δυστοπίες

Οι δυστοπίες έχουν επιστρέψει δυναμικά τα τελευταία χρόνια. Ταινίες, σειρές, βιβλία και άλλα πολιτιστικά προϊόντα εστιάζουν στο τέλος της ανθρωπότητας.

Πόσες φορές έχεις δει τα Matrix ή έκανες binge watching σειρές όπως το Fallout, το Silo, το Altered Carbon και το Three Body Problem

Η δημοφιλής κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών είναι γεμάτη από δυστοπίες και φαίνεται πως όσο ο κόσμος μας γίνεται πιο σύνθετος και περίπλοκος, τόσο πιο πολύ θα αναζητούμε τις εφιαλτικές αναπαραστάσεις.

Τι είναι οι δυστοπίες;

Πρόκειται για ένα είδος μυθοπλασίας στο οποίο έχουμε την απεικόνιση μίας κοινωνίας, η οποία έχει έρθει αντιμέτωπη με την καταστροφή και βιώνει κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες ως απάντηση στην υπαρξιακή απειλή της. Οι περισσότερες δυστοπίες τοποθετούνται στο μέλλον ή σε φανταστικούς κόσμους που μοιάζουν αρκετά με τον δικό μας, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, διότι πυρήνας του εν λόγω genre είναι η δυνητική απειλή.

Πότε έκαναν την εμφάνισή τους;

Η έννοια της δυστοπίας, έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, είναι μία καθαρά νεωτερική κατασκευή, καθώς επικεντρώνεται σε προβληματικές που αφορούν το περιβάλλον και την κλιματική κρίση, την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα πολιτικά συστήματα, τις εθνικές, θρησκευτικές ή έμφυλες ταυτότητες, τις ανθρώπινες σχέσεις, την εργασία, τα δικαιώματα και την κατανάλωση

Διάφοροι αναλυτές χρησιμοποιούν ως σημείο έναρξης «Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ» (1726), όμως η ουσιαστική εμφάνιση του είδους γίνεται κατά τον 19ο αιώνα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι «Ο Τελευταίος Άνθρωπος» (1826) της Mary Shelley και «Η Μηχανή του Χρόνου» του Herbert G. Wells (1895). Το είδος συχνά συνδέεται με την επιστημονική φαντασία (sci-fi) –και όχι τυχαία αν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο η Βιομηχανική Επανάσταση μετασχημάτισε τις τότε κοινωνίες.

An old book with a portrait of a person

Description automatically generated
Η πρώτη έκδοση «Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ».

Το σημαντικότερο, όμως, σημείο για τη δυστοπική λογοτεχνία είναι ο 20ος αιώνας. Σε αυτόν βλέπουμε οι δυστοπίες να γίνονται πολύ πιο σκοτεινές και απαισιόδοξεος, ενώ αναδύουν έναν ιδιαίτερο πεσιμισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το «Εμείς» (1921) του Yevgeny Zamyatin, «Ο Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος» (1932) του Aldous Huxley, το «1984» (1949) του George Orwell και το «Φαρενάιτ 451» (1953) του Ray Bradbury. 

Οι τέσσερεις αυτές δυστοπίες, οι οποίες είναι και οι πιο γνωστές σήμερα, επικεντρώνονται στις πολιτικές ανησυχίες γύρω από τον ολοκληρωτισμό και τα ίδια τα υποκείμενα, ενώ δευτερευόντως εστιάζουν στις επιδράσεις της τεχνολογίας και την κλιματική κατάρρευση.

Από την άλλη πλευρά, δυστοπίες με περισσότερες κλιματικές ανησυχίες έχουμε τις επόμενες δεκαετίες, όπως είναι οι ταινίες «Soylent Green» (1973) και «Mad Max» (1979). Οι υπολογιστές, το διαδίκτυο και η ιδέα της τεχνητής νοημοσύνης είχαν φροντίσει από νωρίς να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό δυστοπικό υποείδος το cyberpunk, στο οποίο μπορούμε να βρούμε έργα όπως το «Westworld» (1973), το «Tron» (1982), το «Blade Runner» (1982), τo «Akira» (1982), το «Neuromancer» (1984), το «Terminator» (1984), το «Ghost in the Shell» (1989), το «Matrix» (1999) και πολλά άλλα.

Η αιώνια γοητεία του εφιάλτη

Σε όλες τις κοινωνίες καταγράφονται υπαρξιακές ανησυχίες, οι οποίες αποτυπώνονται στους μύθους, στους θρύλους, στα παραμύθια και στις θρησκευτικές αφηγήσεις. 

Αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τις ρίζες των δυστοπιών, τότε θα δούμε πως αυτές εκτείνονται αρκετά πιο πίσω και συνδέονται άμεσα με τον ίδιο τον θάνατο

Η πιο γνωστή δυστοπία στην ανθρώπινη ιστορία είναι το επέκεινα, δηλαδή η κατάσταση μετά από τον θάνατο. Όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί, στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τι συμβαίνει μετά τον θάνατο και να αρνηθούν ένα πιθανό τέλος, δημιούργησαν ουτοπικές και δυστοπικές αφηγήσεις, οι οποίες συνδέθηκαν με τα νομικά και ηθικά συστήματα και παρέτρεπαν τα μέλη των κοινωνιών τους να ζουν με έναν υποδεδειγμένο τρόπο. 

Ας σκεφτούμε για παράδειγμα τον Παράδεισο και την Κόλαση, τα Ηλύσια Πεδία και τον Άδη / Κάτω Κόσμο, τη μετενσάρκωση, το Κάρμα και τη Βαλχάλα. Όλες αυτές είναι θρησκευτικές αφηγήσεις που υπόσχονταν έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο απολαύσεις ή ένα αιώνιο φρικτό μαρτύριο και εμπλουτίζονταν με διάφορα στοιχεία ή γνώριζαν πλήθος παραλλαγών.

A drawing of a funnel

Description automatically generated
Sandro Botticelli – La Carte del Enferno

Από αυτά καταλαβαίνουμε πως οι δυστοπίες δεν είναι απλά ένα μυθοπλαστικό είδος που εξελίχθηκε πάνω στις σύγχρονες διακινδυνεύσεις, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο. Στην πράξη, οι δυστοπίες αντανακλούν τους ατομικούς και συλλογικούς φόβους, ώστε να τους καταστήσουν πιο εύκολα διαχειρίσιμους, όπως ακριβώς κάνουν και οι θεωρίες συνωμοσίας

Ταυτόχρονα, όμως, τους μεγεθύνουν σε σημείο ώστε ο εφιάλτης να είναι πιο ξεκάθαρος και φρικτός από ποτέ.

Αναζητώντας τις συνέπειες

Ο Michel Foucault στο εξαιρετικά επιδραστικό έργο του «Επιτήρηση και Τιμωρία» είχε παρατηρήσει πως το δημόσιο βλέμμα μαγνητίζεται από το βασανιστήριο και τη δημόσια φρίκη, ενώ παράλληλα αναζητά έναν τρόπο συμμετοχής σε αυτό. 

Η συλλογική βία πάντα επιζητά τον αποτροπιασμό απέναντι σε ένα σώμα που επαναστατεί ή δεν συμμορφώνεται με τους εκάστοτε νόμους, όπως ακριβώς οι δυστοπίες, οι οποίες παρουσιάζουν το πιο φρικιαστικό, σκοτεινό και άδοξο μέλλον που μπορεί να έχει η ανθρωπότητα συνολικά. 

Και οι δύο περιπτώσεις, όσο και αν φαίνεται πως έχουν διαφορές μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δράσης, τη στιγμή που οι κοινωνικές και πολιτισμικές συμβάσεις περιστέλλονται και επικρατεί η βία. 

Ο λόγος που ο εκάστοτε δυστοπικός κόσμος έχει οδηγηθεί στην καταστροφή ή στην υπαρξιακή αβεβαιότητα πάντα οφείλεται σε μία απειλή στην οποία ένας πολιτισμός δεν έδωσε έγκαιρα λύση. Άρα, η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος ξεπέρασε κάποια όρια γνώσης

Για παράδειγμα, αυτά μπορεί να είναι γεωγραφικά και να εισήγαγε ένα εξωτικό μικρόβιο, κοσμικά και να ήρθε σε επαφή με έναν εξωγήινο πολιτισμό, τεχνολογικά όπως οι γενετικές παρεμβάσεις, η αποτυχημένη σύζευξη σάρκας – μηχανής και η δημιουργία μίας τεχνητής νοημοσύνης που υπερβαίνει τον ίδιο τον άνθρωπο και πολλά άλλα. 

Από την άλλη πλευρά, όμως, σε δυστοπίες ενδέχεται να οδηγηθούμε και όταν χάνουμε το μέτρο ή αδιαφορούμε για τις συνέπειες. Για παράδειγμα, η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, η κατασπατάληση των πόρων δίχως κάποιο μακροχρόνιο σχεδιασμό για βιωσιμότητα και η αδιαφορία για την πολιτική και τις συνταγματικές ελευθερίες. Όλες αυτές οι μορφές είναι ουσιαστικά η απογοήτευση η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με την αμφισβήτηση των πράξεών μας ή του συστήματος στο οποίο ζούμε.

Η προσδοκία δεν είναι να αποδοθεί μονάχα η δικαιοσύνη απέναντι στην παρέκκλιση, αλλά όλοι να βιώσουν σε έναν βαθμό τις συνέπειες ακόμα και μέσα από τη συμμετοχή. Εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως παρά την εξέλιξη των ποινικών συστημάτων, η δημόσια σφαίρα συχνά οδηγείται στη δημόσια κατακραυγή υπό τη μορφή ενός ψηφιακού λιντσαρίσματος μέσω των μηχανισμών του cancel culture, το οποίο είναι μία μεγεθυμένη απογοήτευση.

Αυτό που βρίσκουμε γοητευτικό λοιπόν και γι’ αυτό επιζητάμε ακόμα περισσότερο τις δυστοπικές μυθοπλασίες είναι η υπενθύμιση πως έχουμε όρια και είναι αναγκαίο αυτά να γίνονται κατανοητά. Από τη στιγμή που δεν ξέρουμε τι υπάρχει πέραν αυτών, αναζητούμε μία φαντασίωση, ώστε να αποδεχτούμε πως ακόμα και αν ο πολιτισμός τελειώσει άδοξα, με κάποιο τρόπο ένα θραύσμα του θα επιβιώσει, όπως η ψυχή μετά τον θάνατο για τις θρησκείες.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
2
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα