moulas

Ο Ηλίας Μουλάς είναι μία από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες του ελληνικού θεάτρου. Χάρη στους «Παίχτες» και την ευφυή ερμηνεία του του στον ρόλο του Αλέξανδρου Σάσα Γκροβ, τον ανακάλυψε και τον αγάπησε ένα μεγαλύτερο κοινό.

Πρόσωπο καθαρό, βλέμμα που φανερώνει σπιρτάδα, ηθοποιός με εσωτερικό ρυθμό που συγχρονίζει ιδανικά με την κωμική στιγμή πάνω στη σκηνή και ταυτοχρόνως με μια ρωγμή που χωράει πολλά περισσότερα από την άμεση εκτόνωση του γέλιου.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Φέτος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της παράστασης “Merde”, συναντώντας ξανά τη βασική ομάδα των «Παιχτών», αυτή τη φορά σε κείμενο του Suyako aka Βασίλη Μαγουλιώτη. Το “Μerde”, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη, είναι μια μουσική κωμωδία που σχολιάζει τα «κακώς κείμενα» του ελληνικού θεάτρου.

Συναντηθήκαμε με τον Ηλία Μουλά στην πλατεία Μεσολογγίου, ένα μεσημέρι λίγες μέρες μετά τη μεγαλειώδη συγκέντρωση για τα Τέμπη και κάπως έτσι ξεκίνησε και η συζήτησή μας.

Ήταν πολύ όμορφη εκείνη η Κυριακή που είδαμε αυτή τη λαοθάλασσα να μαζεύεται δύο χρόνια μετά τα Τέμπη και να λέει «Δεν ξεχνώ». Ήταν συγκινητικό που έβλεπες τόσο κόσμο, οικογένειες με παιδιά, μεγάλους ανθρώπους, τα πάντα. Πέρα όμως από την ελπίδα που βλέπουμε ο ένας στον άλλον, ελπίδα που βασίζεται στο ότι συνεννοούμαστε στην κοινή λογική, υπάρχουν και οι άλλοι που δεν τους ακουμπάει τίποτα, και οι άλλοι είναι εκείνοι ειδικά που πρέπει να τους ακουμπήσει.

Δεν γίνονται αλλαγές κι αυτό είναι κάτι που σε μαυρίζει, είναι κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι: «Αρκεί αυτό; Τι άλλο πρέπει να γίνει; Κάτι μεγαλύτερο, κάτι πιο σκληρό; Πρέπει να γίνει μια έκρηξη; Η έκρηξη έχει μέσα της μια ορμή αλλά δυστυχώς έχει και βία. Μήπως όμως πρέπει να γίνει αυτή η έκρηξη για να αλλάξουν τα πράγματα;». Ανήκω στη γενιά που μας πέτυχε ο Δεκέμβρης του 2008 στην εφηβεία. Το έζησα πολύ αυτό, ήμασταν στους δρόμους, ήμασταν έτοιμοι να ανατιναχτούμε από την οργή. Νομίζω ότι όλοι μέσα μας το κουβαλάμε αυτό.

Εδώ βλέπω αστυνομικούς στον δρόμο και χωρίς να έχω κάνει κάτι τρομάζω, χτυπάει πιο γρήγορα η καρδιά μου γιατί μου έχει μείνει χαραγμένο μέσα μου ό,τι ζήσαμε. Τότε νιώθαμε ότι είμαστε στους δρόμους κι αυτό θα αλλάξει τον κόσμο, όμως δεν έχουν αλλάξει πολλά. Ακόμη γίνεται κατάχρηση βίας, ακόμη τα πράγματα μέσα στην αστυνομία παραμένουν τα ίδια.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Σκέφτομαι ότι οι σκληρές εποχές ζητούν σκληρές δράσεις και αντίστοιχη αποφασιστικότητα. Μετά κάπως φτιάχνουν τα πράγματα, μαλακώνουν θα έλεγα, κι ύστερα από αυτό είναι σαν να γυρνάμε πάλι πίσω, σαν να γίνεται ένας κύκλος. Λέμε πως δεν γίνονται αλλαγές, πως δεν καλυτερεύουν τα πράγματα παρότι βγαίνουμε στους δρόμους, παρότι μιλάμε, διαμαρτυρόμαστε. Αν όμως δεν κάναμε ούτε αυτά, τότε μπορούμε να φανταστούμε πόσο χειρότερα θα ήταν όλα χωρίς την παραμικρή αντίσταση; Θα ήταν σίγουρα πολύ χειρότερα γιατί θα μας πάταγαν τελείως κάτω· γι’ αυτό ας βγαίνουμε στους δρόμους, ας μιλάμε, ας ελπίζουμε.

Σίγουρα. Δεν υπάρχει πλέον η τυραννία του σκηνοθέτη με όλες αυτές τις ιστορίες που ακούγαμε παλιότερα για βρισίδια, για καρέκλες και τασάκια που έφευγαν σε κεφάλια ή για θιασάρχες με απόλυτη εξουσία. Πια, ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν καθόλου κακώς κείμενα στο ελληνικό θέατρο αλλά -όσο έρχονται και οι ακόμη πιο νέες γενιές– δεν φοβόμαστε και μιλάμε μεταξύ μας, προειδοποιούμε ο ένας τον άλλον ώστε να προσέχουμε και να προφυλασσόμαστε από ανθρώπους που μπορεί να έχουν πάρει μια περίεργη ρότα. Κάπως έτσι αυτούς τους ανθρώπους σιγά σιγά τους φτύνει ο ίδιος ο χώρος.

Κάπως έτσι. Οι άνθρωποι που έχουμε φτιάξει το “Merde” είμαστε φίλοι και χαιρόμαστε πολύ που συνεργαζόμαστε ξανά μετά τους «Παίχτες». Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί δουλεύουμε με άτομα που αγαπάμε, γιατί μας δίνουν θέατρο και γιατί η παραγωγή μάς αφήνει να κάνουμε αυτό που γουστάρουμε.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Νομίζω ότι γενικώς, όχι μόνο στο θέατρο αλλά και σε μια συναυλία για παράδειγμα, αυτό που συγκινεί τον κόσμο, πέρα από το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα, είναι η ενέργεια του καλλιτέχνη, και πολλές φορές αυτή μπορεί να τη χειροκροτήσει περισσότερο. Οι θεατές βλέπουν το πόσο πολύ δίνεσαι πάνω στη σκηνή. Χαιρόμαστε τόσο πολύ που παίζουμε όλοι μαζί που νομίζω ότι αυτή χαρά περνάει, έστω και υποσυνείδητα, στον κόσμο.

Βέβαια, μάλιστα δεν είναι μόνο κάτι που έχουμε σκεφτεί, είναι κάτι που έχουμε πάθει. Συνέβη κάποιες φορές με τους «Παίχτες», υπήρχαν δηλαδή παραστάσεις που ξέφυγαν. Είναι κάτι που το ξέρουμε και το συζητάμε πολύ μεταξύ μας.

Το συζητάμε με την παραδοχή ότι μπορεί να το παρατραβήξαμε, ότι παραχαρήκαμε και πως πρέπει πάντα να θυμόμαστε τον στόχο του έργου, τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Μας έλεγε ο Γιώργος (Κουτλής): «Παιδάκια μου γλυκά, το ξέρω ότι περνάτε πολύ καλά πάνω στη σκηνή, το θέμα είναι να περνάει καλά και ο κόσμος».

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Ναι, γιατί όταν ξεφεύγαμε σε κάποιες παραστάσεις, μπορούσαμε μετά να το συζητήσουμε και είναι πολύ σημαντικό ότι αναγνωρίζαμε το λάθος, το παραδεχόμασταν και το φτιάχναμε πάλι πάντα όλοι μαζί.

Θα έλεγα ότι δεν είναι ένα, όπως και δεν υπάρχει ένας πρωταγωνιστής. Παρακολουθούμε πορείες από διάφορα πλάσματα που έχουν εμπλακεί σε μια θεατρική παράσταση. Βλέπουμε όλη τη θεατρική διαδικασία, από το μηδέν μέχρι το φινάλε. Εγώ κάνω τον ηθοποιό, τον ρόλο μου τον λένε Ηλία. Με το που εμφανίζομαι στη σκηνή βρίσκομαι στη ρωγμή του χαρακτήρα, σχεδόν στα πατώματα, να παλεύω με κάτι μέσα μου, με την πυξίδα μου να μην λειτουργεί κι αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Ναι, ήταν δύσκολο στις πρόβες γιατί δεν έχω χρόνο να «ζεσταθώ» μέσα στην παράσταση, πρέπει να ανέβω στη σκηνή και να καταρρεύσω. Το βρήκαμε όμως μαζί με τον Βασίλη (Μαγουλιώτη) και τον Γιώργο (Κουτλή), αφού το δουλέψαμε. Είμαι λοιπόν ένας ηθοποιός που θέλει να κάνει στροφή στην καριέρα του γιατί πια δεν τον γεμίζει αυτό που κάνει, παρότι γνωρίζει φοβερή επιτυχία στον τομέα του. Αυτή είναι η αφετηρία του ρόλου μου, στην πορεία μπλέκονται κι άλλα πράγματα.

Μας απασχολούσε πολύ να μην γίνει αυτό και από την αρχή συζητούσαμε πώς δεν θα είναι μια παράσταση «εσωτερικής καύσεως» που θα αφορά μόνο το συνάφι μας ή τους φανατικούς θεατρόφιλους. Υπάρχουν μέσα κάποιες πινελιές που είναι ένα κλείσιμο του ματιού προς αυτούς αλλά σίγουρα αυτά τα στοιχεία είναι δοσμένα με τέτοιο τρόπο που θα δεν πετάξουν έξω τους υπόλοιπους θεατές. Υπάρχει μια αίσθηση ματιάς μέσα από την κλειδαρότρυπα προς τα «παρασκήνια» του θεάτρου αλλά στο τέλος τα όνειρα, τα θέλω και οι επιθυμίες όλων των χαρακτήρων του “Merde” είναι τόσο αναγνωρίσιμα και αληθινά όπως όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως του επαγγέλματός τους.

Γιατί όμως να ισχύει αυτό; Ηθοποιοί είμαστε, δεν χρειάζεται οι δημοσιογράφοι να μας ρωτούν για τα πάντα. Γενικότερα, θα μου άρεσε να γίνει πάλι cool η φράση «Δεν ξέρω και θα ήθελα να μάθω».

Info: Merde, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Κείμενο: Suyako Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής & Βασίλης Μαγουλιώτη. Μουσική: Γιάννης Νιάρρος & Γιάννης Παπαδόπουλος. Παίζουν (αλφαβητικά): Μαριαλένα Ηλία, Νίκος Καραθάνος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Γιάννης Νιάρρος, Χρήστος Πούλος-Ρένεσης, Λυδία Τζανουδάκη, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Αποστόλης Ψυχράμης.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
4
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα