“Απόντες”

Η ταινία του Νίκου Γραμματικού αφηγείται την ιστορία μίας αντροπαρέας που ωριμάζει απότομα.

Από τη μία, έχουμε την αιώνια τάση φυγής του άντρα της μέσης ηλικίας που αποτυπώνεται μέσα από ένα road trip δύο φίλων-συγγενών εξ αγχιστείας στη βόρεια Ελλάδα. Από την άλλη, ο βραχύβιος έρωτας που γεννιέται και πεθαίνει στα τσιμέντα της έρημης αυγουστιάτικης Αθήνας. Το cult αριστούργημα της αναζήτησης ναρκωτικών (και τελικά, υπαρξιακής ταυτότητας) στην άδεια Αθήνα. Τέλος, το κλιματιστικό που δεν έφτιαξε ως ένας τρόπος ξετυλίγματος της πλοκής μέσα στην ασφυξία της μικροαστικής ζωής στην πρωτεύουσα.

Το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες” του Σταύρου Τσιώλη, τα “Φτηνά Τσιγάρα” του Ρένου Χαραλαμπίδη, ο μεταγενέστερος “Τσίου” του Μάκη Παπαδημητράτου και φυσικά το εμβληματικό “Σπιρτόκουτο” του Γιάννη Οικονομίδη. Πρόκειται για τον χρυσό κανόνα των τεσσάρων ταινιών που συνδέθηκαν με το ελληνικό καλοκαίρι, στη σκιά των καρτ-ποστάλ από τις Κυκλάδες. Μαζί με τη μαγεία, την ασφυξία, την ονειροπόληση και την ερωτική ή αναστοχαστική διάθεση που φέρνει μαζί του.

Ιδίως τα τελευταία χρόνια, σε αυτή τη λίστα αρχίζει να μπαίνει και μία πέμπτη ταινία, η οποία το καλοκαίρι του 2024 μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Πρόκειται για τους “Απόντες”, το σπουδαίο φιλμ ενός σπουδαίου σκηνοθέτη, του Νίκου Γραμματικού, που βγήκε σε μια δεκαετία εν συνόλω υποτίμησης της κινηματογραφικής παραγωγής, τη δεκαετία του 1990. 

Ιστορία γράφουν οι παρέες

Πόσες φορές φτιάξαμε παρέες που έμοιαζαν ότι θα αντέξουν για πάντα στον χρόνο μέχρι που ήρθε ο οδοστρωτήρας μιας επόμενης φάσης ζωής; Κάποιες έσπασαν με γδούπο ενός τσακωμού, μιας παρεξήγησης. Οι περισσότερες όμως διαλύθηκαν επειδή αφέθηκαν στον χρόνο. Οι απουσίες από τις μαζώξεις έγιναν όλο και λιγότερο απαγορευτικές μέχρι που μετασχηματίστηκαν στον κανόνα. Αυτοί που άρχισαν να χάνονται πρώτοι και «προχώρησαν» συχνά προδίδοντας παρέες και ιδανικά. Εκείνοι που προσπάθησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα του χρόνου μένοντας ρομαντικοί σε αξίες καθόλου βολικές για τους ίδιους σαν σε καθήλωση.

Οι “Απόντες”, στη βάση τους μία ταινία αναβεβλημένης ενηλικίωσης, αφηγούνται την ιστορία μιας τέτοιας παρέας νέων ανδρών. Βρέθηκαν και έφτιαξαν μια στενή και πολύ δεμένη παρέα στην ταυτόχρονα πολύ ένδοξη και πολύ ταπεινή Σαλαμίνα. Πρόκειται για τον τόπο καταγωγής τους, στον οποίο βρίσκονται σποραδικά ενωμένοι, πρώτα με κοινά όνειρα για το μέλλον τα οποία ένας-ένας άρχισαν να τα εγκαταλείπουν.

Η ιστορία της παρέας, όπως αποτυπώνεται στην ταινία, ξεκινάει το καλοκαίρι του 1987, την εποχή του Μουντομπάσκετ, του Γκάλη και του Γιαννάκη. Τελειώνει το καλοκαίρι του 1994, στην πρώτη συμμετοχή της Εθνικής Ελλάδος ποδοσφαίρου στην τελική φάση ενός Παγκόσμιου Κυπέλλου, μία επιτυχία που μέχρι τότε θεωρούνταν η σημαντικότερη στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Στο cast της ταινίας θα βρεις και πολλούς και πολύ γνωστούς ηθοποιούς, οι οποίοι τότε βρίσκονταν ακόμα στα πρώτα τους βήματα στην υποκριτική: Αιμίλιος Χειλάκης, Τάσος Νούσιας, Βαγγέλης Μουρίκης. Ο καθένας από αυτούς βάζοντας το δικό του λιθαράκι στην αποτύπωση τελείως διαφορετικών μεταξύ τους χαρακτήρων των οποίων οι ζωές ενώθηκαν μόνο και μόνο λόγω μιας κοινής αφετηρίας στον ίδιο χωροχρόνο: τη δεκαετία του 1980 στη Σαλαμίνα.

