Η τραγουδίστρια και μουσικός, Έβελυν Τσαβάλου, μίλησε στην Εύα Καρολίδου για τους άγραφους νόμους που διέπουν την εγχώρια μουσική βιομηχανία, τους παράγοντες που την ώθησαν να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στο εξωτερικό και τον σεβασμό στον επαγγελματικό στίβο.
Η Έβελυν ανέκαθεν ξεχώριζε μέσα στο πολύβουο πλήθος, χάρη στην ευγενική, αφοπλιστική της αύρα και κατακόκκινα μαλλιά της. Γνωριστήκαμε στα φοιτητικά μας χρόνια στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ Λευκού Πύργου και Νέας Παραλίας, καθώς πλαισιώναμε μια κοινή ομάδα δημιουργικών νέων. Τότε, ήμασταν στη Φιλοσοφική και οι δύο, σε διαφορετικά τμήματα, με όνειρα, προσδοκίες και το βάρος της ζοφερής ελληνικής πραγματικότητας. Εξαρχής υπήρχε μια ζεστασιά ανάμεσά μας, χωρίς κατ’ ανάγκην να έχουμε μοιραστεί βιώματα και ιστορίες. Γνώριζα ότι είναι ευλογημένη με μια αγγελική φωνή, σαν χάδι στα αυτιά όσων την άκουγαν, όμως, μέσα από τη συμμετοχή της στο «Voice», αναδείχθηκε το σπουδαίο ταλέντο της, με την ίδια να χαράσσει πια πλώρη για διεθνή καριέρα.
Η συζήτησή μας διεξάχθηκε σε κλίμα νοσταλγίας και αμοιβαίας κατανόησης, ειδικά ως προς ορισμένες παγιωμένες αντιλήψεις που «δηλητηριάζουν» μια κοινωνία και χρειάζεται να αρθούν πάραυτα.
Ξεκινάμε συζητώντας για το περιβόητο «μικρόβιο» της μουσικής και πώς κατάφερε να «τρυπώσει» στην καρδιά της Έβελυν
«Από μικρή όταν ήμουν στο σχολείο, μου άρεσε, θυμάμαι, να συμμετέχω στις χορωδίες, το τραγούδι υπήρχε σαν επιθυμία μέσα μου από την παιδική μου ηλικία. Ωστόσο, καθυστέρησε λίγο να αποσαφηνιστεί επαγγελματικά και να χαραχτεί σαν μονοπάτι. Σκέψου, μόλις τελείωσα το γυμνάσιο πήγα σε ωδείο για μουσικές σπουδές και, αφού τελείωσα το γυμνάσιο, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι επρόκειτο να επιδιώξω την ενασχόληση με το αντικείμενο. Έτσι, ξεκίνησα τις σπουδές στην κιθάρα αρχικά, έπειτα στη φωνητική –στην οποία αφοσιώθηκα– λαμβάνοντας κάποια πτυχία στο σύγχρονο. Λίγο αργότερα, ακολούθησαν οι πρώτες συναυλίες με μπάντες, με το μέγαρο κ.λπ. και τότε, βίωσα ένα πολύ πρωτόγονο συναίσθημα, κάτι τόσο ξένο και ταυτόχρονα τόσο οικείο. Αυτό το συναίσθημα αποτέλεσε την πυξίδα για την μετέπειτα μουσική μου πορεία».
«Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, συνέχισα με μαθήματα πιάνου και αποζητούσα διαρκώς την ένταξη και την ενσωμάτωση στα μουσικά πράγματα. Να σου το πω λιτά και απέριττα: Ήμουν τρελά παθιασμένη. Εντούτοις, καθώς κατάγομαι από την Καρδίτσα, χωρίς γνωριμίες στον χώρο, επικρατούσε έντονα ο φόβος απέναντι στο άγνωστο. Συνοδευόταν, βέβαια, και από μια παρόρμηση, διότι το μοναδικό όπλο στη φαρέτρα μου, πέραν των σπουδών και των ικανοτήτων, ήταν οι αγγελίες που δημοσιεύονταν κατά καιρούς. Σκεφτόμουν: “Πάμε! Τι έχω να χάσω;”».

