Ας πούμε πως είμαι από εκείνους τους ανθρώπους, που δεν κατάφεραν ποτέ να πιστέψουν.
Στο Θεό, στο κάτι ανώτερο. Σίγουρα, θα ήταν όλα πιο εύκολα, αν είχα καταφέρει να πιστέψω, πως για όλα ευθύνεται κάποιος άλλος. Μια ανώτερη δύναμη. Και θα ήταν ακόμα πιο εύκολο να ζω σε αυτή τη γη, πεπεισμένη, πως μετά υπάρχει κάτι άλλο. Κάτι καλύτερο. Κανένας πόνος, κανένα κακό. Μόνο άγγελοι και συντριβάνια.
«Η βία είναι ένστικτο, να λες κι ευχαριστώ.
Με βία κάναμε θεό τον Ιησού Χριστό».*
Η σχέση μου με την εκκλησία, τερμάτισε κάπου ανάμεσα στη μέρα, που μπήκα σ’ εκείνο το ναό- στην εκδρομή με το σχολείο, στα Γιάννενα- και μπροστά στα κεριά υπήρχαν τιμούλες και τη μέρα, που η γειτόνισσα μου είπε να μη φιλήσω τις εικόνες, επειδή είχα περίοδο. Στο μεταξύ, δεν φιλούσα ποτέ τις εικόνες. Δεν το καταλάβαινα και σιχαινόμουν την ιδέα, να ακουμπήσω με τα χείλη μου τα σάλια όλου του χωριού.
Κάπως έτσι, αμέτρητες μέρες, μετά την απόσχιση μου από το Χριστιανισμό, φτάνω μια Πέμπτη βράδυ, έξω από το θέατρο Γκλόρια. Αγκαζέ με τη φίλη και συνοδοιπόρο μου στο συναίσθημα, κάθομαι στριμωχτά, πλάι σε ανθρώπους, κρυμμένους πίσω από τις μάσκες τους και περιμένω υπομονετικά. Παίρνω μερικές ανάσες για να σταματήσω να φοβάμαι τον κορωνοϊό, κοιτάω λοξά και τον διπλανό μου που έχει κατεβάσει τη μάσκα για να φάει πατατάκια και λίγα λεπτά μετά, τα φώτα σβήνουν.
Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που κατάλαβα τι είναι αυτό, που βρίσκουν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι στη θρησκεία κι εγώ δεν έχω καταφέρει, πουθενά αλλού να το βρω, πέρα από εδώ: Ελπίδα.
Τελικά, έχω κι εγώ το δικό μου ναό
Το δικό μου τόπο λατρείας, λύτρωσης και ελπίδας, που ανοίγει τώρα, την αυλαία του μπροστά μου.
«Πήρα το ρίσκο και δεν με καίει, στο Σαν Φρανσίσκο ήμουνα gay,
ήταν ωραία και πήγα πιο κει, είμαι ένας μαύρος στη Νότια Αφρική.
Μες στην Ευρώπη με πιάνει μανία είμ’ Ασιάτης σε μια γωνία.
Στην Ελλάδα είμ’ Αλβανία ,αναρχικός είμαι στην Ισπανία.
Είμαι ό,τι θέλω να είμαι, είμαι ό,τι θέλω να είμαι.
Παλαιστίνιος στο Ισραήλ, στην Πολωνία γύφτος με στυλ.
Είμαι εκκλησία χωρίς – περιουσία, μια λεσβία μες την Ρωσία»*
«Είναι πολύ νωρίς, για να κλαίω από τώρα», σκέφτομαι. Κι όμως, η ιδέα του να μην είμαι ό,τι θέλω να είμαι, με παραλύει. Σκέφτομαι ανθρώπους διωγμένους, φιμωμένους, καταπιεσμένους, χωμένους σε μικρά, σιδερένια, κουτάκια. Ανθρώπους που προσποιούνται, που φοβούνται, που δεν κοιμούνται. Ανθρώπους κρυμμένους, πίσω από μάσκες».
«Είμαι ό,τι θέλω να είμαι, είμαι ό,τι θέλω να είμαι.
Στο Αφγανιστάν τραβεστί και Σαμάνος, είμαι στο Texas εγώ μουσουλμάνος.
Είμαι ό,τι θέλω να είμαι, είμαι ό,τι θέλω να είμαι.
Ζωντανός μέσα σε πτώματα, μια γυναίκα μόνη, στο Μετρό, τα ξημερώματα»!*
Ο «Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού»: Τώρα, πια, κλαίω χωρίς σταματημό
Για όλα τα τρομακτικά λεπτά της ζωής μου, που βρέθηκα μόνη, στο μετρό, στο στενό, στην είσοδο της πολυκατοικίας, μέσα πριν μπω.
Αλλά ακόμη περισσότερο, κλαίω που βρέθηκε κάποιος να το πει δυνατά. Να ακούσει την ταχυπαλμία μου. Να δει το φόβο στα μάτια μου, την ώρα που συνειδητοποιώ, πόσο θόρυβο κάνουν οι μπότες μου, μες την ησυχία της νύχτας. Ξαφνικά, παύω να είμαι αόρατη. Ξαφνικά, κάποιος με βλέπει.
«Υπάρχει ένας θάνατος, ένας τυχαίος φόνος,
που επαναλαμβάνεται στα μάτια μου μπροστά.
Απέναντι στο άδικο, κανείς μη μένει μόνος,
δεν φτιάχτηκαν οι άνθρωποι να ζούμε χωριστά»*
Βγαίνοντας από το θέατρο, με δάκρυα στα μάτια, η Μαίρη σταματάει, σε έναν πωλητή του περιοδικού «Σχεδία», να μας πάρει δύο αντίτυπα. Ο κύριος την ευχαριστεί γλυκά και της εύχεται «μια χρόνια καλύτερη από αυτή που πέρασε». Και κάπως έτσι, κάτω από το πορτοκαλί φως της Αθήνας, μια Πέμπτη βράδυ, περπατάω, αγκαζέ με τη φίλη μου, που σφίγγει, το μπράτσο μου, ενώ συνεχίζω να κλαίω.
Δε νιώθω, πια, τόσο μόνη. Δεν είμαι, πια, τόσο μόνη.
«Είμαι ό,τι θέλω να είμαι».*
*Στίχοι από τα τραγούδια της παράστασης «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού»
Πρωτότυπη μουσική: Βάιος Πράπας – Στίχοι: Πάνος Βλάχος – Είκονα: viva.gr