Σήμερα μοιάζει σαν να ζούμε σε μία αναπαράσταση του τότε πάρτι, στην οποία όμως δεν είμαστε καν καλεσμένοι.
Ήταν η 13η ημέρα ενός διαφορετικού Αυγούστου. Η ημέρα που μία ολόκληρη χώρα περίμενε με αγωνία για επτά ολόκληρα χρόνια. Aπό τότε δηλαδή που η 106η Σύνοδος της ΔΟΕ είχε επιλέξει, δια της φωνής του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, την Αθήνα ως την οικοδέσποινα πόλη των 28ων Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων. Ένας ηλεκτρονικός πίνακας κάπου κοντά στην Κηφισίας μέτραγε αντίστροφα τα χρόνια, τους μήνες, τις μέρες και τα λεπτά.
Ύστερα από 108 χρόνια, οι Αγώνες θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους.
Τελικά, η Τελετή Έναρξης έγινε υπό την καθοδήγηση του avant-garde χορογράφου και σκηνοθέτη, Δημήτρη Παπαιωάννου. Εκείνος δημιούργησε ένα αν μη τι άλλο πρωτότυπο θέαμα, μία μοντέρνα τελετή, που βασιζόταν σε μία νέα εκδοχή και ανάγνωση της περίφημης ελληνικότητας. Ένωνε τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα με τον καρπουζά και το ρεμπέτικο.
Τις ιαχές ενθουσιασμού των δεκάδων χιλιάδων τυχερών που βρέθηκαν στο ανανεωμένο ΟΑΚΑ, κάτω από το νεόδμητο στέγαστρο Καλατράβα, ακολούθησαν τα ενθουσιώδη πρωτοσέλιδα. «Ήταν όλα υπέροχα. Κερδίσαμε τις εντυπώσεις» και «υπερθέαμα υψηλής αισθητικής» έγραφε η Καθημερινή στο φύλλο του Σαββάτου 14 Αυγούστου. Στο εσωτερικό της εφημερίδας μίλαγε για ένα θέαμα «που ανέδειξε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου και έστειλε μήνυμα μοντέρνο, για τη χώρα που μέχρι προσφάτως ακροβατούσε μεταξύ Δύσης και Ανατολής».
Να υπενθυμίσουμε ότι μόλις λίγες εβδομάδες πριν, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου πετύχαινε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του αθλήματος. Το αθλητικό κομμάτι φυσικά είναι σημαντικό από μόνο του.
Ήρθε όμως ως κορύφωση μίας περιόδου διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης, αύξησης των εισοδημάτων και ένταξης της χώρας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση.
Το Euro, οι Ολυμπιακοί και ο εκσυγχρονισμός
Η Ολυμπιάδα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες υπήρξαν μία εντατικοποίηση διαδικασιών ήδη παρόντων και εξελισσόμενων στην Ελλάδα και την Αθήνα. Όλοι έμοιαζαν μεθυσμένοι από τους πολυποίκιλους και αναπάντεχους θριάμβους. Το ιστορικό παρελθόν ήταν πίσω μας ως ρίζα έλεγε το εκσυγχρονιστικό αφήγημα, αλλά το μέλλον μπροστά μας φάνταζε λαμπρό.
Οι θρίαμβοι συνδέθηκαν μεν με την εκσυγχρονιστική οκταετία των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη αλλά λογίστηκαν ως εθνική επιτυχία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι λίγους μήνες πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές, γλυτώνοντας στο νήμα μία εκλογική συντριβή. Μικρή σημασία είχε. Η Ελλάδα είχε μπει στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα ως νικήτρια.
Ακολούθησαν ούτως ή άλλως τρεις ακόμα μεγάλες «εθνικές» επιτυχίες. Το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του μπάσκετ, η Eurovision της Παπαρίζου και φυσικά ο μεγάλος τελικός του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος μπάσκετ και κυρίως η νίκη απέναντι στις ΗΠΑ στον ημιτελικό της Σαϊτάμα.
Σε ένα διάστημα από το 2004 μέχρι το καλοκαίρι του 2006, η Ελλάδα ήταν το κέντρο του Σύμπαντος. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
…και η οικονομική κρίση
Δυστυχώς, η εντροπία δεν μας επιτρέπει να φτιάξουμε μία χρονομηχανή, να γυρίσουμε στην πλημμυρισμένη από ελληνικές σημαίες Ομόνοια, προκειμένου να πούμε σε έναν φουσκωμένο από την εθνική υπερηφάνεια Έλληνα πως ελάχιστα χρόνια μετά, η χώρα θα εισερχόταν σε μία από τις βαθύτερες οικονομικές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας της. Θα έμπαινε δηλαδή και πάλι στο μικροσκόπιο της διεθνούς ειδησεογραφίας αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Η κρίση ήρθε. Είχαν προηγηθεί βέβαια οι τεράστιες πυρκαγιές της Ηλείας και φυσικά η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα. Η σφυρηλατημένη επί χρόνια εθνική συνοχή έμοιαζε να διαλύεται το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου. Έγινε πια θρύψαλα στο Καστελόριζο. Το «ευκαριστούμε Αθήνα, ευκαριστούμε Ελλάδα» του Ζαγκ Ροκ, προέδρου της Ολυμπιακής Επιτροπής στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, έγινε «καλό κουράγιο» που ευχήθηκε ο κοινοτικός Επίτροπος για τα Οικονομικά, Όλι Ρεν το 2010.
