ψυχοθεραπεία

Κάποια στιγμή έρχονται οι αμφιβολίες, οι συγκρίσεις, οι διερωτήσεις. Έχω απευθυνθεί στον κατάλληλο άνθρωπο; Πως γνωρίζουμε ποιος είναι ο σωστός ψυχοθεραπευτής για την περίπτωση μας; 

Τι είδους θεραπεία χρειάζομαι και σε ποιον να απευθυνθώ; Το ερώτημα απασχολεί πλέον, φωναχτά, ολοένα και περισσότερους  ανθρώπους, τόσο της γενιάς των millennials όσο και της γενιάς Ζ, αφότου η μεταπανδημική περίοδος μας απάλλαξε από το «στίγμα  της ψυχοθεραπείας». 

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια οι περισσότεροι δεν μοιράζονταν στις παρέες τους αυτή την «πληροφορία ταμπού», δηλαδή το εάν έχουν απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Πλέον  το συζητούν ανοιχτά,  ανταλλάσσουν απόψεις και η συζήτηση δεν ξεκινά απλά με το ερώτημα  «αν κάνεις και εσύ ψυχοθεραπεία» αλλά με το «τι είδους ψυχοθεραπεία κάνεις και με ποιον»

Έπειτα, έρχονται οι αμφιβολίες, οι συγκρίσεις, οι διερωτήσεις. Έχω επιλέξει το σωστό είδος ψυχοθεραπείας; Ή μήπως ήταν λάθος; Έχω απευθυνθεί στον κατάλληλο άνθρωπο; Και πως γνωρίζουμε ποιος είναι ο σωστός ψυχοθεραπευτής για την περίπτωση μας; 

Ας δούμε τις διαφορές ανάμεσα σε έναν ψυχαναλυτή, ένα γνωσιακό/συμπεριφορικό θεραπευτή, έναν συστημικό θεραπευτή, έναν σύμβουλο ψυχικής υγείας και έναν life coach. 

Φωτογραφία: cottonbro studio

Ας ξεκινήσουμε από τον τελευταίο, ο οποίος στον κόσμο της ευτυχιοκρατίας  –όρος δανεικός από τους Edgar Cabanas / Eva Illouz– είναι της μόδας, καθώς  έχουμε την τάση να προτιμάμε τις εύκολες και γρήγορες λύσεις. Μόνο που οι life coaches δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν τα τραύματά μας. 

Κάνουν «εμβολιασμούς αυτοπεποίθησης, δίνουν  ώθηση στο άτομο και τονώνουν το εγώ του.  Κουκουλώνουν δηλαδή τις αντινομίες της επιθυμίας μας και τις καθηλώσεις που μας ταλανίζουν ως ενήλικες με εμψυχωτικές κοινοτοπίες. Αν μας αρκεί να «ποστάρουμε» την επιβεβλημένη ευτυχία μας στα social media, τότε ναι οι «προπονητές ζωής» μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτό που ψάχνουμε.

Αν πάλι όμως μας ενδιαφέρει να μας εκπλήξει ο ίδιος μας ο εαυτός μέσα από την αποκάλυψη ασυνείδητων κινήτρων και δυναμικών, εάν θέλουμε να αναδυθεί η επιθυμία μας και όχι απλά να προσαρμοστούμε στα δεδομένα της κοινωνίας, αν αντέχουμε να δούμε τη θέση που έχει λάβει στη ζωή μας το τραύμα και να ζήσουμε πέρα από τους περιορισμούς που θέτει ένα τραυματικό παρελθόν, εάν θέλουμε να αναδυθούν οι ασυνείδητοι μηχανισμοί που σαμποτάρουν τη ζωή μας, έτσι ώστε να μην είμαστε έρμαιο της επαναληπτικότητας των συμπτωμάτων που έχουν τις ρίζες τους στην παιδική μας ηλικία, τότε η ψυχανάλυση είναι ο δρόμος.

Στην ψυχοδυναμική θεραπεία, ο ψυχαναλυτής εστιάζει στους ελεύθερους συνειρμούς, στις ασυνείδητες αντιστάσεις, στις ψυχικές συγκρούσεις με στόχο να συμφιλιωθούμε ή να απαλλαγούμε από συμπτώματα που μας κάνουν να υποφέρουμε.

Αν πάλι προτιμάμε να θέσουμε και να πετύχουμε άμεσους στόχους σε  συνάρτηση με κάποια δυσκολία που βιώνουμε, εάν προσανατολιζόμαστε στο να βρούμε μια άμεση λύση για μια αγχώδη διαταραχή μας, ένας συμπεριφορικός γνωσιακός θεραπευτής θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τη σχέση ανάμεσα στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις συμπεριφορές.  Για τη συμπεριφορική/γνωσιακή θεραπεία ο τρόπος που σκεφτόμαστε –δηλαδή οι γνωσιακές μας ικανότητες– ευθύνεται για αυτά που νιώθουμε –συναισθήματα– και για αυτά που κάνουμε, δηλαδή τις συμπεριφορές. 

Εάν ανήκουμε σε εκείνους που έχουν αναπτύξει αμυντικές διαδικασίες απομόνωσης και απόσυρσης και στοχεύουν να αναπτύξουν την διαπροσωπική επικοινωνία, η ομαδική θεραπεία θα μας εξοικειώσει με τον κοινωνικό εαυτό μας. Για παράδειγμα στη δραματοθεραπεία, οι θεραπευόμενοι υποδύονται  διάφορους χαρακτήρες και έρχονται  έτσι σε επαφή με άγνωστες πτυχές του εαυτού τους, σε αλληλεπίδραση με την ομάδα τους.

Η συστημική θεραπεία –γνωστή ως οικογενειακή– είναι κατάλληλη για την περίπτωσή μας, αν έχουμε την ανάγκη να κατανοήσουμε και να δουλέψουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται το πρόβλημα. Στη συστημική θεραπεία, τόσο η οικογένεια όσο και το σχολικό ή το επαγγελματικό περιβάλλον αντιμετωπίζονται ως συστήματα που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. 

Όποια θεραπεία κι αν επιλέξουμε το σημαντικό είναι να μην αναλωθούμε σε αναμάσημα πληροφοριών και φιλική συζήτηση. Ο κλινικός ψυχολόγος μας συντροφεύει ψυχοθεραπευτικά μέσα από μια θεραπεία λόγου και μια σχέση που εγκαθιδρύεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, η οποία λειτουργεί θεραπευτικά σε αντίθεση με τους συμβούλους ψυχικής υγείας που λειτουργούν κυρίως υποστηρικτικά. Να διευκρινίσουμε ωστόσο πως μόνο ο ψυχίατρος μπορεί να συνταγογραφήσει φάρμακα. 

Το στοίχημα –όποιο ψυχοθεραπευτικό ρεύμα κι αν ακολουθήσουμε– είναι να μην εγκλωβιστούμε στην ψυχολογία της νόρμας, που παρέχει κανονικοποιημένες λύσεις και δεν λαμβάνει υπόψη την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. 

Το θετικό είναι πως ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι παραδέχονται πως «κάτι κλωτσάει» μέσα τους και αποφασίζουν την εκκίνηση μιας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Αναγνωρίζουν δηλαδή την ύπαρξη του ψυχισμού τους και του ασυνειδήτου τους. Και αυτό είναι ήδη σπουδαίο. 

Η πρόκληση για όλους μας είναι να μην αρκεστούμε σε «χάπια ευτυχίας». Για να  έχουμε δικαίωμα να είμαστε όλες οι αποχρώσεις μας, να ανακουφιστούμε από όσα μας βασανίζουν, να φωτίσουμε τα «τυφλά μας σημεία» και να αποκτήσουμε μεγαλύτερη συμμετοχή στη διαμόρφωση της ιστορίας μας. Και τότε σίγουρα καμία ψυχοθεραπεία δεν θα είναι λάθος.  

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
1
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα