Πώς ξεκίνησε ο όρος GirlBoss
Όταν η Sophia Amoruso, ιδρύτρια της ιστοσελίδας γρήγορης μόδας, «Nasty Gal» θα χρησιμοποιούσε τον όρο GirlBoss στην αυτοβιογραφία της, η οποία έγινε μπεστ σέλερ, δε θα περίμενε ότι ο κόσμος θα τον αγκαλιάσει τόσο πολύ και ότι πολλές νέες γυναίκες θα έβρισκαν σε αυτόν την έμπνευση που έψαχναν για να κυνηγήσουν τα επαγγελματικά τους όνειρα και τις φιλοδοξίες. Η θεωρία του «GirlΒoss» χρησιμοποιήθηκε ευρέως για να περιγράψει μία εργαζόμενη γυναίκα του 21ου αιώνα, «η επιτυχία της οποίας ορίζεται σε αντίθεση με τον ανδρικό επιχειρηματικό κόσμο στον οποίο πηγαίνει κόντρα».
Συνθήματα όπως: «Δε δουλεύω για άλλους, οι άλλοι δουλεύουν για μένα» ή «Ζήσε με τόλμη, πίεσε τον εαυτό σου, μη συμβιβάζεσαι», ήταν στο starter pack ενός σωστού GirlBoss και είχαν σκοπό να ενθαρρύνουν τις νέες γυναίκες να πετύχουν στην επαγγελματική τους ζωή και όχι μόνο.
Κάποτε, έβρισκα γοητεία σε αυτά τα συνθήματα, και ίσως κάποτε να τα είχα γράψει σε κάποιο τετράδιο προσπαθώντας να διευρύνω τα όνειρα και την αυτοπεποίθησή μου. Σήμερα, ξαναδιαβάζοντάς τα δεν τα βρίσκω εξίσου ενδυναμωτικά, βρίσκω ότι έχουν μια μεγάλη δόση τοξικότητας.
H πτώση της αυτοκρατορίας του GirlBoss
Γυρνώντας πίσω στην Amoruso, η οποία κατάφερε από το τίποτα να φτιάξει τη δική της αυτοκρατορία, μέσω του βιβλίου της κατόρθωσε να γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής, κέρδισε τεράστιο κοινό και ο όρος που χρησιμοποίησε γνώρισε μεγάλη αναγνώριση τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Η φούσκα, όμως, άρχισε να ξεφουσκώνει γρήγορα, μιας και η Nasty Gal υπέβαλε αίτηση πτώχευσης το 2016 και εξαγοράστηκε από την Βρετανική BooHoo Group, επικαλούμενη «τοξική» κουλτούρα στο χώρο εργασίας και ζητήματα ηγεσίας. Σύμφωνα με μήνυση που κατατέθηκε την προηγούμενη χρονιά, η εταιρεία απέλυσε 4 εργαζόμενες επειδή ήταν έγκυες. Το «GirlΒoss» τελικά δεν ήταν το Boss που πολλοί περίμεναν.
Όμως η Amoruso δεν ήταν η μόνη που διέψευσε αυτό που υποστήριζε. Σε άρθρο του Vox αναφέρεται επίσης η περίπτωση της Rachel Hollis, μιας πολύ πλούσιας και αυτοδημιούργητης γκουρού αυτοβοήθειας, που ενσάρκωνε ένα αυθεντικό «GirlΒoss», υποστήριζε πως: «Αν η ζωή που κάνω είναι προσιτή για τους περισσότερους ανθρώπους, τότε κάτι κάνω λάθος», υπονοώντας ότι πρέπει να θυσιάσεις οτιδήποτε φυσιολογικό αν θέλεις να είσαι επιτυχημένη.
Αργότερα, άνθρωποι που εργάζονταν για αυτήν θα κατήγγειλαν πως ήταν μια ακόμα λευκή γυναίκα που επέλεξε την ενδυνάμωση και τον φεμινισμό για το κέρδος, χωρίς την πρόθεση να φέρει καμία αλλαγή.
Καθώς όλο και περισσότερες ιστορίες παρόμοιες με της Amoruso και της Hollis εμφανίζονταν, η προσφώνηση «GirlΒoss» έφτασε τα τελευταία χρόνια να αποτελεί ως και προσβολή που περιγράφει το κυνήγι της καπιταλιστικής επιτυχίας, θυσιάζοντας τις φεμινιστικές αρχές και πουλώντας το παραμύθι της γυναικείας ενδυνάμωσης.
Στο TikTok και στο Twitter, το «GirlΒoss» φιγουράρει πλέον μαζί με τις λέξεις «gaslight» και «gatekeep» και η τριπλέτα συνολικά χρησιμοποιείται για να ειρωνευτεί ένα είδος τοξικού, συνήθως λευκού φεμινισμού.
Αρκεί όμως η άνοδος και η πτώση της Amoruso και άλλων επιφανών γυναικών για την ματαίωση του #girlboss ή μήπως τελικά οι γυναίκες άρχισαν να νιώθουν ότι εξαπατήθηκαν;
Μαζί με την άνοδο αυτής της φιλοσοφίας δόθηκε μια άτυπη υπόσχεση ότι εάν οι καταναλωτές έκαναν αυτά τα κορίτσια επιτυχημένα, θα σήμαινε καλύτερες συνθήκες εργασίας για τις γυναίκες, και μαζί με αυτό, ίσως και ενδυνάμωση για όλους. Τελικά, ο χρόνος έδειξε ότι αυτή η υπόσχεση ήταν πολύ δύσκολο να εκπληρωθεί.
Το «χάσμα αυτοπεποίθησης» και οι γυναίκες στο εργασιακό περιβάλλον
Η κουλτούρα της αυτοπεποίθησης (confidence culture), όπως εξηγούν οι Rosalind Gill και Shani Orgad στο βιβλίο τους με τον ομώνυμο τίτλο, υποστηρίζει ότι «οι γυναίκες υποφέρουν από ένα εσωτερικό «ελάττωμα», ότι υπάρχει δηλαδή ένα «χάσμα αυτοπεποίθησης (confidence gap)» σε σχέση με τους άντρες, που τις κρατάει πίσω στον κόσμο της εργασίας». Οι γυναίκες πολλές φορές νιώθουν ότι πρέπει να διορθώσουν αυτό το ελάττωμα.
Βιβλία όπως το Lean In της Sheryl Sandberg ή το GirlBoss της Sophia Amoruso, όμως, αντί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανισότητας σφαιρικά, ενθαρρύνουν τις γυναίκες να εσωτερικεύσουν το πρόβλημα σαν να αφορά αυτές προσωπικά.
Οι γυναίκες που οραματίζονται οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων πρέπει να κάνουν τα πάντα για να ταιριάξουν στην εταιρική πραγματικότητα—να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση, να προωθήσουν τη δουλειά τους περισσότερο, να διαπραγματευτούν πιο σκληρά και να πάρουν τον εαυτό τους πιο σοβαρά— έτσι όμως, καταλήγουμε να κατηγορούμε τις γυναίκες ότι αν δεν πετύχουν φταίνε αυτές που δεν έκαναν τα σωστά βήματα.
Με άλλα λόγια, ζητάμε από τις γυναίκες να εργαστούν σκληρά για να αλλάξουν τον εαυτό τους
Μια εκ θεμελίων αλλαγή για τις γυναίκες μέσα στην υπάρχουσα καπιταλιστική, πατριαρχική εταιρική πραγματικότητα, αντί να τις υποστηρίξουμε έτσι ώστε να μεταμορφώσουν αυτήν την πραγματικότητα. Θέτοντας την επιτυχία σε αυτό το πλαίσιο, η εξουσία και το χρήμα γίνονται τα μοναδικά μέτρα ισότητας και η άνοδος στην εξουσία μια ψεύτικη ενδυναμωτική φεμινιστική νίκη.
Για να μην παρεξηγηθώ, η ιδέα ότι οι γυναίκες πρέπει να μη βάζουν φρένο στα όνειρά τους, ότι πρέπει να πιστεύουν στον εαυτό τους και τις ιδέες τους και ότι με σκληρή δουλειά μπορεί να γίνουν CEO δεν είναι λάθος.
Από την άλλη, η πεποίθηση ότι όλα είναι στα χέρια των γυναικών, οδηγεί τις γυναίκες να πιστεύουν ότι οποιαδήποτε αποτυχία, όπως ότι δεν πήραν την προαγωγή που κυνηγούσαν ή ότι δεν τις κάλεσαν για συνέντευξη είναι επειδή δεν χειρίστηκαν καλά την κατάσταση ή δεν δούλεψαν αρκετά. Τι γίνεται για τις περιπτώσεις που απλά δεν ήθελαν να τους δώσουν μια θέση στο τραπέζι; Τι γίνεται για τις περιπτώσεις που τα κάνανε όλα σωστά αλλά δεν ήταν αρκετό;
Ήταν τελικά το GirlBoss ένα ακόμη…boss;
Δεν είναι ότι ο κόσμος ήθελε το «GirlΒoss» να αποτύχει, μάλιστα πολλές από τις νέες γυναίκες όπως εγώ που μπαίναν στον επαγγελματικό στίβο την στιγμή που αυτή η φιλοσοφία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, είχαμε εναποθέσει πολλές από τις ελπίδες μας στην αλλαγή που αυτό θα έφερνε. Η αλήθεια είναι ότι συνέβη το αντίθετο, δεν απογοητεύσαμε εμείς το«GirlΒoss», το «GirlΒoss» μας απογοήτευσε.
Από την άλλη, μήπως όμως ήταν όμως καταδικασμένη αυτή η θεωρία να αποτύχει; Μήπως ο στόχος που θέσαμε στις γυναίκες ήταν ανυπέρβλητος; Περιμέναμε ίσως υπερβολικά από το«GirlΒoss»… Να φτιάξει τα πάντα, τα φέρει την ισότητα, να προωθήσει τη γυναικεία αντιπροσώπευση στις διευθυντικές θέσεις, να καταπολεμήσει το σεξισμό και τον ρατσισμό και τελικά, να δώσει περισσότερες ευκαιρίες στις γυναίκες, σε όλες τις γυναίκες.
Πετάξαμε αυτό το φιλόδοξο κορίτσι στην επαγγελματική αρένα και του ζητήσαμε όχι μόνο να κερδίσει, αλλά να συμπαρασύρει και εμάς μαζί του. Αλλά όταν αυτό κέρδισε και άφησε πίσω όλες τις υπόλοιπες, νιώσαμε προδομένες και απογοητευμένες.
Αυτό το νέο, φιλόδοξο κορίτσι κάθισε στο τραπέζι, όχι όμως σε μια θέση που θα μπορούσε να φέρει την αλλαγή αλλά μια παραδοσιακή καπιταλιστική θέση που υπερισχύει το κέρδος, ο ανταγωνισμός και η πατριαρχία.
Αντί για το «GirlΒoss» που οραματιζόμασταν έγινε απλά ένα ακόμα boss, ένα αφεντικό όπως όλα τα υπόλοιπα, έγινε μέρος του συστήματος αντί να προσπαθήσει να το αλλάξει όπως ελπίζαμε και έτσι φτάσαμε στην σκληρή συνειδητοποίηση ότι το «GirlΒoss» δεν ήταν αυτό που περιμέναμε.
Γιατί πιστέψαμε τόσο σε αυτό;
Γιατί όμως επενδύσαμε τόσο πολύ σε αυτήν την θεωρία; Μάλλον γιατί ως νέες γυναίκες είχαμε ανάγκη να πιστέψουμε σε κάτι, είχαμε ανάγκη από μια γυναίκα δυναμική, φιλόδοξη, έτοιμη να κατακτήσει τα πάντα ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο, μια γυναίκα που θα ανέβαζε τις άλλες και όλες μαζί θα ταρακουνούσαμε την εργασιακή πραγματικότητα.
Η φιλοσοφία του «GirlΒoss» μπορεί να φθίνει, αλλά οι γυναίκες συνεχίζουν να έχουν ανάγκη από ένα ιδανικό, ένα πρότυπο που θα μπορούν να αγκαλιάσουν και να ακολουθήσουν, μαθαίνοντας παράλληλα από τα λάθη του παρελθόντος.
Το «GirlΒoss» και η αδυναμία του να αποτελέσει λύση στην επαγγελματική ζωή των γυναικών μας έδειξε ότι αντί να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της εργασιακής πραγματικότητας ατομικά, ήρθε η ώρα να λειτουργήσουμε συλλογικά, να θεσπίσουμε εταιρικές πολιτικές που είναι προς όφελος του συνόλου και όχι απλά του εαυτού μας.