Η 1η Μαρτίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως η Παγκόσμια Ημέρα Μηδενικών Διακρίσεων. Ή καλύτερα, του: «Γιατί να μισείς κάτι που τυχαία δεν είσαι;»

Παρόλο που οραματιζόμασταν ένα μέλλον με ιπτάμενα αυτοκίνητα, προηγμένες τεχνολογίες, αυξημένη ενσυναίσθηση και ανάπτυξη, τελικά καταλήξαμε να ανακυκλώνουμε έννοιες που θα έπρεπε να είναι αυτονόητες πια.

Όταν, όμως, βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα μπροστά στα μάτια μας εγκλήματα ενάντια σε Ρομά, ΛΟΑΤΚΙ+, γυναίκες και μετανάστες, τότε είναι αναγκαίο να αναφερθούμε σε λέξεις, όπως: «Συμπερίληψη», «ισότητα», «ανθρώπινα δικαιώματα».

Και οφείλουμε να πράττουμε με αυτό τον τρόπο, έως ότου γίνει αντιληπτό από απ’ όλους πως οι διακρίσεις έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία, το οποίο επιστρέφεται στον καθένα από μας ξεχωριστά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

 Οι κλασικοί υπαίτιοι πίσω από τις διακρίσεις

Σε κάθε περίπτωση, το να κάνουμε διακρίσεις δεν είναι έμφυτο, αλλά επίκτητο χαρακτηριστικό. Και φυσικά, αναπτύσσεται μέσα από διάφορα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία συναντάμε καθημερινά και λειτουργούν παρεμβατικά στην προσωπική φιλοσοφία του καθενός.

«Για όλα φταίνε οι μετανάστες»

Είναι μια ανακρίβεια που ακούμε αρκετά συχνά και δεν έχει καμία απολύτως υπόσταση. Η Σουηδία, η οποία είναι γνωστή για τα αξιοκρατικά εργασιακά περιβάλλοντα που προσφέρει – καθώς και για το εκπαιδευτικό σύστημα, μόνο το 2016, δέχτηκε 121.000 μετανάστες.

Αν, λοιπόν, όντως οι εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών αποτελούσε κύριο πρόβλημα για μία χώρα, τότε η Σουηδία θα έπρεπε να είχε κηρύξει πτώχευση εδώ και πολλά χρόνια.

Μήπως, λοιπόν, το πρόβλημα δεν ξεκινάει από τη μετακίνηση ανθρώπων σε μία χώρα, αλλά από το πώς τους απορροφά (ή δεν τους απορροφά) η πολιτεία; Και μήπως θα έπρεπε να θεσπιστούν λίγο πιο αυστηροί κανονισμοί σε αυτό το ζήτημα;

 Παραδείγματος χάρη, στη Γερμανία (αλλά και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης) δεν επιτρέπεται να μεταναστεύσεις, εάν πρώτα δεν έχεις βρει δουλειά και σπίτι. Με αυτό τον τρόπο, εξασφαλίζεται η ομαλή εισροή μεταναστών, οι οποίοι μετακομίζουν σε μία χώρα, δίχως να επιβαρύνουν το ζήτημα της ανεργίας.

Συνεπώς, όλα ξεκινούν από τους κανονισμούς και τους νόμους που θεσπίζουν όσοι εμείς αναδεικνύουμε μέσω της κάλπης. Κι αν η κυβέρνηση δε λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και «σφυρίζει» αδιάφορα ως προς αυτό το ζήτημα, τότε γιατί την ανταμείβουμε με την ψήφο μας;

Ένα σκουριασμένο εκπαιδευτικό σύστημα

Στην Ελλάδα, το εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ανέκαθεν προβληματικό. Μάλιστα, στην τωρινή του μορφή μοιάζει σαν να ορίστηκε από μία ομάδα ανθρώπων, που δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να ασχοληθεί επί της ουσίας. Ως εκ τούτου, όρισαν απλώς μερικά κακογραμμένα εγχειρίδια, μία ατελείωτη ύλη και επέλεξαν να προσλάβουν ανεπαρκείς διδάσκοντες. Κι αυτό το συνονθύλευμα, τώρα, το βαφτίσαμε «εκπαιδευτικό σύστημα».

Όχι, παιδιά. Συγγνώμη. Ένας απόφοιτος του παιδαγωγικού θα το σχεδίαζε πολύ καλύτερα.

Φτάνει η μανία με τους προγόνους μας

Ήταν σπουδαίοι, δεν το αμφισβητεί κανείς. Όμως η προγονοπληξία μέσα από ένα σύστημα παπαγαλίας, μόνο αποστροφή δημιουργεί και τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει περισσότερο σε αυτό τον τομέα, θα ακολουθήσει σχετικές σπουδές – δεν είναι απαραίτητος ο καταιγισμός πληροφοριών.

Που είναι η πρόβλεψη για την κατάρριψη του ρατσισμού και των διακρίσεων;

Γιατί δεν υπάρχουν μαθήματα που μιλούν για ισότητα, για ανθρώπινα δικαιώματα και συμπερίληψη; Είναι πιο σημαντικό να ξέρουμε ότι ο Πλάτωνας ήταν από μεγάλο τζάκι, παρά για την τεράστια συμβολή της Μαλάλα Γιουσαφζάι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ;

Ακόμη, η Κοινωνιολογία είναι εξαιρετικά παραγκωνισμένη, αν και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα μαθήματα που προσφέρουν χρήσιμες, πραγματικά, γνώσεις και που συμβάλλει στην ουσιαστική καλλιέργεια ενάρετων πολιτών.

Γιατί δεν διδάσκεται η σεξουαλική αγωγή στα σχολεία;

Το θέμα της σεξουαλικής αγωγής είναι από μόνο του ένα τεράστιο κεφάλαιο, το οποίο συνδέεται με πάσης φύσεως κοινωνικά ζητήματα. Καταρχάς, χρειάζεται να διδάσκεται κάτι βασικό στα σχολεία: Η σεξουαλική ταυτότητα είναι επιλογή – και έχουμε το δικαίωμα της επιλογής. Και αυτό είναι εντάξει, είναι απολύτως φυσιολογικό. Απλά, λιτά κι απέριττα.

Στον αντίποδα, οι πατριαρχικές αντιλήψεις που κυριαρχούν γύρω από τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είναι πεπαλαιωμένες και ανήκουν σε προηγούμενο αιώνα ή στον κάλαθο των αχρήστων – εκεί όπου πρέπει και να παραμείνουν.

 Εκκλησία – ένα αυτοτελές κράτος που εφαρμόζει το «διαίρει και βασίλευε»

Αυτή την παράμετρο την προσθέτω, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι μπορεί να αφοριστώ σαν τον Καζατζάκη. Αλλά, δε βαριέσαι.

Αν μη τι άλλο, η θρησκεία έχει ξεχωριστή θέση στη ζωή και την καρδιά κάθε ανθρώπου. Συνυπάρχει με τα πιστεύω και τις αξίες του. Ακόμη, μπορεί να λειτουργήσει σαν αποκούμπι στις δύσκολες στιγμές. Μια επιλογή απολύτως σεβαστή από κάθε άποψη.

Ωστόσο, η εκκλησία είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Από μόνη της είναι ένα ανεξάρτητο οικονομικά κράτος, το οποίο έχει τη δύναμη να ασκεί επιρροή στους πολίτες. Εκτός αυτού, έχουμε γίνει ουκ ολίγες φορές μάρτυρες σε περιπτώσεις ιερέων που εξαπέλυαν ύβρεις και προσβολές.

Πρόσφατα, μάλιστα, είδε το φως της δημοσιότητας η υπόθεση ενός ιερέα στη Σαλαμίνα, ο οποίος επιτέθηκε σε τέσσερις ηλικιωμένους – χωρίς προφανή λόγο. Κατόπιν, οι ηλικιωμένοι υπέβαλαν μήνυση εναντίον του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί το απόγευμα του Σαββάτου.

Επιπλέον, πριν λίγους μήνες ο Μητροπολίτης Δωδώνης, Χρυσόστομος, προέβη σε ορισμένες απαράδεκτες δηλώσεις, λέγοντας πως: «Αν έχει βιαστεί… Δεν κάθεται και μια γυναίκα και να βιάζεται χωρίς να το θέλει. Μην τρελαθούμε τώρα. Ε, ε μη  τρελαθούμε […] δε μένει έγκυος με αυτό το θέμα πρέπει να έχει συμμετοχή […] πρέπει να ενεργήσουν και οι δύο για γίνει σύλληψις».

Άραγε, οι παραπάνω θέσεις αναγράφονται στη Βίβλο;

Μήπως φοβόμαστε απλά;

Εν γένει, οι άνθρωποι είμαστε κατασκευασμένοι με αυξημένο το ένστικτο της επιβίωσης. Λειτουργούμε με γνώμονα την ομαλή επιβίωσή μας και την αποφυγή οποιασδήποτε επίφοβης κατάστασης.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύλογο πως μερικές νέες συνθήκες – από μία μετακόμιση, μία νέα εργασία, ένα νέο αυτοκίνητο, μια νέα γνωριμία – ενδέχεται να δημιουργήσουν αισθήματα φόβου. Πιθανότατα, και τα ΛΟΑΤΚΙ+ ή τα σκουρόχρωμα άτομα να τα φοβόμαστε κατά βάθος, ακριβώς επειδή δεν έχουμε συνηθίσει να συνυπάρχουμε μαζί τους.

Αν, όμως, κάνουμε ένα βήμα μπροστά και μπούμε στη διαδικασία ανακάλυψης και γνωριμίας, τότε πιθανότατα θα αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει καμία λογική στο να φοβόμαστε ή να μισούμε κάτι που τυχαία δεν είμαστε.

Οι διακρίσεις, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που (δεν θα έπρεπε να) υπάρχουν

Εν κατακλείδι και λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, ίσως χρειάζεται πια να προχωρήσουμε σε μερικές αλλαγές στο λεξιλόγιό μας. Όπου διάκριση, ας γράψουμε «ισότητα», όπου προκατάληψη, ας την αντικαταστήσουμε με τη «συμπερίληψη» και όπου στερεότυπο, ας προσθέσουμε «σεβασμός στη μοναδικότητα».

Κι αν, μάλιστα, καταφέρουμε να εφαρμόσουμε τις παραπάνω αντικαταστήσεις στην πράξη, τότε θα έχουμε κάνει μικρά αλματάκια προόδου σε μία καλύτερη κοινωνία που μας τάζουν συνεχώς, αλλά ποτέ δεν έρχεται.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα