Άλλη μία τηλεοπτική χρονιά ξεκίνησε και το σίγουρο είναι πως τα πρωινάδικα θα συνεχίζουν να προσεγγίζουν με «λάθος» τρόπο πολλά θέματα.
Τα τελευταία χρόνια, συχνά βλέπουμε τα social media να επικεντρώνονται σε πρόσωπα και θεματολογίες που έχουν προέλθει από τις ψυχαγωγικές πρωινές εκπομπές. Με τον γνωστό μηχανισμό της ακραίας πόλωσης, οι παρουσιαστές αυτών των εκπομπών είτε ηρωοποιούνται, είτε δέχονται εξαιρετικά σκληρή κριτική από το κοινό των πλατφορμών. Τι γίνεται όμως όταν αυτές οι εκπομπές δεν λειτουργούν ως απλά αναπληρώματα του κουτσομπολιού (gossip), αλλά υποδέχονται πρόσωπα κύρους -όπως πολιτικούς– και εν τέλει παράγουν πολιτική;
Τι είναι τα πρωινάδικα;
Η πρωινή τηλεοπτική ζώνη χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: τις ενημερωτικές και τις ψυχαγωγικές εκπομπές που γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες ως «πρωινάδικα».
Οι πρώτες γίνονται από δημοσιογράφους και εστιάζουν στη δημοσιογραφική προσέγγιση της επικαιρότητας, παράγοντας σχολιάζοντας καθαρά hard news.
Αντιθέτως, οι δεύτερες διαχρονικά έχουν πιο ανάλαφρο (soft news), αλλά και εμπορικό χαρακτήρα. Συζητούν διάφορα θέματα για celebrities, παρουσιάζουν μαγειρικές συνταγές, ζωδιακές προβλέψεις, ασκήσεις γυμναστικής και πρακτικές ομορφιάς. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει γίνει μία στροφή στο infotainment, δηλαδή έχουν αποκτήσει πολλά περισσότερα δημοσιογραφικά χαρακτηριστικά και εδώ ξεκινά το πρόβλημα.
Πρωινές ψυχαγωγικές εκπομπές και έμφυλα στερεότυπα
Θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας πως τα πρωινάδικα αποτελούν «εφεύρεση» των έμφυλων διακρίσεων και μέχρι σήμερα αδυνατούν να αποδεσμευτούν από αυτές.
Σχεδιάστηκαν με στόχο να κρατούν συντροφιά στις «νοικοκυρές», δηλαδή τις μη εργαζόμενες γυναίκες που φρόντιζαν το σπίτι, την ώρα που τα παιδιά είναι στο σχολείο και οι σύζυγοι στη δουλειά.
Όσο και αν σήμερα αυτό ακούγεται βαθιά αναχρονιστικό, οι νοικοκυρές παραμένουν το βασικό target audience. Ο πυρήνας της θεματολογίας αυτών των εκπομπών -ακόμα- εστιάζει σε χρήσιμες συμβουλές για τις οικιακές εργασίες και το μαγείρεμα, στη βελτίωση της εξωτερικές εμφάνισης, προωθώντας τις νέες τάσεις στην κοσμητική -π.χ. τις θεραπείες με υαλουρονικό οξύ- και στο πώς κάποια μπορεί να γίνει καλύτερη μητέρα.
Παράλληλα, υπάρχει και μία πρόσθετη, παράπλευρη λειτουργία: η διατήρηση και η αναπαραγωγή των έμφυλων στερεοτύπων. Τα ζώδια, οι pop ψυχολόγοι, το gossip για τα ντυσίματα των άλλων και οι συμβουλές για το σεξ, με τον τρόπο που συζητούνται, μόνο μορφές ενδυνάμωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν.
Ο pop συντηρητισμός
Ας σκεφτούμε το fat shaming που δέχεται συστηματικά η Δανάη Μπάρκα στα social media, αλλά και το γεγονός πως η Κατερίνα Καινούργιου οφείλει ένα μεγάλο κομμάτι της ανέλιξής της στην παροχή συμβουλών στις- κατά πλείστον fake- «πιπεράτες» ιστορίες των τηλεθεατών της. Ας μην μιλήσουμε για το success story της Ελένης Μενεγάκη που βασίστηκε στο στερεότυπο της “bimbo”, παρά το γεγονός πως είναι μία εξαιρετικά έξυπνη και σκληρή επιχειρηματίας.
Αυτά δεν πρέπει να τα αναγνώσουμε ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο τα πρωινάδικα προσεγγίζουν τη θεματολογία τους. Παρά το γεγονός ότι συχνά επικαλούνται τη συμπερίληψη ή προσπαθούν να πείσουν πως επιλέγουν μία προοδευτική ματιά, τα πρωινάδικα πάντα διατηρούν μία στενή σύνδεση με τον συντηρητισμό. Όχι μόνο του προσφέρουν ένα βήμα έκφρασης, αλλά φροντίζουν και να τον κανονικοποιούν.
Για παράδειγμα, τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου που ξεκίνησε και επίσημα η νέα τηλεοπτική σεζόν, ο δήμαρχος του Βόλου Αχιλλέας Μπέος βγήκε στην εκπομπή «Super Κατερίνα» και φρόντισε να αφήσει ένα έμμεσο ομοφοβικό σχόλιο για ένα μέλος της εκπομπής, ενώ ο ευρωβουλευτής του κόμματος ΝΙΚΗ, Νίκος Αναδιώτης, σε συνέντευξη του στην εκπομπή «Happy Day» μίλησε ανοιχτά για τον προβληματισμό του γύρω από τις ενδυματολογικές επιλογές των νεαρών κοριτσιών και πρότεινε την επαναφορά της σχολικής στολής ώστε να είναι διακριτή η ηλικία του κοριτσιού σε όλους.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως τα δύο αυτά πρόσωπα, παρά τη θεσμική ιδιότητα που έχουν για να προβληθούν σε κάποιο ΜΜΕ, είναι γνωστά για τις σκληρές συντηρητικές θέσεις τους και συχνά γίνονται viral.
Στο κομμάτι των ελληνικών cultural studies υπάρχει μία ενεργή συζήτηση για το κατά πόσο τα πρωινάδικα έχουν συμβάλει θετικά στο να γίνει η κοινή γνώμη πιο δεκτική γύρω από συγκεκριμένες ομάδες ή έννοιες, στον τρόπο με τον οποίο διάφορα κοινωνικά ή πολιτικά θέματα συζητιούνται με όρους που επιτρέπουν στο ευρύ κοινό να συμμετέχει πιο ενεργά, αλλά και στις θέσεις που λαμβάνουν τακτικά οι παρουσιαστές σχετικά με τα όσα ακούγονται. Για παράδειγμα, αρκετοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι τα πρωινάδικα παρείχαν τα απαραίτητα «καύσιμα» στο ελληνικό κίνημα #MeToo μέσω της προβολής του.
Όσο και αν υπάρχουν ψήγματα αλήθειας για μεμονωμένα περιστατικά, θα πρέπει να θυμόμαστε πως ο ελαφρύς χαρακτήρας που έχουν ως εγγενές χαρακτηριστικό τους τα πρωινάδικα, μόνο θετικά δεν μπορεί να αποτιμηθεί για την επαφή του κοινού με θέματα που συνδέονται με την ίδια την πολιτική ή απαιτούν την κατανόηση σύνθετων εννοιών. Οι συγκεκριμένες εκπομπές δεν είναι δημοσιογραφικές και δεν θα πρέπει να λογίζονται ως τέτοιες, από τη στιγμή που έχουν έντονο το στοιχείο της προώθησης.
Η κριτική στάση που οφείλει το κοινό να διατηρεί απέναντι σε αυτά τα τηλεοπτικά προϊόντα είναι σημαντική, ώστε ο συντηρητισμός, αλλά και οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις να μην θεωρούνται ως η αντανάκλαση της πραγματικότητας ή «φωνή λογικής».
Τελικά, γιατί οι πολιτικοί βγαίνουν στα πρωινάδικα;
Είναι πλάνη να θεωρούμε πως τα πρωινάδικα δεν αποτελούν ισχυρά εργαλεία επιρροής του εκλογικού σώματος.
Από τη στιγμή που τα social media έχουν μπει στο παιχνίδι, το κοινό αυτών των εκπομπών δεν είναι μόνο όσοι βρίσκονται στο σπίτι και τις βλέπουν live στην τηλεόραση, αλλά και όλοι όσοι συνδέονται με κάποιον τρόπο ψηφιακά. Το περιεχόμενό αυτών των εκπομπών φτάνει σε ένα μεγάλο κοινό δευτερογενώς, δηλαδή μέσω του timeline ή των ειδησεογραφικών sites. Συχνά, βλέπουμε τα ίδια τα πρωινάδικα να είναι αυτά που πλέον δεν σχολιάζουν τις ειδήσεις, αλλά τις δημιουργούν. Εδώ υπάρχει, λοιπόν, μία σημαντική ευκαιρία προβολής για τα πολιτικά πρόσωπα.
Οι ειδικοί της πολιτικής επικοινωνίας βλέπουν τα πρωινάδικα ως ένα άνοιγμα σε ένα κοινό με σχετικά χαμηλό ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο όμως μπορεί να κινητοποιηθεί και να παίξει καθοριστικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα. Έτσι, επιχειρείται μία επικοινωνιακή προσέγγιση σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο είναι η προστιθέμενη αξία και η θεσμική νομιμοποίηση που δίνει η προβολή ενός πολιτικού προσώπου, όπως ο πρωθυπουργός, σε μία τέτοια εκπομπή. Με αυτό τον τρόπο, ο πολιτικός δημιουργεί στρατηγικές συμμαχίες με opinion makers. Παράλληλα, το κοινό αυτών των εκπομπών βιώνει μία αναβάθμιση αυξάνοντας τις πιθανότητες επαφής του με την κάλπη, καθώς εδώ και χρόνια ο όρος «πρωινάδικο» χρησιμοποιείται υποτιμητικά.
Το δεύτερο επίπεδο αφορά το περιεχόμενο και τις αξίες. Καιρό τώρα, οι πολιτικοί έχουν πάψει να μιλούν αποκλειστικά για τις θέσεις και την ιδεολογία τους. Αντιθέτως, επιχειρούν συσχετίσεις με κάθε άλλο πιθανό τρόπο.
Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ συχνά χρησιμοποιεί στοιχεία από τα memes που δημιουργήθηκαν από τη σελίδα «Ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ», αλλά και το Luben TV. Στο τελευταίο οφείλονται τα διαχρονικά υψηλά ποσοστά θετικής αποδοχής προς το πρόσωπο του Δημήτρη Κουτσούμπα, παρά το γεγονός πως αυτά είναι δυσανάλογα με την πραγματική εκλογική επιρροή του ΚΚΕ.
Όσοι πολιτικοί «καταδέχονται» να βγουν στα πρωινάδικα, στην πραγματικότητα, επενδύουν σε μία επικοινωνία με celebrity χαρακτηριστικά. Θα μιλήσουν για θέματα με εξαιρετικά μικρή συνάφεια με την πολιτική, όπως οι σύντροφοί τους, η αγάπη τους για τα ζώα και τα χόμπι τους. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να κερδίσουν κυρίως εντυπώσεις, γιατί είναι συμπαθητικοί και άμεσοι και όχι για τα όσα έχουν ως στόχο να υλοποιήσουν. Αυτό πλέον είναι ο κανόνας. Ας έχουμε στο μυαλό μας, λοιπόν, πως δεν έγιναν τα πρωινά πιο πολιτικά, αλλά το γεγονός πως οι πολιτικοί και τα επιτελεία τους διάλεξαν ένα πιο εύπεπτο image making.