Μη μου τη σύγχρονη τέχνη τάραττε!
«Πύρινα» βέλη εκτόξευσε η βαθύτατα συντηρητική παράταξη, AfD (Die Alternative für Deutschland), της Γερμανίας στο Bauhaus, κάνοντας λόγο για μια τέχνη «που πραγματικά δεν ενδιαφέρει κανέναν». Η ιστορία, ωστόσο, έχει αποδείξει περίτρανα την καταλυτική συμβολή της περίφημης σχολής, αναδιαμορφώνοντας την πορεία της σύγχρονης τέχνης σε όλες της τις εκφάνσεις. Ως γνωστόν, οι Ναζί είχαν σπεύσει να αναστείλουν διά παντός τη λειτουργία του Bauhaus το 1933, κατευθείαν μετά την εκλογή τους, λόγω του ότι η πολυπολιτισμικότητα και ο προοδευτισμός αποτελούσαν αναπόσπαστα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του. Μόνο που η επίδραση της σχολής ήταν τόσο ισχυρή, ώστε μετουσιώθηκε σε φιλοσοφία, σε μοτίβα και σε πηγή έμπνευσης.
Οι ανησυχητικές τοποθετήσεις
Καθώς το κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ σχεδιάζει τον εορτασμό των 100 χρόνων από τη μετακίνηση και επανίδρυση του Bauhaus στην περιοχή, το 1925 (πρώτη λειτουργία στη Βαϊμάρη, το 1919), η ακροδεξιά AfD εξέφρασε τις αντιρρήσεις της, επικαλούμενη πως αναιρεί τις παραδόσεις. Η εν λόγω πρόταση απορρίφθηκε σαφώς από τις αρμόδιες αρχές, αλλά συνοδεύτηκε από έναν γενικότερο προβληματισμό ως προς τις κοινές πεποιθήσεις μεταξύ του συντηρητικού κόμματος και της ναζιστικής ιδεολογίας.
Ειδικότερα, ο Hans-Thomas Tillschneider, εκπρόσωπος πολιτισμού του κόμματος, έχει αναφερθεί, μεταξύ άλλων σε «μόλυνση της γερμανικής παράδοσης», «λανθασμένο μονοπάτι νεωτερικότητας», «ιστορικές αρχιτεκτονικές αμαρτίες», «αμφισβητούμενες αξίες», «ιδεολογικοποίηση της τέχνης και της αρχιτεκτονικής».
Συνολικά, όλες οι προαναφερθείσες προσεγγίσεις εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά για την άνοδο τέτοιων πολιτικών αντιλήψεων σε παγκόσμια κλίμακα. Υπενθυμίζεται, ότι το AfD, είναι το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που εξελέγη στη Γερμανία μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια επισκόπηση στη σπουδαιότητα του Bauhaus και στη διαμάχη με τη σβάστικα
Η πρώτη σχολή Bauhaus της Βαϊμάρης ιδρύθηκε το 1919 από τον αρχιτέκτονα, Walter Gropius, με το όνομά της να προέρχεται από την αντιστροφή της γερμανικής λέξης «Hausbau (μτφ. Οικοδόμηση)». Σκοπός ήταν η δημιουργία μιας ενιαίας σχολής αρχιτεκτονικής και καλών τεχνών, με γνώμονα το ανοιχτό πνεύμα απέναντι στις προκλήσεις της εποχής. Ο Gropius οραματιζόταν τη δόμηση ενός νέου τύπου κτιρίου με φουτουριστικές τάσεις, όπου θα συνδυάζονταν η αρχιτεκτονική, η γλυπτική και η ζωγραφική σε μία αδιάσπαστη μορφή. Ορισμένοι από τους καλλιτέχνες που δίδαξαν στη σχολή εκείνη την περίοδο ήταν οι εξής: Johannes Itten, Paul Klee, Wassily Kandinsky.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της λειτουργίας της, η σχολή της Βαϊμάρης βρέθηκε στο στόχαστρο των συντηρητικών δυνάμεων, παρότι ο Gropius είχε υπογραμμίσει ότι προσδοκούσε τη διαμόρφωση μιας απολιτικής σχολής, όπου θα καλλιεργούνταν μορφές τέχνης και οι πολιτικοκοινωνικές πεποιθήσεις θα συνιστούσαν καθαρά ατομική υπόθεση. Πάρα ταύτα, το 1924 και η επικείμενη άνοδος του συντηρητισμού, σήμαναν την αναστολή της σχολής. Το 1925, το Bauhaus μεταφέρθηκε στο Dessau (κρατίδιο Σαξονίας-Άνχαλτ), όπου οι προοδευτικές αντιλήψεις έβρισκαν ευκολότερα πρόσφορο έδαφος. Μετά την παραίτηση του Gropius, το 1928, καθήκοντα διευθυντή ανέλαβε ο αρχιτέκτονας, Hannes Meyer, υπό την ηγεσία του οποίου ήρθαν τα πρώτα κέρδη στη σχολή, το 1929.
Αρχιτεκτονική του Bauhaus, Claudio Divizia/Shutterstock
Ο Meyer, επηρεασμένος από τον μαρξισμό, προσανατόλισε τη σχολή στη μαζική παραγωγή ώστε να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες, προωθώντας παράλληλα την εγγραφή μαθητών χωρίς καλλιτεχνική κλίση. Η θητεία του, όμως, έμελλε να είναι σύντομη, αφού απολύθηκε το 1930 από τον δήμαρχο της περιοχής, λόγω του ότι θεωρήθηκε πως συνέβαλε στη «διασπορά επικίνδυνων αντιλήψεων». Τρίτος και τελευταίος διευθυντής του Bauhaus υπήρξε ο Ludwig Mies van der Rohe, ο οποίος, με τη σειρά του, περιόρισε την πολιτική δράση στη σχολή, έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην καλλιτεχνική εκπαίδευση και διέκοψε την παραγωγή εμπορικών προϊόντων –προκαλώντας αντιδράσεις.
Από το 1931, το ναζιστικό κόμμα είχε καταφέρει να παρεισφρήσει σε πολλούς τομείς, ασκώντας αξιοσημείωτη επιρροή. Το 1932, έκλεισε και η σχολή του Dessau, για να μεταφερθεί το Bauhaus πια στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία του διευθυντή. Κατάφερε να λειτουργήσει μέχρι το καλοκαίρι του 1933 ως «Ανεξάρτητο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ινστιτούτο», ενώ η άνοδος των Ναζί στην εξουσία είχε ως συνέπεια να σφραγιστεί διά παντός. Αν μη τι άλλο, το ναζιστικό κόμμα είχε εκφράσει επί σειρά ετών την εναντίωσή του στη σχολή, δεδομένου ότι αποτελούσε κόμβο συνάντησης ριζοσπαστικών και προοδευτικών πεποιθήσεων, όπου γίνονταν δεκτά όλα τα άτομα, δίχως διακρίσεις.
Στη σημερινή εποχή, το Bauhaus αποτελεί σύμβολο του μοντερνισμού, με μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του λειτουργισμού (functionalism). Συγχρόνως, συνιστά θεμέλιο λίθο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, ενώ άφησε αναλλοίωτο το στίγμα του στο σχεδιασμό επίπλων και ενδυμάτων, μέσα από πολύ συγκεκριμένα μοτίβα και φόρμες. Ως προς τη φιλοσοφία του Bauhaus, όπως εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια, αντιπροσωπευτικά στοιχεία είναι τα γεωμετρικά σχήματα, χωρίς περίτεχνες προσθήκες, ο μινιμαλισμός, η απλότητα και η λειτουργικότητα. Αντιπροσωπευτικά είναι και τα έργα του Wassily Kandinsky, τα οποία περιλαμβάνουν έντονα χρώματα και ετερόκλητα σχήματα, που όμως συνθέτουν ένα απόλυτα αρμονικό αποτέλεσμα.
Έργο του Wassily Kandinsky, Rawpixel.com/Shutterstock
Τα ενδεχόμενα σημεία αναφοράς
Δεδομένης της σημαντικότητας του Bauhaus και έχοντας επίγνωση των ιστορικών γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλές φωνές διεθνώς κάνουν λόγο για «πολιτισμικό πόλεμο» στο Bauhaus, μέσα από συνεχείς αμφισβητήσεις και στρεβλώσεις της ακροδεξιάς. Εξάλλου, οι εθνικιστικές παρατάξεις δεν διακρίνονται αποκλειστικά από τις θέσεις τους στη μονοπολιτισμικότητα και στη «δαιμονοποίηση» των μεταναστών, αλλά και από τις προσπάθειες εξαΰλωσης κινημάτων της τέχνης που, διαχρονικά, διαπνεόνται από αντίθετα χαρακτηριστικά.