Ωριμάζοντας πρόωρα στην Ελλάδα 

Όπως κάθε καλή ταινία ενηλικίωσης, οι “Απόντες” δεν εξαντλούνται στη δραματουργία μίας εφηβικής παρέας που χάνει τα πατήματά της. Αντιθέτως κινούνται σε δύο επίπεδα: Τι συμβαίνει στην ίδια την παρέα αλλά και τι συμβαίνει παράλληλα στον κόσμο, έξω και γύρω από αυτή. Άξονας σύμπλευσης των δύο αυτών επιπέδων είναι ένα λαϊκό καφενείο της Σαλαμίνας όπου η παρέα μαζεύεται για να δει μέσω τηλεόρασης αγώνες. Πρώτα όλοι παρόντες και στο τέλος όλοι απόντες, ο καθένας για τον λόγο του.

Η αφετηρία είναι το 1987 του θριάμβου της εθνικής ομάδας μπάσκετ, του μακρινού ονείρου που γινόταν πραγματικότητα και της συλλογικής παράκρουσης. Το τέλος είναι η κατάρρευση της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου του 1994 και η ματαίωση των προσδοκιών ενός ολόκληρου έθνους, η οποία βρίσκεται στο φόντο μία τραγωδίας.

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο ορόσημα κινείται και η ιστορία της παρέας από τη Σαλαμίνα. Από τον θρίαμβο του όλοι μαζί στη ματαίωση αυτών που έμειναν πίσω και σταδιακά ήταν όλο και λιγότεροι. Όλα αυτά ξεκινούν βέβαια ως ένα γενικό σχόλιο για την ανθρώπινη φύση και το καρφί της ενηλικίωσης. Είναι όμως και πιο εντοπισμένο ως σχόλιο για την ελληνική πραγματικότητα. Για μία χώρα, ένδοξη και ταπεινή και αυτή, που δεν αφήνει παρά ελάχιστο χώρο στους νέους ανθρώπους της να ονειρευτούν και να δράσουν. Χρόνο σίγουρα μικρότερο από 7 καλοκαίρια – το περιθώριο μεταξύ παρουσίας και απουσίας. Όσοι το καταλαβαίνουν προσαρμόζονται αργά ή γρήγορα. Όσοι δεν συμβιβάζονται μένουν στο περιθώριο.

Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι ηθικιστικό. Δεν έχουμε μία ταινία που κατακεραυνώνει τους οπορτουνιστές και υμνεί τους αγίους. Περισσότερο αποτυπώνει μία χώρα που τη βάζει σε ένα δίλημμα: μαζί ή στην απ’ έξω. Όπως γράφει φανταστικά ο Βασίλης Ραφαηλίδης στην κριτική του για την ταινία: «Ενώ, όντας έφηβος στην Ελλάδα ετοιμάζεσαι μεθοδικά να δράσεις, σιγά σιγά, καθώς μεγαλώνεις, περνάς στην αδράνεια, είτε μέσα από έναν αδρανή γάμο, είτε μέσα από έναν αδρανή διορισμό στο αδρανές Δημόσιο, είτε γράφοντας αδρανή ποιήματα, που δεν θα εκδοθούν ποτέ από πνευματικά αδρανείς εκδότες. Μην τολμήσεις να ωριμάσεις στην Ελλάδα, γιατί πριν προλάβει να ωριμάσεις, σάπισες κιόλας»

Αν μη τι άλλο, το καλοκαίρι του 2024, χρονιά που κλείνει μία εικοσαετία από την εθνική έξαρση του 2004, οι “Απόντες” μοιάζουν ως το κατάλληλο ερέθισμα για μια νέα ανάγνωση.

«Οι καλύτεροι δεν πιστεύουν σε τίποτα, οι χειρότεροι είναι διψασμένοι για νίκες».

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
2
Αγαπώ
+1
1
Σοκαρίστηκα