Φαίη Σιγάλα

Η Φαίη Σιγάλα εντοπίζει την καύλα της δεκαετίας του ‘90 στη λεωφόρο Συγγρού και τις πίστες των ξενυχτάδικων. Υποστηρίζει διακαώς πως εκεί η ελληνική κοινωνία ακουμπούσε αβασάνιστα τους εθνικούς της αναστεναγμούς. Νοσταλγεί τα χρόνια του ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ και τα καλλιτεχνικά σχήματα της αθηναϊκής νύχτας του τότε. 

Η ζωή της

Γεννήθηκε στο Αιγάλεω, τη γειτονία του Ζαμπέτα και της Μοσχολιού, όπως διευκρινίζει, παρά το γεγονός πως δεν τους πρόλαβε. Απ’ τα παιδικά της χρόνια ανακαλεί τα ομαδικά παιχνίδια στην πλατεία, το κρυφτό και το «κλέφτες κι αστυνόμοι». Από τότε κατάλαβε πως είναι κορίτσι και πως ήθελε να έχει την προσοχή των αγοριών. «Τότε ξεκίνησα να τα κυνηγάω εγώ, μετά κατάλαβα πως στην πραγματικότητα ήθελα εκείνα να με κυνηγάνε».

Την εικόνα της την αναγνώρισε όπως την είχε φανταστεί, μια μέρα που αποφάσισε να βάλει αυτό που θέλει. «Φόρεσα ένα παντελόνι-κολάν και μια πράσινη σατέν πουκαμίσα με μανίκι νυχτερίδα. Με είδα στον καθρέφτη και είπα φτου σου κούκλα μου».

Πιστεύει πως η Αθήνα είναι πιο όμορφη το βράδυ και πως η Συγγρού έχει πλέον χάσει τον ερωτισμό της

Μοιράστηκε μεγάλο μέρος της ζωής της με την πιάτσα της λεωφόρου ως τρανς σεξεργάτρια. Ταυτίζεται ιδιαιτέρως με το «Αλήτισσα Ψυχή «της Άννας Βίσση. Θεωρεί ένδειξη στιλ «το να μπορείς να αφήσεις το αυτοκίνητό σου στην είσοδο του μαγαζιού με την μηχανή αναμμένη, να μπεις να πιεις το ποτό σου και να πας να το πάρεις για να συνεχίσεις το βράδυ σου».

Ανάμεσα στην λαϊκουριά και το κυριλίκι προτιμά ξεκάθαρα την λαϊκουριά γιατί έχει αυθεντικότητα. «Τι να το κάνω το κυριλίκι; Άσε που κυριλίκι δεν υπάρχει πλέον. Μείναμε με τους νεόπλουτους και τους αρχοντοχωριάτες. Μοιάζουν αυτές οι δύο κατηγορίες. Για παράδειγμα, κάγκουρα να τρέχει σε στενό για να κάνει επίδειξη το καινούριο του κάμπριο θα ακούσεις ή στην Αγία Βαρβάρα ή στην Εκάλη». Ανάμεσα στην καύλα και τον έρωτα, προτιμάει σαφώς την καύλα. Δηλώνει, μάλιστα, κατηγορηματικά πως δεν έχει ερωτευτεί παρά την εαυτή της.  

Η νύχτα θέλει έρωτα 

Θυμάται πως μια βραδιά επιστρέφοντας σπίτι απ’ το κλαμπ Monroe ζήτησε απ’ την παρέα που την συνόδευε να σταματήσουν. Το φανάρι κοκκινίσε μπροστά απ’ το ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου. «Μια στάση εδώ, να βγω στο δρόμο να χορέψω ένα ζεϊμπέκικο πάνω στην άσφαλτο κι εσύ με ύφος ψεύτικο να με κοιτάζεις τάχα πως με λογαριάζεις», ακούστηκε από το ραδιόφωνο. Ήταν το καινούριο τραγούδι του Μητροπάνου και ήταν 1992. Η παρέα έχει βγει από το αυτοκίνητο και χτυπούσε παλαμάκια. Η Φαίη χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο που θα μπορούσε να απευθύνεται στην κοινωνική υποκρισία. «Το φανάρι έγινε πράσινο τουλάχιστον τρεις φορές. Κανείς δεν είπε κουβέντα. Ακόμα το θυμάμαι εκείνο το βράδυ». 

Στα σκυλάδικα της εθνικής, το μέγεθος της καψούρας μεταφραζόταν σε γαρίφαλα κι αυτό δεν μπορεί παρά να ενέχει έναν κάποιο ρομαντισμό. Το φλερτ δεν ήταν επιτηδευμένο. Ήταν μετρήσιμο και απτό. «Σε αυτές τις πίστες πήγαινε κανείς μετά την κυρίως έξοδό του. Για να κλείσει το βράδυ που λέμε. Εντελώς άλλη κατάσταση από τα μαγαζιά του κέντρου. Εγώ προσωπικά πήγαινα πάντα μετά τη δουλειά. Θυμάμαι πολλά περιστατικά στα οποία ανέβηκα να χορέψω και από κάτω μου ανοίγανε, όχι μπουκάλια, αλλά κούτες με σαμπάνιες».

Στον κόσμο της αθηναϊκής νύχτας, την περίοδο των 90’s κυριαρχούσε ένα όνομα: Τα Σόδομα. «Εκεί, τραγουδούσε η Άντζυ Σαμίου, ο Μαζωνάκης, η Έφη Σαρρή και ο Στάθης Ξένος. Στην αρχή, το μαγαζί ήταν στο Κολωνάκι και μετά μεταφέρθηκε στη Συγγρού. Πήγαινα τόσο συχνά που θυμάμαι πως το ‘94, όταν μετά από ένα ατύχημα έσπασα το πόδι μου, η ίδια η Άντζυ Σαμίου μεσολάβησε ώστε να βρεθεί το πιο άνετο τραπέζι για την κατάστασή μου». Λίγα χρόνια αργότερα, όπως αφηγείται η Φαίη, η καρδιά της διασκέδασης χτυπούσε στο Γκάζι: «Εκεί, τραγουδούσε η Άννα Βίσση με τον Σάκη Ρουβά. Πήγαινα κυριολεκτικά κάθε μέρα». 

Η πιάτσα

Η Φαίη υποστηρίζει πως η επιθυμία οφείλει να περιβάλλεται από μυστήριο. «Οι άντρες τότε καψουρευόντουσαν –ευτυχώς– πολύ. Έχω χορτάσει καψούρα. Μετά το ‘90 που ξεκίνησαν να εμφανίζονται στην τηλεόραση ορισμένες, το θέμα τρανς απομυθοποιήθηκε. Απ’ την στιγμή που ξεκίνησαν να εξηγούν την διαδικασία των χειρουργείων στις κάμερες, η αλήθεια είναι ότι η πελατεία στις πιάτσες μειώθηκε. Δεν μας προσκυνούσαν όπως πριν, σαν να έχασε η πιάτσα απ’ την δόξα της λίγο. Αυτό πιστεύω εγώ, τώρα άλλοι μπορεί να μη συμφωνούν». 

Τον έρωτα η Φαίη δεν τον έψαξε ποτέ στην πιάτσα. «Στη Συγγρού μπορείς να συναντήσεις όλων των λογιών τους ανθρώπους. Μπορούσες να συναντήσεις αγαθά κορίτσια που ερωτευόντουσαν πελάτες. Εγώ είμαι της άποψης πως όταν έναν γκόμενο τον παίρνεις απ’ την Συγγρού, είναι μοιραίο να τον αφήσεις εκεί και ενδεχομένως να σταματήσει στην επόμενη», σημειώνει. 

Την πιάτσα ωστόσο την ερωτεύτηκε. Όπως αναφέρει, το συναίσθημα υπήρξε αμοιβαίο. «Με λατρέψαν στην πιάτσα. Υπήρχαν άντρες που περνούσαν και με πλήρωναν απλά για να περάσω χρόνο μαζί τους, απλά για να μιλάμε, γιατί δεν είχαν άνθρωπο να τους καταλάβει. Το πιστεύεις πως η Συγγρού είναι η καλύτερη πιάτσα στην Ευρώπη; Έχω ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου. Λοιπόν, απ’ όλες τις πιάτσες που είδα, δεν νομίζω ότι θα έβγαινα σε άλλη. Πού να πήγαινα στο Παρίσι, στο δάσος της Βουλώνης ή στην Ισπανία; Άλλη πιάτσα στην καρδιά της πόλης, φανερή, να περνάν και να σε λατρεύουν δεν υπάρχει. Η Συγγρού μου δωσε τα ταξίδια μου, μου αγόρασε αυτοκίνητα, πλήρωνε το νοίκι μου. Είναι δυνατόν να μην την λατρεύω; Δεν σου λέω πως δεν άκουσα το “Βαγγέλης”, άκουσα όμως και το: “Τι μουνάρα είσαι”. Σκοπός είναι να αποφασίσεις εσύ πότε θα κάνεις ταμείο. Κι εγώ ταμείο έκανα στο: “Τι μουνάρα είσαι” και στα λεφτά που πήρα».

Γνωμούλα;
+1
1
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
32
Αγαπώ
+1
3
Σοκαρίστηκα