Τι είναι ο ψηφιακός ολοκληρωτισμός και πώς συνδέεται με το bossware και την επιστροφή των εργαζομένων στο γραφείο;
Όλο και συχνότερα, εδώ και αρκετό καιρό, βλέπουμε τίτλους ειδήσεων που αναφέρουν πως μεγάλες εταιρείες κυρίως στις ΗΠΑ, όπως η Amazon και η Tesla, καλούν τους υπαλλήλους τους να επιστρέψουν στα γραφεία, εναλλακτικά θα έρθουν αντιμέτωποι με διάφορες κυρώσεις ή ακόμα και απόλυση.
Παρά το γεγονός πως τo υβριδικό μοντέλο (hybrid) και η τηλεργασία (remote working) είχαν τεράστια επιτυχία για πολλές από αυτές τις εταιρείες, διατηρώντας σε υψηλό βαθμό δείκτες όπως παραγωγικότητα, ανάπτυξη και κερδοφορία, τα «μεγάλα κεφάλια» δεν αποφάσισαν απλά επιστροφή στο προ-πανδημικό μοντέλο εργασίας, αλλά επένδυσαν σημαντικά στον έλεγχο των υπαλλήλων, κάνοντας ένα τολμηρό βήμα προς τον ψηφιακό ολοκληρωτισμό.
Μια παραδοξότητα
Τη δεδομένη στιγμή υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια στους εργαζόμενους, καθώς η τηλεργασία βελτίωσε σημαντικά όχι μόνο την παραγωγικότητα και τη δημιουργικότητά τους, αλλά παράλληλα την ποιότητα και το κόστος ζωής.
Οι κερδισμένες ώρες από τις μετακινήσεις διοχετεύτηκαν προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων, όσο και προς την κατεύθυνση του καλύτερο work-life balance.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η οικονομική βελτίωση, η οποία προήλθε από τη μείωση των συνολικών εξόδων, τόσο για τη μετακίνηση και τη διατροφή όσο και από τη διαβίωση σε απομακρυσμένες, αλλά οικονομικότερες περιοχές.
Τι είναι ο ψηφιακός ολοκληρωτισμός;
Πρόκειται για μία έννοια που χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια για να περιγράψει τη δημοκρατική διακινδύνευση λόγω των νέων τεχνολογιών, που εστιάζουν στην επιτήρηση των πολιτών.
Ο συγκεκριμένος τύπος ολοκληρωτισμού μπορεί να εντοπιστεί τόσο σε κρατικό επίπεδο, όπως στην Κίνα με το “Social Credit System“, το οποίο βάζει σε «μαύρες λίστες» τους πολίτες, όσο και σε επιχειρηματικό με εταιρείες που προβαίνουν σε εσωτερικές αναδιοργανώσεις, με στόχο να επιτηρούν ολοένα και περισσότερο το προσωπικό τους ή να εξορύξουν δεδομένα από τους πελάτες τους, μέσω υπηρεσιών και προϊόντων. Μία σημαντική δουλειά πάνω σε αυτή την έννοια έχει κάνει η ακαδημαϊκός Shoshana Zuboff, περιγράφοντας το φαινόμενο ως «κατασκοπευτικό καπιταλισμό» (surveillance capitalism). Ο ψηφιακός ολοκληρωτισμός, μπορεί να αναλυθεί και ως μορφή της «βιοπολιτικής» που εισήγαγε ο Michael Foucault.
Bossware και παραγωγικότητα
Εδώ και πολλά χρόνια, αρκετές εταιρείες έχουν ενσωματώσει στους εταιρικούς υπολογιστές bossware, δηλαδή λογισμικά που δίνουν τη δυνατότητα στους managers και τους εργοδότες να ελέγχουν αν όντως ένας υπάλληλος βρίσκεται στον υπολογιστή του και εργάζεται.
Για παράδειγμα, κάποια από αυτά καταγράφουν τον χρόνο που είναι ανοιχτός ένας υπολογιστής ή την κίνηση του κέρσορα που υποδεικνύει δραστηριότητα χρήστη, ενώ άλλα δίνουν τη δυνατότητα οι managers να παρακολουθούν απομακρυσμένα την οθόνη του υπολογιστή, χωρίς ο εργαζόμενος να το γνωρίζει.
Πέραν αυτών, πολλές εταιρείες έχουν μεταφέρει όλο το περιβάλλον εργασίας σε clouds και πλατφόρμες, όπου αντίστοιχα υπάρχει η δυνατότητα παροχής αναλυτικών δεδομένων σχετικά με την απόδοση των υπαλλήλων ή ακόμα και η αναλυτική καταγραφή των κινήσεών τους μέσα στη μέρα.
Δυστοπική κερδοφορία βγαλμένη από το “Black Mirror”
Με τις δυνατότητες που παρέχει πλέον η τεχνητή νοημοσύνη, τα bossware γίνονται πολύ πιο αποτελεσματικά, κάνοντας εντατικότερη καταγραφή και εισάγοντας πολλές επιπλέον παραμέτρους ως προς την επιτήρηση.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η συγκεκριμένη βιομηχανία βρίσκεται σε ανάπτυξη, με όλο και περισσότερες εταιρείες να επενδύουν στα bossware, την ώρα που σχεδιάζουν την εξάλειψη της τηλεργασίας. Το 2023 τα κέρδη για τις εταιρείες που παρέχουν bossware ανήλθαν στα 535 εκατομμύρια δολάρια, ενώ υπολογίζεται πως το 2032 θα αυξηθούν στο 1 δισεκατομμύριο δολάρια.
