Η νέα γλυκιά φρενίτιδα ονομάζεται Dubai chocolate και για άλλη μία φορά οφείλεται αποκλειστικά στα social media.
Εδώ και μερικούς μήνες βιώνουμε σαν τον Σίσυφο την εισβολή ενός νέου viral γευστικού συνδυασμού που αποκαλείται Dubai chocolate. Μεγάλα brands κυκλοφορούν νέες υπερτιμημένες ετικέτες, φούρνοι και ζαχαροπλαστεία εκτυπώνουν banners που ενημερώνουν το αγοραστικό κοινό για κάποια καινοτομία όπως μελομακάρονα, donuts ή ατομικά γλυκά με γεύση Dubai chocolate, σεφ δημιουργούν τις δικές τους συνταγές και φιλόδοξοι χρήστες δημιουργούν content κάνοντας rating και πιστοποιώντας πως έχουν δοκιμάσει το πιο viral γλυκό του 2025.
Η μανία δεν σταματάει εδώ, καθώς με μία γρήγορη αναζήτηση θα διαπιστώσει κάποιος πως ο συγκεκριμένος γευστικός συνδυασμός, πλέον έχει τυποποιηθεί ως “flavor” και κουμπώνει σε πρωτεΐνες, μπάρες δημητριακών, vapes, αναψυκτικά και οποιοδήποτε άλλο προϊόν μπορεί να βασιστεί στα τεχνητά αρωματικά.
Τι είναι η Dubai chocolate;
Πρόκειται για μία σοκολάτα -συνήθως γάλακτος– της οποίας η βάση είναι γέμιση με κρέμα ή πραλίνα pistachio (στη χώρα μας γνωστό ως φυστίκι Αιγίνης ή κελυφωτό) και φύλλο κανταΐφι. Στην αυθεντική εκδοχή της περιέχει και κρέμα ταχινιού.
Το όλο concept δημιουργήθηκε το 2021 από τη Fix Dessert Chocolatier που εδρεύει στο Dubai και λανσαρίστηκε ως ετικέτα με το όνομα “Can’t Get Knafeh of It”. Σαφώς, μετά την τεράστια επιτυχία υπάρχουν και άλλες chocolateries που ισχυρίζονται πως δημιουργούν την «αυθεντική» Dubai chocolate.
Με μία πρόχειρη έρευνα θα δούμε πως η τιμή για τις μπάρες των 100g κυμαίνεται από 18€ έως 38€, ενώ μπορεί να ξεφύγει εάν αγοραστεί από διανομείς.
Η ιδιαίτερα υψηλή τιμή της οφείλεται, όπως ισχυρίζονται οι εταιρείες, στην τεχνική δυσκολία που έχει το εν λόγω γλυκό, αλλά και στις πρώτες ύλες. Φυσικά, στο Internet κάποιος μπορεί να βρει αναρίθμητα videos που δείχνουν πόσο εύκολα μπορεί να γίνει στο σπίτι.
Πώς η Dubai chocolate έγινε το απόλυτο viral;
Η φρενίτιδα ξεκίνησε το 2024, όταν διάφοροι influencers άρχισαν να δημιουργούν προωθητικά videos, κυρίως στο TikTok εξηγώντας πόσο νόστιμη είναι η Dubai chocolate και πόσο αναγκαίο είναι να τη δοκιμάσει κάποιος.
Η πολιτική οικονομία των social media και οι αρχές του digital marketing βοήθησαν το προϊόν να γίνει ταχύτατα viral. Στην ανάγκη τους να μην μείνουν πίσω στα διατροφικά trends, πλήθος άλλων influencers και απλών χρηστών έσπευσαν να δοκιμάσουν την Dubai chocolate και να δημιουργήσουν περιεχόμενο γύρω από αυτή.
Αυτομάτως, γεννήθηκε μία τάση (trend) και πολλά άλλα brands μπήκαν στο παιχνίδι, λανσάροντας τις δικές τους προτάσεις με στόχο να ικανοποιήσουν το εκάστοτε κοινό τους, αλλά και να επωφεληθούν από το ενδιαφέρον του κόσμου στα social media. Έτσι, οι επιθετικές ευκαιριακές εμπορικές πρακτικές οδήγησαν σε μεγαλύτερη θέαση και φτάσαμε στο σημείο σήμερα να κατακλυζόμαστε από τη Dubai chocolate.
Το κόστος ενός trend
Παρά το γεγονός πως η υψηλή τιμή υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν αποτρεπτική για τα ευρύτερα καταναλωτικά κοινά, η πολιτική οικονομία του TikTok και του Instagram, που βασίζεται στην περίοπτη κατανάλωση και την υπερβολή, έχει δείξει πως όσο πιο ακριβό είναι κάτι, τόσο περισσότερο αναδύεται η αναγκαιότητα να καταναλωθεί. Πρόκειται ακριβώς για το ίδιο φαινόμενο με το κρέας Wagyu και τα branded ρούχα που έρχονται στη μόδα και ας μην είναι πάντα πρακτικά ή ανθεκτικά.
Η Dubai chocolate έρχεται να διαδεχτεί τη red velvet chocolate και την λιγότερο επιτυχημένη ruby chocolate, διότι εντυπωσιάζει με οριενταλιστικά στερεότυπα και δημιουργεί ενδιαφέρον, επειδή συστήθηκε από κάποιους ψηφιακούς «σημαντικούς άλλους». Ένα μεγάλο κομμάτι των διατροφικών προϊόντων βασίζεται αποκλειστικά στη λογική των προτάσεων ή των προκλήσεων -όπως οι δύσοσμες κονσερβοποιημένες ρέγκες Surströmming ή το καυτερό chip Paqui-, χωρίς να έχει να κάνει απαραίτητα με την καλή γεύση ή την υψηλή διατροφική αξία.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για να κατανοήσουμε το φαινόμενο της προσαύξησης της τιμής ενός προϊόντος, λόγω συμβολικής κατανάλωσης αποτελεί το case με την ελληνική εκδοχή της Dubai chocolate.
Η ίδια βιομηχανία παράγει σοκολάτα γάλακτος με pistachio και σοκολάτα γάλακτος με pistachio και κανταΐφι που την αποκαλεί Dubai. Οι δύο αυτές συσκευασίες χρωματικά είναι σχεδόν όμοιες και διαφέρουν μόνο στα γραμμάρια. Η εκδοχή Dubai είναι λίγο μεγαλύτερη, όμως η τιμή του κιλού της είναι σχεδόν η διπλάσια από την τιμή του κιλού της απλής σοκολάτας pistachio.
Η σημαντική αυτή διαφοροποίηση δεν δικαιολογείται λόγω των πρώτων υλών, καθώς το φιστίκι έχει παρουσία και στις δύο και στο μόνο που διαφέρουν είναι στην ύπαρξη φύλλων κανταϊφιού. Αν το δούμε υπό τη λογική του πληθωρισμού και της προσαύξησης των τιμών του κακάο σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε κατανοούμε πως η Dubai εκδοχή στην πράξη θα έπρεπε να είναι οικονομικότερη, καθώς η σοκολάτα που χρησιμοποιείται λειτουργεί ως επικάλυψη. Άρα, αυτό που οδηγεί στον διπλασιασμό της τιμής είναι τα «διόδια» για τη συμμετοχή στο trend.
Οι άνθρωποι που θα την αναζητήσουν, ανεξαρτήτως ηλικίας, δεν θα ενδιαφερθούν τόσο για την πρωτοτυπία, όσο για το να νιώσουν κομμάτι της μεγάλης ψηφιακής κοινότητας, δηλαδή να μπορούν να πουν την άποψή τους και να έχουν τη δυνατότητα να φάνε την Dubai chocolate μπροστά στην κάμερα. Με απλά λόγια, η σοκολάτα αυτή δεν βασίζει την επιτυχία της σε μία γευστική καινοτομία, αλλά σε ένα ιδιαίτερα παλιό marketing trick που στοχεύει στο ψυχολογικό φαινόμενο “FOMO” (fear of missing out).