Credits: Σάκης Καρακασίδης
Την ρωτάω πώς προέκυψαν οι σπουδές στην Φιλοσοφική, δεδομένου ότι ήταν ξεκάθαρη η μουσική φλόγα στην ψυχή της
«Η αλήθεια είναι ότι ήθελα πολύ να πάω σε ένα τμήμα μουσικών σπουδών, αλλά ο άμεσος και έμμεσος κοινωνικός μου περίγυρος δεν καλόβλεπε μια επαγγελματική διεκδίκηση στη μουσική εξαιτίας της επικρατούσας επισφάλειας. Μου έλεγαν, ας πούμε: “Εντάξει, αυτό θα κάνεις σε όλη σου τη ζωή;”, “Μόνο με τη μουσική θα πορευτείς;”. Με είχε αποθαρρύνει πάρα πολύ όλο αυτό, όπως και το γεγονός ότι με βομβάρδιζαν με τις πιθανές προκλήσεις, λέγοντάς μου: “Θα χρειαστείς πολλά θεωρητικά μαθήματα και πολλές εξετάσεις για να προετοιμαστείς”, προσθέτοντας ότι “δεν προλαβαίνεις να τα κάνεις όλα αυτά”. Ομολογώ, ότι είχε περάσει από το μυαλό μου η σκέψη για κατατακτήριες κάποια στιγμή, όμως επειδή πέρασαν τα χρόνια με τη Φιλοσοφική και το μεταπτυχιακό, κάπως ένιωσα ότι δεν θα μπορούσε να βγει».
Στην πορεία, αναδύεται το ζήτημα της αδικίας στις συνεργασίες, ειδικά στα πρώτα της βήματα
«Να σου πω, καταρχάς, ότι νιώθω ευλογημένη για ορισμένες συνεργασίες, όπως με την Συμφωνική Ορχήστρα Jazz Βορείου Ελλάδος του μαέστρου, Μιχάλη Χατζηαναστασίου, του Ωδείου Βορείου Ελλάδος, όπου ήμουν βασική φωνή και αποκόμισα την εμπειρία της συνεργασίας με ορχήστρα με εξαιρετικό επαγγελματισμό και οργάνωση. Τώρα από ευράπελα, μπορώ να γράψω ολόκληρο βιβλίο –όπως και πολλοί άλλοι μουσικοί θαρρώ– με το τι δικαιολογίες μπορεί να σκεφτεί ένας επιχειρηματίας για να μην σε πληρώσει. Ένα περιστατικό, το οποίο μάλλον θα μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη μου σχετίζεται με μια επιχείρηση, η οποία μας έδωσε 15€, αν και κάναμε live τεσσάρων ωρών παρότι η συμφωνία ήταν για δύο-τρεις, με το πρόσχημα ότι “δεν είχε πολύ κόσμο το μαγαζί”, προσθέτοντας κάτι του του στιλ: “Τόσα είναι κι άμα θέλετε”. Το δικό μας λάθος εδώ, λόγω απειρίας, ήταν ότι συμφωνήσαμε να αμειφθούμε με ποσοστά. Ποτέ ξανά έτσι. Από την άλλη, είναι συχνό φαινόμενο να ζητούν από τα μουσικά σχήματα να φέρνουν κόσμο για να “γεμίζει το μαγαζί”».
Εν συνεχεία, μου εξιστορεί την εμπειρία της στο «Voice»
«Ήταν κάτι που δεν το σκέφτηκα και πολύ, μια εντελώς παρορμητική απόφαση, γιατί διένυα μια περίεργη και πολύ δύσκολη φάση στη ζωή μου. Δούλευα πωλήτρια ταυτόχρονα τότε και για ένα μεγάλο διάστημα είχα σταματήσει τα live, οπότε αναζητούσα κάτι να με ταρακουνήσει, να μου δώσει ώθηση. Αναφορικά με τη διαδικασία, εκτός από αυτό που μεταδίδεται στην τηλεόραση, προηγούνται δύο άλλα στάδια όπου χρειάζεται να επιτύχουν όσα άτομα συμμετέχουν. Στα πλεονεκτήματα, θα ανέφερα σίγουρα το θετικό κλίμα με τα παιδιά και τη γνωριμία με ταλαντούχους/-ες μουσικούς. Πιθανότατα, αυτό είναι και το καλύτερο στοιχείο αυτής της εμπειρίας, οι φιλίες και οι επαφές για μελλοντικές συνεργασίες με συναδέλφους. Εγώ, ας πούμε, κράτησα επαφή με κάποια παιδιά από εκεί και μετά συνεργαστήκαμε σε live. Ο Πάνος (σ.σ. Μουζουράκης, ήταν στην ομάδα του η Έβελυν), επίσης, είναι έτσι ακριβώς όπως τον βλέπεις, πολύ αληθινός, πολύ αυθόρμητος, με πολύ χιούμορ και διάθεση να βοηθήσει τους νέους καλλιτέχνες. Παραδείγματος χάρη, θυμάμαι μετά το “Voice” όταν ερχόταν στη Θεσσαλονίκη, μου έλεγε: “Έλα να τραγουδήσουμε μαζί”, μια τακτική που εφάρμοζε σε όλα τα παιδιά από την ομάδα του».
