Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους έλληνες ποιητές έχουν υμνήσει το θαλασσινό στοιχείο, παρέμειναν όμως αποκλειστικά σε αυτό. Τη μυσταγωγία του γαλάζιου κατάφεραν να ακουμπήσουν αισθητά περισσότερο ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Καίσαρας Εμμανουήλ και ο εγκληματικά παραγνωρισμένος Αντώνης Σπηλιωτόπουλος. Γνωστότερος όλων, ωστόσο, ειδικά μετά τις μελοποιήσεις του ποιητικού του έργου από τον Θάνο Μικρούτσικο, είναι ο Νίκος Καββαδίας.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στη Ρωσία από γονείς Κεφαλονίτες. Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου και διακινούσε μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό. Μετά την έναρξη του A’ Παγκόσμιου Πολέμου, η οικογένεια επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Αργοστόλι, και ο πατέρας ξαναγύρισε στη Ρωσία όπου καταστρέφηκε οικονομικά και λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανή Επανάστασης, πιάστηκε αιχμάλωτος. Θα καταφέρει να γυρίσει στην Ελλάδα το 1921, εντελώς τσακισμένος οικονομικά και ψυχολογικά, χωρίς ποτέ να καταφέρει να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια μετακόμισε στον Πειραιά, όπου ο Νίκος ξεκίνησε το δημοτικό. Από μικρός ανακαλύπτει τη λογοτεχνία, διαβάζοντας περιπέτειες και ειδικά τον αγαπημένο του Ιούλιο Βερν. Στα δεκαοχτώ του, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας, ενώ εκδίδει μόνος του ένα σατιρικό φυλλάδιο όπου γράφει ποιήματα για τους συμμαθητές του.

Ο τρόπος με τον οποίο ξεκινάει να μπαίνει στον λογοτεχνικό χώρο θυμίζει πολύ τις περιπτώσεις του Σουρή και του Καρυωτάκη και φυσικά αναδεικνύει για ακόμα μια φορά την σημαντικότητα της διατήρησης των λογοτεχνικών περιοδικών ως πεδίο έκφρασης του νέου αίματος μέσα σε ένα ασφαλές και αναγνωρισμένο περιβάλλον.

Τελειώνοντας το σχολείο, έδωσε εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά το ίδιο διάστημα έχασε τον πατέρα του και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Το 1928, ήταν η χρονιά-ορόσημο για την προσωπική του ζωή. Με το ναυτικό φυλλάδιο στα χέρια, μπάρκαρε μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Αργύρη, στο φορτηγό Άγιος Νικόλας. Κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μαραμπού το 1933 και έλαβε θερμότατες, για την εποχή, κριτικές.

Έπαιξε σημαντικό ρόλο ότι το όνομά του ήταν ήδη γνωστό από τις δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έγινε μέλος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ και εντάχθηκε στη νεοσύστατη – αλλά καθόλα σημαντική – Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων. Παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, μετεφρασε και αρκετά κείμενα μεγάλων λογοτεχνών.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, μέχρι τον θάνατό του, το 1975, βρισκόταν κυρίως σε μπάρκο στη θέση του μαρκόνη, δηλαδή του ασυρματιστή.

Κυκλοφόρησε συνολικά τρεις ποιητικές συλλογές (Μαραμπού, Πούσι και Τραβέρσο) και τρία πεζά (Βάρδια, Λι και Του πολέμου/Στ’ άλογό μου – τα δύο τελευταία μετά τον θάνατό του). Ουσιαστικά, στο μέσο ελληνικό σπίτι μπήκε με την μελοποίηση των ποιημάτων του και την ερμηνεία τους από μεγάλες φωνές τις εποχής.

Η μελοποίηση των στίχων του Νίκου Καββαδία από τον Θάνο Μικρούτσικο ξεκίνησε τέλη της δεκαετίας του ‘70, μετά το θάνατο του ποιητή, με τον υπέροχο Σταυρό του Νότου και αποτελεί έργο ζωής για τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη και στοιχείο καθολικής αναγνώρισης του ποιητικού έργου του Καββαδία. Δώδεκα χρόνια μετά, το 1991, ακολούθησαν οι Γραμμές των Οριζόντων.

Η δύσκολη ναυτική γλώσσα του Καββαδία με τους πάμπολους ιδιωματισμούς και τους ναυτικούς όρους δίνει πρόσφορο έδαφος στις δυναμικές συνθέσεις του Μικρούτσικου και οι ανομοιοκατάληκτοι στίχοι αποκτούν επιτέλους την μουσικότητα που στερήθηκαν, υφολογικά και μόνο, στην πρώτη τους μορφή.

Το πραγματικά ενδιαφέρον με τον Καββαδία είναι ότι ακριβώς λόγω της ζωής του, που δεν την λες εύκολη ή συνηθισμένη, είχε έναν πάρα πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα λαξεμένο τόσο από την επαφή με το ανόμοιο και το ξένο, όσο και από το οικείο και χαμένο. Ήταν ένας άνδρας της εποχής του, αλλά ταυτόχρονα και πολύ πολύ μακριά από αυτή. Αν κάτι θα κρατήσω από όσα διαβάζω κατά καιρούς για εκείνον είναι τα γράμματα που του έστειλαν αναγνώστες του και μετέπειτα συνάδελφοι ναυτικοί ότι μπάρκαραν χάρη στα ποιήματά του.

Δεν νομίζω κανένας άλλος λογοτέχνης να έχει επηρεάσει σε τέτοια κλίμακα και με τέτοιο τρόπο τον ελληνικό μη αναγνωστικό κοινό.

Όλα τα ποιήματά του είναι κοσμήματα, έξαλλου δεν είναι και πάρα πολλά, αν όμως κάποια αξίζουν μια δεύτερη ανάγνωση είναι η αισθαντική “Θεσσαλονίκη” και ο υπέροχος “Λύχνος του Αλλαδίνου”. Απαρατήρητα δεν πρέπει να περάσουν ούτε τα τρία μικρά σε έκταση πεζά του τα οποία και αυτά με τη σειρά τους χαρακτηρίζονται από τη ναυτική ποιητικότητα και τον ιδιότυπο ανθρωπισμό του Κόλια. Δύο από αυτά έχουν μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία όμως. 

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν, 
μα πρύμα πλώρα μόνη εσύ πατάς στοχαστικά, 
κρατώντας στα χεράκια σου τον λύχνο του Αλλαδίνου.
(ο Λύχνος του Αλλαδίνου)
Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού


(Θεσσαλονίκη)

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα