To να μπορέσεις να διδάσκεις σε ένα δημόσιο σχολείο είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι θα έπρεπε.
Για το 2023, η βάση εισαγωγής για το Τμήμα Φιλολογίας Αθήνας (ΕΚΠΑ) ήταν λίγο πάνω από 13.000 μόρια. Λίγο πιο κάτω θα βρει κανείς και το Ιστορικό Αρχαιολογικό της Αθήνας και λίγο υψηλότερα τα αντίστοιχα τμήματα του ΑΠΘ. Στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, η βάση εισαγωγής ήταν στα 10.411 μόρια, ενώ στην Κομοτηνή στα 9.500 μόρια. Κάτι πάει σίγουρα πολύ στραβά.
Αυτή η κατάρρευση των βάσεων σχολών που άλλοτε κινούνταν στον αστερισμό των 18.000 μορίων δεν είναι φυσικά καινούργιο φαινόμενο για τις φιλολογικές σχολές. Αντιθέτως, παρατηρείται εδώ και αρκετά χρόνια ως τάση. Προκύπτει δε για έναν πολύ απλό λόγο. Για κάποιον λόγο, κανείς και καμία απολύτως δεν επιθυμεί να μπει σε μία δύσκολη αν μη τι άλλο σχολή, προκειμένου να βγει από αυτή με ένα σχεδόν υπαρξιακό άγχος για το τι θα κάνει στη ζωή του.
Πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να σου λέει ότι, βγαίνοντας από τη Φιλολογία, το Ιστορικό-Αρχαιολογικό και, για να μην κοροϊδευόμαστε, από το Φυσικό ή το Μαθηματικό, θα βρεις δουλειά. Για την ακρίβεια, σου λέει το ακριβώς αντίθετο. Ο πιο σκληρός ανταγωνισμός για έναν απόφοιτο μίας από τις «καθηγητικής σχολές» δεν έρχεται ούτε στις Πανελλήνιες ούτε στη σχολή. Έρχεται αμέσως αφού πάρει το πτυχίο.
Το δράμα εύρεσης εργασίας
Οι προσλήψεις στο δημόσιο είναι ελάχιστες, ενώ είχαν παγώσει πλήρως για μία ολόκληρη δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι οι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών μπαίνουν σε ένα ακραίο και εξουθενωτικό κυνήγι μοριοδότησης. Μεταπτυχιακά, σεμινάρια, ξένες γλώσσες, προϋπηρεσίες σε ξερόνησα, διδακτορικά και μετά κι άλλα μεταπτυχιακά, κι άλλες γλώσσες και άλλα σεμινάρια. Όλα αυτά μήπως ανέβουν λίγες θέσεις στις λίστες προσλήψεων του ΑΣΕΠ.
Αν δει κανείς το πλήθος των τυπικών προσόντων που χρειάζεται κάποιος να έχει, προκειμένου να πάρει μία θέση εκπαιδευτικού σε δημόσιο σχολείο, θα θεωρήσει ότι οι χιλιάδες άνθρωποι διαγωνίζονται για μία υψηλόβαθμη και πολύ καλοπληρωμένη θέση στελέχους σε εταιρεία.
Στην πραγματικότητα όμως μπορεί να περιμένεις χρόνια ολόκληρα, να έχεις κοπιάσει και να διαβάζεις μέχρι τα 40 σου, για να προσληφθείς τελικά σε μία δουλειά με μισθό με τον οποίο, στο καλό σενάριο, οριακά θα καταφέρνεις να πληρώσεις τα έξοδα της καθημερινότητάς σου. Χωρίς δώρα και σε πολλές περιπτώσεις, αυτές των αναπληρωτών, με απλήρωτο το καλοκαίρι και με νέο άγχος αν θα σε ξαναπάρουν τον χειμώνα.
Όλο το παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα οι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών να στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα ή τα ιδιαίτερα μαθήματα. Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει για ακόμα μία φορά να στριμωχτείς ανάμεσα σε δεκάδες άλλους προκειμένου να πάρεις τμήματα τα οποία πληρώνονται με 5 και 6 ευρώ την ώρα.
Πολλοί, ειδικά φιλόλογοι, θα σου αφηγηθούν ιστορίες για το πώς έχουν αντιμετωπίσει ιδιοκτήτες φροντιστηρίων που γελώντας τους δείχνουν έναν ολόκληρο πάκο με βιογραφικά άλλων φιλολόγων. Θα αφηγηθούν επίσης ότι είναι σχεδόν απαραίτητο για να προσληφθείς να έχεις ολόκληρα βιβλιαράκια με δικές σου σημειώσεις σε κάθε μάθημα.
Ξαναλέμε, όλα αυτά για 6 ευρώ την ώρα.
Αν πάλι θες να πληρωθείς λίγο καλύτερα, στρέφεσαι στα ιδιαίτερα. Εκεί μπορείς να βγάζεις λίγο πιο ξεκούραστα γύρω στα 10 με 15 ευρώ την ώρα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τα λεφτά είναι μαύρα και άραχνα και επομένως δεν έχεις ούτε ασφάλιση αλλά ούτε την παραμικρή δικλείδα ασφαλείας ότι στο τέλος θα πάρεις τα δεδουλευμένα σου. Αν μπλέξεις με απατεώνα, δεν θα βρεις ποτέ το δίκιο σου.
Ταυτόχρονα, βέβαια, πρέπει να μπαίνεις στα σπίτια ανθρώπων που δεν γνωρίζεις. Θυμάμαι ακόμα πόσο εξαντλητικό είναι να αλλάζεις διαρκώς περιβάλλοντα σε απογεύματα που μπορεί να κάνεις τρία, τέσσερα ακόμα και πέντε διαφορετικά μαθήματα σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, για το καθένα εκ των οποίων πρέπει να έχει προηγηθεί άλλη τόση ώρα προετοιμασίας. Μαζί φυσικά με διορθώσεις και ασκήσεις.
Κάνοντας δουλειές άσχετες με τις σπουδές σου
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι τελικά να παίρνεις τους κόπους ετών, να τους βάζεις στο συρτάρι δίπλα σου και τελικά να ακολουθείς μία τελείως διαφορετική καριέρα. Μερικά από τα επαγγέλματα που έχω ακούσει να κάνουν πρώην συμφοιτητές είναι: δημοσιογράφος, στέλεχος επιχειρήσεων, ψυχολόγος, marketing, πολιτιστική διαχείριση, σομελιέ, ιδιοκτήτης καφετέριας και πολλά ακόμα.
Πολλοί από αυτούς χαίρονται που πρόλαβαν να αλλάξουν καριέρα γιατί τελικά η διδασκαλία δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά ταυτόχρονα πήραν τις θεωρητικές βάσεις μίας πολύ ενδιαφέρουσας επιστήμης. Άλλωστε, δεν σπουδάζουμε μόνο για να βρούμε δουλειά. Για άλλους και άλλες όμως το να μπουν στην τάξη είναι ένα όνειρο το οποίο κάθε χρόνος που περνάει γίνεται όλο και πιο δύσκολα επιτεύξιμο.
Ακόμα και όταν επιτέλους τα καταφέρνουν, οι εκπαιδευτικοί μπαίνουν εξαντλημένοι και με σκορπισμένα τα όνειρα να διδάξουν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πάσχει από όπου και αν το δεις και σίγουρα χρειάζεται όλο και περισσότερους διψασμένους ανθρώπους για να το πάνε ένα βήμα παρακάτω.
Το συμπέρασμα σε όλα αυτά είναι πως, κατά τη γνώμη μου, το να διδάσκεις σε τάξη την επόμενη γενιά δεν θα έπρεπε να είναι κάτι τόσο δύσκολο για αυτούς που πραγματικά θέλουν να το κάνουν.