«Προτού περάσω στα “τινά”, να ξεκαθαρίσω ότι εμένα δεν μου ταιριάζει εκ φύσεως η τηλεόραση. Δεν ξέρω πώς την παλεύουν οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί. Είναι πολύ ψυχοφθόρο, υπάρχει πολλή πίεση. Η αυστηρότητα που συνάντησα εκεί δεν είχε το θετικό πρόσημο της αυστηρής οργάνωσης στην ορχήστρα. Ήταν πολύ διαφορετικά. Δεν έχεις καμία ελευθερία, δεν σου επιτρέπεται να ξεφύγεις. Ακόμα και στις συνεντεύξεις που έδινες, προσάρμοζαν το τι θα πεις. Αν έλεγες κάτι, συνήθως σου ζητούσαν να το “πεις έτσι”. Συν τοις άλλοις, υπήρχε ξεκάθαρο ενδιαφέρον σε άτομα με τηλεοπτικό εκτόπισμα, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα διάκρισης μεταξύ των διαγωνιζόμενων. Στους υπόλοιπους έλεγαν απλά: “Βάλε τα ρούχα που έφερες” και τέλος».
«Σίγουρα, συνάντησα ανθρώπους που ασχολήθηκαν όντως μαζί μας, όπως ο vocal coach μας, ο κύριος Ρουσσάκης. Μας είχε βοηθήσει πάρα πολύ. Εκ των υστέρων, σε συνάρτηση με το πώς εξαργυρώθηκε η συμμετοχή μου –εκτός από τις συνεργασίες με τον Πάνο– λόγω της προβολής με προσέγγισαν μετά την αποχώρησή μου κάποιοι “μάνατζερ”, οι οποίοι δεν ξέρω ακριβώς τι είδους μάνατζερ ήταν. Δεν υπήρχε κανένας επαγγελματισμός, ακόμα και στον τρόπο έκφρασης».
«Κατά γενική ομολογία, όσα παιδιά σκέφτονται να πάνε, καλώς να το κάνουν για την εμπειρία. Κατά τ’ άλλα, καλύτερα να μην υπάρχουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες ότι θα αλλάξει κάτι ριζικά στη ζωή τους».

Credits: Σάκης Καρακασίδης
Την ρωτάω πώς κατάφερε ήδη να κυκλοφορήσει ήδη τρία singles εκτός δισκογραφικής
«Θα ήθελα να ξεκινήσω επισημαίνοντας ότι και στα τρία singles που έχω κυκλοφορήσει (“Αχ Ελπίδα”, “Ερωτήματα” και “Το κουτί της Πανδώρας”), γράφω τους στίχους και τη μουσική. Επιπλέον, έχω συνεργαστεί σε αυτό το κομμάτι είτε με μπάντες, είτε ως απλή συμμετοχή. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε το κομμάτι “Δεν με νοιάζει” που ερμηνεύει εκπληκτικά η Εύη Κουτσαυτάκη, στο οποίο έγραψα τη μουσική. Να σημειωθεί, επιπρόσθετα, ότι οι στίχοι είναι της Χρυσής Μαρούση και η παραγωγή του Σωκράτη Παπαϊωάννου. Υπάρχει μία παραπάνω αδυναμία με την Εύη, γιατί κι εκείνη είναι από τη Θεσσαλονίκη. Τώρα, είμαι σε μία φάση που θέλω, ιδανικά μετά το καλοκαίρι, να κυκλοφορήσω και μια πιο ολοκληρωμένη δουλειά, σε μορφή άλμπουμ ενδεχομένως».
Με εμφανή απογοήτευση, εξηγεί τις δυσμενείς συνθήκες συνεργασίας νέων καλλιτεχνών με τις δισκογραφικές εταιρείες
«Στη σημερινή εποχή, εσύ προσεγγίζεις τις δισκογραφικές εταιρείες, δεν υπάρχει πλέον αυτό το παλιό μοντέλο όπου επενδύουν στους καλλιτέχνες. Αντιθέτως, ο καλλιτέχνης σήμερα πρέπει να έχει χρήματα. Γι’ αυτό βλέπεις και τέτοια μαζική παραγωγή σε νέα κομμάτια από νέους καλλιτέχνες. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί πληρώνουνε. Όσο περισσότερα χρήματα δώσεις, τόσο καλύτερο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα, με βιντεοκλίπ κ.λπ. Θα έχεις το label, ξέρεις, την ετικέτα της δισκογραφικής».
«Η εναλλακτική διαδρομή συνιστά ανεξάρτητη κυκλοφορία μέσω κάποιου διανομέα (distributor), πληρώνοντας μια μικρή συνδρομή, ανάλογα το πλαίσιο. Εκεί, ανεβάζεις το κομμάτι σου και το διανέμεις σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες. Το κόστος της παραγωγής και σε αυτή την περίπτωση, επιβαρύνει τον καλλιτέχνη, αλλά με πολύ λιγότερα χρήματα σε σύγκριση τις δισκογραφικές. Μεταξύ άλλων, αυτή η συνθήκη συντελεί στο να μπαίνουν οι καλλιτέχνες στη διαδικασία να ανακαλύψουν εκ των έσω την μουσική παραγωγή –όπως κι εγώ. Γενικά, είναι μια τεράστια διαδικασία, από τους στίχους, τη μουσική, το στούντιο, τον παραγωγό, τη δημιουργία βιντεοκλίπ κ.λπ., κανονική επένδυση. Η γκάμα των οικονομικών απαιτήσεων είναι τεράστια, καθώς οι απαιτούμενοι πόροι κυμαίνονται από 200€ μέχρι 20.000€».
Παρακολουθώντας τη δουλειά της, εντόπισα ένα σχήμα με το όνομα: «Mauve o’clock» και την ρωτάω περί τίνος πρόκειται
«Είναι ένα φωνητικό project που έχουμε κάνει με τη φίλη μου την Αθανασία Κιουμουρτζή, η οποία είναι επίσης τραγουδίστρια. Ξεκίνησε πάρα πολύ αυθόρμητα και χωρίς κάποιον συγκεκριμένο σκοπό. Με την Αθανασία είχαμε γνωριστεί σε μία μπάντα και δέσαμε πάρα πολύ –εν αντιθέσει με την μπάντα– και συνεχίσαμε μαζί με πολλές πρόβες και live είτε μόνες μας, είτε με άλλα μουσικά σχήματα. Συνεργασίες και διασκευές μας αναρτώνται στο Instagram και στο Youtube, με τη μουσική παραγωγή των διασκευών να φέρει την υπογραφή μου, ώστε να εξασκηθώ σε αυτό. Από την άλλη, στα κομμάτια που ήδη έχουν κυκλοφορήσει την παραγωγή αναλαμβάνει ο φίλος, Λευτέρης Γιαννόπουλος. Το δημιουργικό κομμάτι έδεσε πολύ αρμονικά, με τις κυκλοφορίες τραγουδιών, ενώ αναμένεται να κυκλοφορήσει ένα νέο κομμάτι μας με τίτλο: “Παιδική Ψυχή”, που απευθύνεται στο παιδί που όλοι, όλες και όλα έχουμε μέσα μας και χρειάζεται να το φροντίζουμε επιμελώς –σε παραγωγή επίσης του Λευτέρη».

Credits: Σάκης Καρακασίδης
Τελικά, μπορεί να υπάρξει μουσική πορεία χωρίς κλίκες;
«Μεγάλη κουβέντα αυτή. Νομίζω το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής είναι η υπερπληθώρα καλλιτεχνών και η υπεραπλουστευμένη πρόσβαση στα μουσικά αγαθά. Παλαιότερα, έπρεπε να ήσουν εξαίρετο ταλέντο για να ασχοληθεί μια δισκογραφική μαζί σου και να επενδύσει σε σένα. Σήμερα, είναι άθλος να ξεχωρίσεις μέσα στον καταιγισμό πληροφοριών, όσο καλός/καλή κι αν είσαι. Η τύχη διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην μετέπειτα πορεία».
«Τώρα, όσα άτομα είναι σε κλίκες ή έχουν γνωστούς από πίσω, εννοείται ότι προχωράνε αναίμακτα. Πέραν τούτου, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, αλλά είναι πάρα πολύ τυχαίο. Δεν θεωρώ ότι είναι κακό να υπάρχει μία δικτύωση, δηλαδή, να γνωρίζει ο κόσμος τη δουλειά σου. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν, εξαιτίας της δικτύωσης (ή μη), υποτιμάται ή υπερεκτιμάται η δουλειά σου».
«Θέλει, πραγματικά, πάρα πολλή επιμονή και υπομονή. Αν δεν το γουστάρεις και δεν θέλεις να επενδύσεις σ’ αυτό, καλύτερα να μην ασχοληθείς γιατί καταλήξεις να καταστρέψεις την ψυχική σου υγεία, μεταξύ άλλων. Βέβαια, σε αυτό το σημείο, καλό θα ήταν να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους: Σαφώς οι καλλιτέχνες έχουμε την ανάγκη να ακουστούμε και να εξωτερικεύσουμε ό,τι βρίσκεται στα εσώψυχά μας. Αυτό συνεπάγεται ενασχόληση με πρακτικές προώθησης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.ά.».
«Πάρα ταύτα, ο κόσμος δεν σου χρωστάει τίποτα, καλώς ή κακώς. Δεν σου χρωστάει να σε ακούσει επειδή εσύ είσαι καλός μέσα σε όλη αυτή όλη αυτή τη φασαρία. Αν σου δώσει το χρόνο του, έστω και ένα λεπτό, να σ’ ακούσει ένα άτομο, είσαι τυχερός. Πρέπει να ευχαριστήσεις κιόλας, γιατί πλέον ο χρόνος μας είναι τόσο περιορισμένος και τόσο διασπασμένος σε τόσα ζητήματα που, αν επιλέξει ένα άτομο να με ακούσει, θα χαρώ πάρα πολύ γιατί θα ξέρω ότι αφιέρωσε πολύτιμο χρόνο».
Συζητάμε για την ανάγκη κρατικής υποστήριξης στον καλλιτεχνικό κόσμο
«Πριν λίγο καιρό, συζητούσαμε με άλλα άτομα ότι κάποιες χώρες παρέχουνε στήριξη στους μουσικούς. Αυτό, δυστυχώς, δεν συμβαίνει στην Ελλάδα». Συμφωνούμε ότι, ως λαός, συντηρούμε την προγονοπληξία επικαλούμενοι τον σπουδαίο πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας, αλλά στη σύγχρονη Ελλάδα δεν μας ενδιαφέρει να αφήσουμε κάποια πολιτιστική παρακαταθήκη.
«Χίλιες φορές εξωτερικό», υποστηρίζει η Έβελυν και συμπληρώνει ότι εκεί εισέπραξε σεβασμό για πρώτη φορά ως επαγγελματίας
«Τα δύο τελευταία χρόνια, ξεκίνησα να εργάζομαι σε πλοία, εργάστηκα σε κρουαζιερόπλοιο της Royal Caribbean και τώρα είμαι σε ξενοδοχείο της Marriott, στο St. Regis. Είχα ακούσει από κάποιους γνωστούς μου ότι δούλεψαν σε πλοία και ήταν κάτι που το έβλεπα για πολλά χρόνια, χωρίς ωστόσο να γνωρίζω λεπτομέρειες. Η αλήθεια είναι ότι πολλά άτομα από τον χώρο της μουσικής δεν γνωρίζουν ότι προσφέρονται τέτοιες θέσεις εργασίας, επομένως είναι μια ευκαιρία, μέσα από την κουβέντα μας, να υπάρξει και μια τέτοια ενημέρωση. Αυτές τις δουλειές, τις κλείνεις, συνήθως, μέσω κάποιου agency, στέλνοντας τη μουσική σου πρότασή με επαγγελματικό βίντεο, το οποίο χρειάζεται να είναι live. Ενίοτε, ζητούν και μια λίστα με κομμάτια για να διαπιστωθεί το ρεπερτόριό σου ή κάποιο βιογραφικό. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν ζητάνε χαρτούρα, αλλά θέλουν να δουν στην πράξη αν μπορείς να ανταπεξέλθεις. Εκτός από τα agencies, υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες στο Facebook όπου ανεβαίνουν αγγελίες για πλοία ή/και ξενοδοχεία».
«Τώρα, είμαστε στο Ομάν, σε ένα ξενοδοχείο στο St. Regis και παίζουμε σε ελληνικό εστιατόριο (σ.σ. λέγεται Zorba), το πρώτο ελληνικό εστιατόριο της περιοχής. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι Έλληνες που ζουν στο Ομάν, πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Παίζουμε, κατά βάση, ελληνικά προς το παρόν, αν και έχουμε και ξένο ρεπερτόριο. Οπότε, είμαστε εγώ φωνή, ο Φαίδων Διαμαντόπουλος στα πλήκτρα και ο Χρήστος Καρασάββας στο μπουζούκι. Το Ομάν είναι τρομερά ήσυχο και εδώ έχω συναντήσει απίστευτη ευγένεια».
Εντοπίζουμε και οι δύο αξιοσημείωτες διαφορές στα συμπεριφορικά μοτίβα σε σύγκριση με την Ελλάδα, όπου υπάρχουν, εύλογα, νεύρα και δυσαρέσκεια. Κατόπιν, υπογραμμίζει ότι στις προαναφερθείσες συνεργασίες όλη η επικοινωνία γίνεται στα αγγλικά και απαιτείται επαγγελματισμός.
«Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εκεί έξω, εύχομαι να γνωστοποιηθεί αυτό, αν και παρατηρώ ότι οι μουσικοί δεν φεύγουν εύκολα για δουλειά. Εντάξει, λείπεις μισό χρόνο από το σπίτι σου, αλλά αν βάλουμε στην εξίσωση τις συνθήκες της σεζόν στην Ελλάδα με 10 και 12 ώρες εξουθενωτικής δουλειάς, εκεί θα κάνουν αυτό που γουστάρουν, θα εργάζονται πολύ λιγότερες ώρες τη μέρα με ικανοποιητικότατες απολαβές».

Από το ελληνικό εστιατόριο, Zorba, στο Ομάν. Μπουζούκι: Χρήστος Καρασάββας, φωνή: Έβελυν Τσαβάλου, πλήκτρα: Φαίδων Διαμαντόπουλος
Μοιραία, μπαίνει στο κάδρο η θεμελιώδης ανάγκη για σεβασμό
«Μπορώ να πω με σιγουριά ότι η αντιμετώπιση που έχουμε εδώ απέχει παρασάγγας από αυτή που εισπράξαμε στην Ελλάδα. Ίσως είναι και η πρώτη φορά που με αντιμετώπισαν σαν επαγγελματία, με σεβασμό. Διότι, το παράπονό μου από τη χώρα μας είναι ότι από την οικογένειά μου και το κοινωνικό σύνολο μέχρι τους επιχειρηματίες, με θεωρούν χομπίστα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα πενιχρό μεροκάματο αν σου δώσουν, πρέπει να πεις κι “ευχαριστώ”. Εδώ που εργάζομαι τώρα, από την άλλη πλευρά, έχουμε κανονικά τον μισθό μας, με σύμβαση –όχι στα μαύρα–, μένουμε σε ολοκαίνουργιο ξενοδοχείο, καλύπτεται η διαμονή και η διατροφή μας, ενώ εργαζόμαστε 3-4 ώρες τη μέρα, με ένα ρεπό την εβδομάδα».
Αποφεύγοντας τα νούμερα, γιατί αυτοσκοπός δεν είναι αυτός, αλλά η κατάκτηση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής, την ρωτάω αν κάνοντας αυτή τη δουλειά για 10 χρόνια, μπορείς μετά να αγοράσεις δικό σου σπίτι. Διστάζει, αλλά αποκρίνεται θετικά και κουβεντιάζουμε για το πόσο στενάχωρο είναι το ότι ο μέσος εργαζόμενος στην Ελλάδα, αν θελήσει να αγοράσει ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο ή να δημιουργήσει μια επιχείρηση, θα αναγκαστεί να χρεωθεί, αφού είναι, οριακά, ακατόρθωτος οποιοσδήποτε άλλος τρόπος χρηματοδότησης.
Με αφορμή ορισμένες –κλασικές πια– δηλώσεις περί τεμπελιάς των νέων, κουβεντιάζουμε για τις κοινωνικές παθογένειες
«Είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα αυτή οπτική. Σαφώς, οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη παιδείας, όμως θεωρώ ότι συνδέεται επίσης με το πώς λειτουργούσαν οι προηγούμενες γενιές. Κακά τα ψέματα, οι παππούδες και προπαππούδες μας ταλανίστηκαν σε τεράστιο βαθμό και κλήθηκαν να εργαστούν υπό σκληρές συνθήκες σε χωράφια, λατομεία, ανθρακωρυχεία κ.λπ. Μάλλον κάπως έχει εμποτιστεί η συλλογική μας αντίληψη από την πεπαλαιωμένη πεποίθηση ότι πρέπει να δουλέψεις πολύ σκληρά –και όχι παραγωγικά– για να αποδείξεις την αξία σου».
«Επίσης, με στεναχωρεί όταν ακούω απόψεις, όπως: “Εντάξει, δουλειά είναι. Ζω από αυτήν, αλλά δεν είναι απαραίτητο να μου αρέσει”. Το ζήτημα είναι πως εξακολουθεί να συντηρείται αυτή η φιλοσοφία, θολώνοντας τα όρια μεταξύ δουλειάς και εκμετάλλευσης. Κάπως έχουμε συνηθίσει επικίνδυνα στην καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Κι αυτό είναι βαθύτατα προβληματικό».
«Νομίζω πως τα σωστά “όχι” είναι επιτακτική ανάγκη για να μεταβληθεί το τοπίο. Κατανοώ ότι ενδέχεται να διακυβεύεται ο βιοπορισμός κάποιου ατόμου και να υπερισχύει ο φόβος του οικονομικού αδιεξόδου, όμως αν δεν βγεις από το comfort zone σου, πάντα θα φοβάσαι. Τι θα γινόταν αν οι επιχειρηματίες από αύριο δεν έβρισκαν προσωπικό να δουλέψει με τον βασικό για 10 ώρες»;
Καθώς η Έβελυν καταθέτει τους επαγγελματικούς της στόχους για το μέλλον, τα μάτια της λάμπουν
«Θέλω πολύ να ασχοληθώ εκτενέστερα με τη μουσική παραγωγή, είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για τους σύγχρονους μουσικούς. Επαγγελματικά, βγαίνει και πιο σωστό το αποτέλεσμα. Να σου πω, βέβαια, ότι επιδιώκω να γράψω μουσική και για άλλους καλλιτέχνες μελλοντικά. Λόγω του ότι δεν υπάρχει σαφής ενημέρωση για τις συνεργασίες που συζητήσαμε πρωτύτερα, υπάρχει η σκέψη να δημιουργήσω με τους συνεργάτες μου μια σειρά podcast που θα περιστρέφεται γύρω από αυτό, με την ελπίδα να βοηθηθούν κι άλλοι μουσικοί. Έχω επικεντρωθεί στο εξωτερικό, θέλω πολύ να επισκεφτώ κι άλλες χώρες, ενώ διακαής πόθος μου είναι να δουλέψω στην Αμερική».
«Αυτό που θα ήθελα να μείνει στο τέλος είναι η παρότρυνση για την αναζήτηση ευκαιριών, διότι υπάρχει ένας αχανής κόσμος που περιμένει να τον εξερευνήσουμε. Ακόμη, χρειάζεται να λειτουργούμε με αυτογνωσία, προσγειωμένα και να κάνουμε συνειδητές επαγγελματικές επιλογές, ούτως ώστε να ευνοηθεί τόσο το βιογραφικό μας, όσο και οι επόμενες γενιές».
Μπορείτε να βρείτε την Έβελυν εδώ:
Kαι στο Youtube, εδώ.
Μετά χαράς μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί της όσα άτομα ενδιαφέρονται για τις προαναφερθείσες δουλειές στο εξωτερικό.