Το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο η ελληνική κοινωνία πέρασε από την κορυφή στη σκληρή ματαίωση ήταν συγκλονιστικά μικρό για μία χώρα σε καιρό ειρήνης. Αυτοί που κοίταγαν τον κόσμο περήφανοι ως Έλληνες έχασαν το 25% του εισοδήματός τους. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι έφυγαν από τη χώρα, περιουσίες καταστράφηκαν, βασικά δικαιώματα σμπαραλιάστηκαν, τα κοινωνικά νήματα έσπασαν και οι επίσημοι εθνικοί λόγοι ανανεώθηκαν αλλά χωρούσαν, αναγκαστικά, όλο και λιγότερους ανθρώπους.
Χρυσή Αυγή, Μαρφίν, αστυνομική βία, φτώχεια, ανεργία, πυρκαγιές, δημοψήφισμα. Η ελληνική κοινωνία διχάστηκε σε ακραίο βαθμό.
Η επανάληψη ως σκληρή δυστοπία
Σήμερα, στο κλείσιμο των 20 χρόνων από τότε, ζούμε μία βίαιη προσπάθεια να πειστούμε ότι τα δύσκολα πέρασαν. Η μαρμάρινη πλάκα της Μαρφίν, που έχει ξεκάθαρα ιδεολογικό ρόλο, μιλάει για τον διχασμό και το τυφλό μίσος. Μοιάζει σαν προσπάθεια να κλείσουν γρήγορα-γρήγορα οι πληγές της περιόδου των μνημονίων, προκειμένου να περάσουμε στην επόμενη μέρα. Οι επίσημοι εθνικοί λόγοι έγιναν και πάλι θριαμβευτικοί, η πόλη μοιάζει με εργοτάξιο. Σταθερή κυβέρνηση, νέοι εκσυγχρονισμοί. Οι Έλληνες μάλιστα βγήκαν στους δρόμους για τις επιτυχίες του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκοί και του ΠΑΟΚ.
Βέβαια, όλο αυτό το νέο εθνικό αφήγημα επιβολής χαράς και ενθουσιασμού βρίσκει απέναντί της την ίδια την καθημερινότητα. Οι Έλληνες ζουν ένα νέο είδος φτωχοποίησης, πιο ύπουλο αυτή τη φορά, που δεν αφορά τόσο τα εισοδήματά τους αλλά την αγοραστική τους δύναμη. Οι τιμές για τα είδη πρώτης ανάγκης, την ενέργεια, τα τρόφιμα, τις διακοπές και φυσικά τη στέγαση έχουν εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα επίπεδα, την ώρα που οι μισθοί έχουν μείνει στάσιμοι.
Ως εκ τούτου, προφανώς, αυτή η εξαγγελία του τέλους των διχασμών είναι παντελώς εκτός πραγματικότητας, καθώς το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών γιγαντώνεται διαρκώς, σε ρυθμούς που ενδεχομένως η ελληνική κοινωνία δεν έχει ξαναζήσει. Το κοινό όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος, που με όλα τα στραβά του, λειτουργούσε ως συγκολλητική ουσία της ελληνικής κοινωνίας του 2004, πλέον είναι ανέκδοτο. Οι περισσότεροι ζουν σε ένα ατέρμονο παρόν, σε mood επιβίωσης ή αρπαχτής, χωρίς την παραμικρή έγνοια για τον δίπλα τους, πολλώ δε μάλλον για τον επόμενο.
Το 2024, λοιπόν, μοιάζει με μια βίαιη αναπαράσταση των θριάμβων και της εορταστικής διάθεσης του 2004. Αφορά όμως ακόμα λιγότερους και αποκλείει τη μεγάλη πλειοψηφία. Κι αν το πάρτι εκείνο, για πολλούς, οδήγησε στην οικονομική κρίση του 2009, αυτό εδώ, το πολύ πιο πριβέ, μπορεί να γεννήσει πολύ μεγαλύτερα τέρατα που δυστυχώς θα τα πληρώνουμε για δεκαετίες. Εμείς και οι επόμενοι.