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αρκετοί επιχειρηματίες, κυρίως της «big tech», κάνουν βήματα προς τον ψηφιακό ολοκληρωτισμό ή τον οραματίζονται στην πιο καθαρή μορφή του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ιδρυτής της Oracle, Larry Ellison, ο οποίος μιλάει ανοιχτά για την ανάγκη επιτήρησης όλων των ανθρώπων μέσω καμερών και AI κάθε στιγμή –ναι, ακόμα και στην τουαλέτα. Με αυτό τον τρόπο θεωρεί πως οι άνθρωποι θα έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό, καθώς δεν θα μπορούσαν να κρύψουν τίποτα από την κρίση της τεχνητής νοημοσύνης και το προσωπικό τους αρχείο, το οποίο θα ήταν διαθέσιμο στους άλλους μονάχα με δικαστική απόφαση.
Ήδη η Oracle έχει αναπτύξει ένα σύστημα καμερών αποκλειστικά για την επιτήρηση του αστυνομικού σώματος που κοστίζει 70 δολάρια το κάθε ένα, ενώ ο Larry Ellison δηλώνει έτοιμος να παρέχει μέσω της εταιρείας του τα μέσα ώστε ο κόσμος να μπει στην εποχή της συνεχόμενης μαζικής επιτήρησης.
Αν σκεφτούμε την κλίμακα του έργου, ακόμα και για μία μόλις χώρα, τις ανάγκες σε βάθος χρόνου, αλλά και τη δύναμη που θα αποκτήσει η εταιρεία που θα είναι η ιδιοκτήτρια των αρχείων, τότε γίνεται κατανοητό πως μιλάμε πρακτικά για κάτι εξωφρενικό.
Δεν είναι μονάχα η απόκτηση μίας επικράτειας και των ανθρώπων της, μάλιστα επί πληρωμή για τον νέο ιδιοκτήτη, καθώς θα παρέχει υπηρεσία, αλλά το τέλος της δημοκρατίας, της ηθικής και των νόμων, μιας και ένας αλγόριθμος και οι ιδιοκτήτες του θα καθορίζουν τι είναι σωστό και τι όχι. Το όλο δυστοπικό concept είναι γνώριμο τόσο από το «1984» όσο και από αρκετά επεισόδια του “Black Mirror”.
Τεχνοφοβία ή ανησυχία για την ιδιωτικότητα;
Συχνά επιχειρηματίες και στελέχη της “big tech” κατηγορούν ως τεχνοφοβικούς όσους δεν ασπάζονται την ακραία ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης και της καταγραφής σε κάθε επίπεδο του ατομικού, κοινωνικού και πολιτικού.
Θεωρούν πως αυτή η αντίθεση προς τις νέες τεχνολογίες και την αναγωγή τους ως λύση σε κάθε πιθανό πρόβλημα είναι μία αντίστοιχη φοβία προς την καινοτομία, παρόμοια με αυτή που είχαν οι Λουδίτες που κατέστρεφαν τις μηχανές.
Εδώ θα πρέπει να υπάρξει, όμως, μία αναγκαία διαιρετική τομή. Είναι διαφορετικό πράγμα κάποιος να φοβάται συλλήβδην την τεχνολογία και διαφορετικό να ανησυχεί για τις αρνητικές επιδράσεις της τεχνολογίας στη ζωή του και να επιζητεί ρύθμιση απέναντι σε μία ακραία κλειστή και νεοφιλελεύθερη λογική “laissez-faire“.
Η ιδιωτικότητα και το αίσθημα της απομόνωσης είναι εξαιρετικά αναγκαία στοιχεία για κάθε άνθρωπο. Πρόκειται για μία παύση από το «δημόσιο βλέμμα» και την κρίση των «άλλων», την οποία χρειάζονται ακόμα και οι influencers που πρακτικά η δουλειά τους είναι η εκχώρηση ενός μέρους της προσωπικής τους ζωής. Αρκετοί από αυτούς -όπως και πολλοί celebrities– νιώθουν συχνά εξάντληση, ακριβώς για τον λόγο πως δεν μπορούν να έχουν αυτό το privacy, λόγω της αναγνωρισιμότητάς τους.
Ας σκεφτούμε όμως και σε ατομικό επίπεδο πόσες φορές έχουμε νιώσει πως εκχωρείται η ιδιωτικότητά μας λόγω των smart συσκευών που συλλέγουν διαρκώς δεδομένα με στόχο την εξατομικευμένη διαφημιστική στόχευση. Παρά το γεγονός πως αυτό διαφέρει από ένα καθεστώς πλήρους επιτήρησης, συχνά νιώθουμε ενόχληση ή άβολα.

Στο παρελθόν, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στόχευσαν, ακριβώς, την εξάλειψη της ιδιωτικότητας. Για παράδειγμα, σε πολλές χώρες με σοβιετικό παρελθόν, ακόμα και σήμερα διατηρείται ένας συλλογικός φόβος για την κουρτίνα.
Κάποιος, λοιπόν, που βλέπει μία αναδυόμενη αγορά, στην οποία η ιδιωτικότητα στέκεται εμπόδιο ή αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη διάσταση ως άχαρες ποσοτικές μεταβλητές έχει πρακτικούς λόγους να υποστηρίζει την ανάγκη επιτήρησης ή να αντιστέκεται στις πολιτικές για ρύθμιση των νέων τεχνολογιών. Ο πραγματικός κίνδυνος για τη δημοκρατία δεν είναι οι ίδιες οι τεχνολογίες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται.