Μεγάλο Ερωτικό» ατελείωτα.

Αυτή την περίοδο, η καθημερινότητά σας πώς είναι; Μια μέρα με θέατρο και μια μέρα χωρίς;
Κοίταξε, τώρα όσο παίζω, οπωσδήποτε, σχηματίζεται η μέρα μου γύρω από την παράσταση. Διαβάζω το βράδυ, ακούω βιβλία δηλαδή, πάρα πολύ. Τα βιβλία είναι πολύ βασικό στοιχείο στη ζωή μου. Οπότε, κοιμάμαι λίγο αργά και ξυπνάω λίγο αργά.
Όταν δεν βλέπεις, ατονεί και το κορμί σου, διότι δεν το μεταχειρίζεσαι με τον ίδιο τρόπο. Οπότε, κάνω ό,τι μπορώ για να το αντισταθμίσω αυτό. Ας πούμε, δύο φορές τη βδομάδα κολυμπάω για καμιά ωρίτσα. Τώρα θα ξαναρχίσω πιλάτες.
Βασικά, έχω τα βιβλία μου και το κολυμβητήριο… Και σκέφτομαι πολύ, μέχρι αηδίας.
Ακούω πολλή μουσική, παρόλο που δεν είμαι ειδική σε αυτό το κομμάτι. Προχτές, ας πούμε, εγώ που δεν ξέρω πολλά από μουσική, έτυχε να ακούσω κάτι κουαρτέτα του Σοστακόβιτς καταπληκτικά, και κόλλησα εκεί πέρα να ακούω. Δεν μου μιλάει πάντα η μουσική, όταν μου μιλάει όμως… Επίσης, ακούω πολύ ραδιόφωνο γενικά, γιατί τηλεόραση δεν μπορώ να δω. Ακούω και μερικές εκπομπές για βιβλία.
Τις ώρες που χάνεστε στη σκέψη σας, το μυαλό σας πάει πιο πολύ προς τις καλές στιγμές ή προς τις πιο σκοτεινές;
Μια εδώ, μια εκεί. Μπορεί να είναι μια σκοτεινή ανάμνηση και να γίνω λιώμα. Βέβαια, και οι ευχάριστες είναι μελαγχολικές, γιατί είναι περασμένες.
Kάποια πράγματα τα ξεχνάω, αλλά προχθές θυμήθηκα το πατρικό μου σπίτι. Μου κάνει εντύπωση. Ήταν Πάρνηθος 27, στο Ψυχικό. Τηλέφωνο 77-190.
Επίσης, έχω καταφέρει να θυμηθώ 62 τίτλους βιβλίων που είχα στη βιβλιοθήκη μου, όταν ήμουν 10 χρονών. Μου κάνει και εμένα κατάπληξη. Είναι βιβλία που τα θυμάμαι από το περιεχόμενό τους, από το εξώφυλλό τους.
Ήξερα να διαβάζω πριν πάω σχολείο, γιατί είχα μια Γαλλίδα δασκάλα που μου έμαθε να διαβάζω στα γαλλικά. Ήταν νονός μου ο κύριος Κάουφμαν που είχε το γαλλικό βιβλιοπωλείο. Πήγαινα και μου έλεγε «πάρε ό,τι θες».
Εγώ, λοιπόν, διάβαζα βιβλία που δεν ήταν για παιδιά. Ας πούμε ένα αγαπημένο μου βιβλίο ήταν η Μαντάμ Μποβαρύ.

Σε ποια ηλικία τη διαβάσατε;
Στα εννιά μου. Το ήξερα απ’ έξω στα γαλλικά. Το καταλάβαινα με τον τρόπο μου, όχι όπως τώρα. Αυτό κι άλλα δύο είναι τα πολύ αγαπημένα μου: η Jane Eyre και το άλλο ο Συρανό Ντε Μπερζεράκ, που τον ήξερα απ’ έξω στα γαλλικά.
Ήσαστε ένα διανοούμενο παιδί.
Ζούσα πάρα πολύ με τα βιβλία και με τη φαντασία μου -πάρα πολύ. Είχα μεγάλα αδέρφια από άλλη μάνα, που δεν ήταν αδέρφια μου στην πραγματικότητα, γιατί με περνούσαν είκοσι χρόνια. Άρα, μεγάλωνα σαν μοναχοπαίδι, σε μία μονοκατοικία πολύ ωραία, με μεγάλο κήπο.
Περνούσα πολλές ώρες μόνη μου. Ας πούμε, είχα και μία ελιά κι έμενα με τις ώρες σκαρφαλωμένη εκεί, σαν να ήταν το βασίλειό μου. Τα θυμάμαι όλα τα φυτά που είχαμε, τα δέντρα, τα λουλούδια, ό,τι υπήρχε στον κήπο. Τα θυμάμαι ένα-ένα.
Μια ζωή θέατρο για παιδιά
Η ιδέα να ασχοληθείτε με το παιδικό θέατρο, αλλά με τον τρόπο που ασχοληθήκατε, που ήταν τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι υπήρχε στην Ελλάδα, πότε προέκυψε;
Το 1972, μέσα στην επταετία. Ήταν πάρα πολύ μελαγχολικός καιρός. Και ήθελα κάτι χαρούμενο, κάτι φρέσκο. Έτσι σκέφτηκα το θέατρο για παιδιά. Δεν είχα δει ποτέ μου παράσταση παιδικού θεάτρου. Θυμάμαι έτρωγα ένα ψάρι στη Ραφήνα με τον Φασουλή, του λέω «Σταμάτη μου, δεν θα ήταν ωραία να κάνουμε μια παράσταση για παιδιά;» και συμφώνησε.
Έτσι ξεκίνησα, τα λέω και στο βιβλίο μου. Το αλλιώτικο που λες δεν προέκυψε αμέσως. Στην αρχή, ανέβασα κάτι διασκευές όπως του Πινόκιο, ώσπου κάποια στιγμή μας κάλεσαν σε ένα φεστιβάλ στο Βερολίνο, όπου παίξαμε μια παράσταση ενός γερμανικού παιδικού έργου.
Σ’ αυτό το φεστιβάλ, παρακολούθησα μια ιταλική παράσταση και ξαφνικά είδα πώς αλλιώς μπορεί να είναι -όχι μόνο το θέατρο για παιδιά- το θέατρο γενικά. Ήταν μια αποκάλυψη για μένα.
Και έτσι άρχισα να ψάχνω δικούς μου τρόπους και κατέληξα στον «Οδυσσεβάχ».

Αυτός ο αλλιώτικος τρόπος που εξερευνούσατε είχε απ’ την αρχή αποδοχή από το παιδικό κοινό και τους γονείς;
Βέβαια, ο Οδυσσεβάχ ήταν μεγάλη επιτυχία, από την αρχή. Πολύ σύντομα, έμαθα ότι υπάρχει ένας διεθνής οργανισμός για το παιδικό θέατρο, ο οποίος τότε δεν είχε πολλά μέλη. Στην Ελλάδα, το παράρτημα το έφτιαξα εγώ και γράφτηκαν διάφοροι που έκαναν θέατρο για παιδιά.
Υπήρξε μια περίοδος που κάναμε πολύ καλή δουλειά με αυτό το κέντρο. Διοργανώσαμε κι ένα διεθνές συνέδριο για το θέατρο στην εκπαίδευση. Λαμβάναμε μέρος σε φεστιβάλ, ταξίδευα κι εγώ σε πολλά μέρη και παρακολουθούσα τι έκαναν οι άλλοι.
Δεν έβλεπα κάτι κι έλεγα αυτό θα κάνω. Απλώς, μου άνοιγε παράθυρα για να φαντάζομαι εγώ καινούρια πράγματα. Είχα ένα χαρτί και σημείωνα ιδέες που μου έρχονταν, με αφορμή αυτά που έβλεπα.
Η πρώτη σας παράσταση παιδικού θεάτρου ήταν ο «Πινόκιο», πάνω από πενήντα χρόνια πριν, σωστά;
Το 1972. Μισός αιώνας.
Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου σας, «Πριν τα ξεχάσω: Μισός αιώνας θέατρο για παιδιά». Θέλατε να καταγραφούν όλα αυτά που έχετε ζήσει, όλα αυτά που έχετε μάθει;
Τώρα, σε αυτή τη στιγμή ήθελα πολύ να καταγραφούν. Είχα μια πρόταση από τον Γιάννη Μόσχο και το Εθνικό Θέατρο να βγάλουμε μαζί αυτό το βιβλίο. Ήταν μια πολύ ωραία ιδέα, την οποία αγκάλιασα αμέσως. Το ευχαριστήθηκα πολύ.
Γράμμα στον Κωστή

Έχετε γράψει κι ένα πολύ προσωπικό βιβλίο, το «Γράμμα στον Κωστή», τον σύντροφό σας που έφυγε από τη ζωή το 2013.
Βέβαια, βέβαια. Για αυτό το βιβλίο είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, διότι δέχτηκε να το ηχογραφήσει ως audiobook η Αμαλία Μουτούση, η οποία διάβασε και τα δύο βιβλία μου στις παρουσιάσεις υπέροχα.
Και όταν της το πρότεινα, συμφώνησε με μεγάλο ενθουσιασμό. Εγώ έλεγα ότι μάλλον δεν θα θέλει, γιατί είναι κόπος μεγάλος.
H διαδικασία του γραψίματος ενός τόσο βιωματικού βιβλίου ήταν δύσκολη ή πολύ έντονη συναισθηματικά;
Έντονη ναι, καθόλου δύσκολη. Ήταν μια ευτυχία, γιατί για δύο χρόνια ακόμα, αφού είχε πεθάνει ο Κωστής, αισθανόμουν ότι είμαι ακόμη μαζί του. Πέρασα πάρα πολύ ωραία, γράφοντας το βιβλίο. Κάποια στιγμή, αφού είχα γράψει ένα κομμάτι σημαντικό, ήρθε στο χωριό η Άλκη Ζέη. Της είχα βρει ένα σπίτι και έμενε κι αυτή στο Πήλιο, στις Μηλιές.
Της έδωσα να διαβάσει τα πρώτα κεφάλαια και μου είπε «αυτό να το κάνεις βιβλίο». Εγώ το έγραφα, χωρίς να ξέρω αν θα γίνει βιβλίο. Η Άλκη Ζέη, η φοβερή κουμπάρα μου, μου είπε να το βγάλω ως «Γράμμα στον Κωστή».
Όταν βάλατε την τελευταία τελεία και ολοκληρώσατε το βιβλίο, ήταν σαν να αποχωρίζεστε ξανά τον Κωστή;
Ναι, όχι αμέσως όμως, γιατί εκείνη τη στιγμή πολλοί άνθρωποι αγαπήσαν τρομερά το βιβλίο -όπως και ο Θωμάς (σ.σ. Μοσχόπουλος), ο Μαρωνίτης που ξετρελάθηκε. Με ζέστανε πάρα πολύ ο τρόπος που αντιδρούσαν.
Mετά, σιγά-σιγά, δεν είχα πια το γράψιμο του γράμματος και άρχισε να μου στοιχίζει ακόμη πιο πολύ ο θάνατος του Κωστή, όπως μου στοιχίζει και τώρα, μετά από 12 χρόνια.
Πέθανε το 2013 και τώρα όλο βλέπω στον όνειρό μου ότι ο Κωστής υπάρχει και μπορώ να του τηλεφωνήσω, να τον δω.
Μετά ξυπνάω και καταλαβαίνω ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ και αυτό είναι πάρα πολύ οδυνηρό.
Έχετε πει ότι μπορεί να είστε στο θέατρο και να σκέφτεστε στιγμιαία ότι σας περιμένει στο σπίτι;
Ναι, αυτό, αλλά κυρίως στον ύπνο μου βασικά, πια. Στον ξύπνιο μου ξέρω ότι δεν υπάρχει.
Αυτό γίνεται πιο εύκολο με τα χρόνια ή παραμένει το ίδιο οδυνηρό;
Δεν γίνεται πιο εύκολο, όχι.
Στο μυαλό σας, πιάνετε τον εαυτό σας να απευθύνεται ακόμα στον Κωστή, να τον έχει σαν σημείο αναφοράς;
Ναι, καμιά φορά, ναι. Όταν γίνεται κάτι ωραίο, θέλω να του το πω. Βέβαια, τελευταία συμβαίνουν πολύ άσχημα πράγματα και χαίρομαι που δεν τα παίρνει χαμπάρι.
Η ηλικία που βρίσκεστε τώρα έχει μια παραπάνω μοναξιά;
Bέβαια έχει μοναξιά. Και όταν είσαι τυφλός, ακόμα περισσότερο, γιατί αν έβλεπα, θα περπάταγα στον δρόμο με τόση χαρά. Έχω επιθυμήσει να περπατάω στον δρόμο, να χαζεύω μαγαζιά. Και ας μην μπορώ να αγοράσω. Λέω μου είναι απαραίτητο τώρα αυτό; Όχι, αλλά το είδα.
Η μοναξιά έχει να κάνει με το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι -να χτυπήσω ξύλο- που με αγαπάνε, με εκτιμούν, αλλά δεν έρχονται εύκολα να μου κάνουν παρέα. Μου λένε, ας πούμε, «θα έρθω να σε δω, γιατί θέλω πολύ». Και περνάνε χρόνια, χωρίς να έρθουν.
Υπάρχουν άνθρωποι, αλλά δεν είναι συχνό το να έχω παρέα. Βέβαια, κάνω και κάνα τηλέφωνο. Οι άνθρωποι, οι νεότεροι ειδικά, έχουν πάρα πολλά να κάνουν. Έχουν δουλειά, έχουν παιδιά, οικογένεια. Θέλουν να συναντηθούμε, αλλά τελικά δεν έρχονται εύκολα. Όταν όμως τα καταφέρνουμε, περνάμε πολύ καλά κι ανακαλύπτω ότι είχαν πολλή όρεξη να με δουν. Φταίω κι εγώ. Πρέπει να ξεσηκώνω τον κόσμο.
Τελικά, κατάλαβα ότι πρέπει κι εγώ να λέω σε κάποιον «έλα λίγο να σε δω». Το καλοκαίρι θα πάω στο σπίτι μου στις Μηλιές κι ελπίζω κι εκεί να έχω παρέα. Με δυσκολεύει λίγο το καλντερίμι, αλλά θέλω να μείνω λίγο σπίτι μου.
Μετά, θα πάω στην Άφησσο, που είναι πάνω στη θάλασσα. Έχω νοικιάσει ένα διαμέρισμα, για να μπορώ να κολυμπάω κι ελπίζω να περάσω καλά. Βέβαια, επειδή είμαι 88 χρονών, λέω θα είμαι καλά τον Ιούλιο; Έχω μια ανησυχία να έρθει ο καιρός και να είμαι εντάξει. Να δούμε. Ελπίζω να είμαι καλά ακόμη.

Κάνετε παρέα με νεότερους ανθρώπους;
Κυρίως. Μάλιστα κάποιοι μου λέγανε ότι τις φιλίες που έχω, τις έχω από παλιά. Από παλιά δεν έχω, γιατί πεθάνανε οι περισσότεροι. Αλλά κι αυτοί που ζουν, δεν ταιριάζουν μαζί μου καθόλου. Με τους νέους τα πάω καλά.
Οι σπουδαίες φιλίες μου έγιναν όταν ήμουν πια ενήλικη και ορισμένες πολύ πρόσφατα. Κάνω συνεχώς καινούριους φίλους. Είναι καταπληκτικό, γιατί είμαι 88 ετών όπως είπα, κι έχω πολύ στενούς φίλους που τους γνώρισα τώρα πρόσφατα. Με πλουτίζει αυτή η σχέση με τους νεότερους ανθρώπους. Μπορεί να κάνω και καινούριους φίλους, δεν ξέρω.
Τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι δεν «κουμπώνει» με εσάς και τους παλιούς που λέτε;
Δεν ξέρω, αλλά και κάποια στιγμή που ζούσαν ακόμη κάποιοι και βρισκόμασταν, δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Και με συναδέλφους παλιότερους που δούλεψα, ας πούμε τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Σταύρο Παράβα κ.α., συνεργαστήκαμε, αλλά δεν κολλούσαμε. Είχαμε τελείως διαφορετικές ιδέες και άλλη γλώσσα. Και για τη δουλειά και για τη ζωή γενικά.
Τους νέους ηθοποιούς πώς τους βλέπετε; Ταλαιπωρούνται πολύ στην Ελλάδα;
Άλλοι ταλαιπωρούνται, άλλοι ταλαιπωρούν (γέλια). Όταν μου λένε οι παλιοί ηθοποιοί ήταν καλοί, θυμώνω πάρα πολύ. Δεν ήταν καλύτεροι, ήταν αλλιώτικοι. Τώρα υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντες ηθοποιοί, μορφωμένοι, που ψάχνονται και ξέρουν πράγματα.
Είναι πολύ πιο προχωρημένοι αυτοί που είναι καλοί. Άλλοι, όμως, μπορεί να είναι της τηλεόρασης και της επιτυχίας και να είναι επιπόλαιες περιπτώσεις. Α, υπάρχουν τόσοι πολλοί ηθοποιοί που βλέπεις όλα τα είδη.
Τα τελευταία χρόνια σας είχε γίνει κάποια πρόταση για τηλεόραση, επειδή τώρα οι σειρές έχουν πάρει τα πάνω τους;
Όχι, αλλά δεν ξέρω και αν θα ήθελα. Πολύ περισσότερο θα μου άρεσε να κάνω σινεμά, αν μου τύχαινε. Για τηλεόραση ούτε μου το προτείνανε, αλλά ούτε και θέλω πολύ.
Είμαι σίγουρη ότι θα έχετε κι άλλα σχέδια στα σκαριά.
Να σου πω τι άλλο κάνω: δύο πράγματα. Δεν μπορώ πια να γράψω με το κομπιούτερ μου, αλλά γράφω σε συνεργασία. Έχω έναν ανιψιό, τον Φίλιππο Φωτιάδη, καταπληκτικό εικονογράφο, ο οποίος έχει φτιάξει κάποια από τα βιβλία μου. Με τον Φίλιππο φτιάχνουμε ένα picture book, ένα παραμύθι που θα έχει κυρίως εικόνες και λίγο κείμενο. Θα λέγεται «Η Κουρελοσκουφού».
Είναι εμπνευσμένο από ένα σκανδιναβικό παραμύθι με μια κοπέλα που φοράει κουρελιασμένη σκούφια, κρατάει μια κουτάλα και είναι καβάλα στην κατσίκα. Εμείς πήραμε την ιδέα και έχουμε φτιάξει ένα δικό μας παραμύθι, πάρα πολύ τρελό, που τώρα το τελειώνουμε σιγά-σιγά.
Πιστεύουμε ότι είναι πολύ ενδιαφέρον κι ελπίζουμε ότι κάποιος θα θελήσει να το εκδώσει. Είμαι πολύ ξεσηκωμένη με αυτό, κάθομαι και σκέφτομαι, μετά έρχεται ο Φίλιππος, υπαγορεύω στο τάμπλετ, τα γράφουμε και τώρα κοντεύουμε να το ολοκληρώσουμε. Μας αρέσει πάρα πολύ.
Το άλλο πράγμα που δεν ξέρω αν θα γίνει, αλλά το έχω στο μυαλό μου, είναι τα podcast, συζητήσεις με ανθρώπους. Έχω μια ιδέα που δεν έχει βρει τον παραγωγό της ακόμη. Τώρα θα μιλήσω με υποψήφιους παραγωγούς.
Θέλω να κάνω συζήτηση με διαλεγμένους ανθρώπους για πράγματα που θυμόμαστε από μικρά παιδιά κι έχουμε ζήσει· αναμνήσεις διάφορες. Να θυμηθούν, δηλαδή, οι άνθρωποι ήχους, εικόνες, μυρουδιές, γεύσεις, όνειρα, πατρικό σπίτι, σχέσεις με άλλα παιδιά και με μεγάλους αργότερα, με ζώα.
Έχω πάρα πολλές τέτοιες αναμνήσεις και μου φαίνεται πολύ ωραίο να τις μοιραστώ κι εγώ κι οι καλεσμένοι μου. Δεν ξέρω αν θα γίνει, πάντως είναι στο μυαλό μου.
Η τέλεια ομορφιά

Ποια είναι μια πολύ δυνατή παιδική σας ανάμνηση, εικόνα, μυρωδιά, ο,τιδήποτε;
Αν σκεφτώ αναμνήσεις από τη θάλασσα, θυμάμαι από πάρα πολύ μικρή. Αυτό που θα σου πω είναι πριν από τον πόλεμο, γιατί είμαι και 88 ετών. Θυμάμαι να έχουμε πάει στη θάλασσα, να τραβάνε τα δίχτυα οι ψαράδες και να έχουν μέσα μια μεγάλη θαλασσινή χελώνα, την οποία μετά την βάλανε κάτω και την χτυπάγανε. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Η εικόνα αυτή με τους ψαράδες να χτυπάνε την χελώνα είναι από τα πιο παλιά και τα πιο τρομερά πράγματα που θυμάμαι.
Δεν μεγαλώσατε κοντά στη θάλασσα, σωστά;
Όχι, μέχρι τα 12 μεγάλωσα στο Ψυχικό. Γεννήθηκα το 1936, το 1940 που έκλεινα τα έξι άρχισε ο πόλεμος. Μέχρι τότε πήγαινα στη θάλασσα, μετά έκανα χρόνια να την ξαναδώ. Δεν πηγαίναμε από το Ψυχικό. Όταν κατεβαίναμε προς τη θάλασσα, η Συγγρού δεν ήταν όπως τώρα. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ήταν άχτιστο με κάποιες μονοκατοικίες δεξιά, αριστερά. Στην άκρη της Συγγρού φαινόταν η θάλασσα, τώρα δεν φαίνεται.
Τότε, λοιπόν, περίμενα μικρή, όρθια σχεδόν στο αυτοκίνητο να δω που θα φανεί. «Τώρα, τώρα, τώρα θα φανεί, να τη η θάλασσα» (σ.σ δείχνει με το χέρι της και τα μάτια της λάμπουν από προσμονή). Στην Kατοχή δεν πηγαίναμε, βέβαια, πώς να πάμε; Εγώ την ονειρευόμουν τη θάλασσα. Μάλιστα, φανταζόμουν ότι κάπου θα είναι πιο κοντά και ότι μπορεί να ανέβω στους λόφους της Φιλοθέης και να τη δω ξαφνικά απέναντί μου.
Στο όνειρό μου έβλεπα ότι είναι κάπου κοντά η θάλασσα και θα την ξαναδώ, ενώ έκανα άλλα πέντε χρόνια να πάω. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, οι πρώτες διακοπές μου ήταν στην Αίγινα με καΐκι, δεν υπήρχε καράβι.
Το νησί δεν είχε ούτε νερό, ούτε ηλεκτρικό. Είχαμε ένα πηγαδάκι, απ’ όπου βγάζαμε με τον κουβά το νερό και ήμαστε με τις πετρελαιόλαμπες και τα κανάτια. Αυτό, όμως, ήταν για μένα απίστευτα ωραίο, όπως και τα πρώτα μπάνια που έκανα εκεί, που κολυμπούσα μικρούλα. Τι να σου πω!
Από εδώ και πέρα, για τον εαυτό σας τι θα θέλατε;
Να αντέχω ρε παιδί μου, τι άλλο να θέλει κανείς; Να μην γίνω χειρότερα. Γιατί καλύτερα δεν μπορώ να γίνω. Βέβαια, έχω αποφασίσει να γίνω καλύτερα από διάθεση, από πρόθεση. Για αυτό κολυμπάω συστηματικά, οπωσδήποτε δύο ώρες τη βδομάδα. Όταν μπαίνω στο νερό είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους που είναι στο νερό.
Δεν είμαι καμιά φοβερή κολυμβήτρια, αλλά αισθάνομαι πολύ άνετα. Και στις Μηλιές παλιά, κολυμπούσα με τον τρόπο μου. Μου άρεσε να ανοίγομαι μακριά, να πηγαίνω από τον έναν κόλπο στον άλλον. Με έχαναν κι έλεγαν «πάει, πνίγηκε αυτή». Αισθάνομαι πολύ άνετα στο νερό. Ήταν μια φορά, Σεπτέμβρης κι ήμουνα κάτω από τις Μηλιές, στη θάλασσα. Ήταν αυτή η γλύκα του Σεπτεμβρίου, είχε μια ήσυχη θάλασσα, μια ωραία θερμοκρασία, ένα γλυκό ήλιο.
Κολυμπούσα κι ήταν ένας ψαράς με τη βαρκούλα του, που τραγουδούσε α καπέλα κάποιο τραγούδι -λαϊκό υποθέτω. Πήγαινα κι ερχόμουν στον κόλπο, πήγαινε κι ερχόταν κι αυτός και διασταυρωνόμασταν, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα την καταπληκτική. Άκουγα το τραγουδάκι του και πηγαίναμε και ερχόμασταν. Είναι νομίζω από τις πιο τέλειες αναμνήσεις που έχω.
Στις «Μαριονέτες», λέει κάπου ο Κλάιστ ότι όταν μας έδιωξαν από τον Παράδεισο, καταστράφηκε η ευτυχία, αυτή η τελειότης και δεν μπορούμε να την ξαναβρούμε.
Όμως, μπορούμε -καμιά φορά τυχαίνει- να μπαίνουμε από την πίσω πόρτα και να είμαστε για μια στιγμή στον Παράδεισο.
Αυτό νομίζω ότι το ζω καμιά φορά. Το έχω ζήσει και το ζω -όταν συμβαίνει.
Οπότε, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο έχετε υπάρξει ευτυχισμένη;
Νομίζω ότι εύκολα είμαι ευτυχισμένη. Μπορεί να είναι ο,τιδήποτε, μια μουσική που ακούω, κάτι που σκέφτομαι, μια καλή παρέα. Χαίρομαι τα πράγματα που μπορώ να χαρώ. Έχω διάθεση να τα χαρώ.
Κοιτώντας προς τα πίσω, αισθανόσασταν ευτυχισμένη σε αρκετές περιόδους της ζωής σας;
Ε βέβαια, δεν έχω παράπονα. Έχω περάσει και πολύ δύσκολα κι έχω υπάρξει και δυστυχισμένη, όπως όλος ο κόσμος. Όμως, έχω περάσει κι ευτυχία πολλή.
Ήμουνα τυχερή, γιατί με τον Κωστή τον Σκαλιόρα ζήσαμε μαζί σαράντα χρόνια. Τα περάσαμε πολύ καλά. Τώρα που ανάβω πάλι το τζάκι μου, μετά από χρόνια, θυμάμαι να με περιμένει ο Κωστής μετά την παράσταση με αναμμένο το τζάκι, να φτάνω, να ξαπλώνουμε μαζί σε έναν καναπέ αγκαλιά.
Είχαμε μια γάτα τότε που τη λέγανε Μουτζούρα. Και φωνάζαμε «Μουτζούρα, παρτούζα!». Κι η Μουτζούρα έτρεχε να χωθεί στο σύμπλεγμα και γινόμασταν τρεις, με το τζάκι αναμμένο. Τι άλλη ευτυχία; Υπάρχει καλύτερη;
Τι όμορφη εικόνα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Καλά τα είπαμε, ε; Καλά περάσαμε!
Η παράσταση “Humans” του Stephen Karam σε μετάφραση και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη θα παίζεται στο θέατρο Μουσούρη μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Πρωταγωνιστούν: Θέμις Μπαζάκα, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Ξένια Καλογεροπούλου, Ειρήνη Μακρή, Μαρία Πετεβή, Κωνσταντίνος Ασπιώτης