Ο αριθμός των δημοσιογράφων που σταματά να μιλά για την πολιτική και αρχίζει να την εφαρμόζει ολοένα και αυξάνεται.

«Αν αρχίσω να μιλάω, θα κρατήσει τέσσερις ώρες, για αυτό έβαλαν το ένα λεπτό. Κύριε πρόεδρε, μόλις επέστρεψα από την Αμερική. […]. Ο ελληνισμός της Αμερικής ψηφίζει Νέα Δημοκρατία, κύριε Πρόεδρε. Σας στέλνω ένα μεγάλο μήνυμα από την άκρη του Ατλαντικού: Όλος ο πλανήτης ψηφίζει Νέα Δημοκρατία».

Το παραπάνω απομαγνητοφωνημένο κείμενο δεν ανήκει σε κάποιον ΟΝΝΕΔίτη, δεν ανήκει σε κάποιο στέλεχος της ΔΑΠ, δεν ανήκει καν σε κάποιον φανατικό οπαδό του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ανήκει όμως σε έναν υποψήφιο Ευρωβουλευτή του κόμματος, ο οποίος μάλιστα λογίζεται ως το μεγάλο φαβορί για να πάρει την πρώτη θέση σε σταυρούς από όλο το ευρωψηφοδέλτιό της.

Αφού ο άνθρωπος κατεβαίνει με το συγκεκριμένο κόμμα, ποιο είναι το πρόβλημα; Εκ πρώτης όψεως, κανένα απολύτως. 

Αν όμως προσθέσουμε ότι το quote αυτό ανήκει στον Γιώργο Αυτιά τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα. Βλέπετε, ο άνθρωπος αυτός μόλις λίγες ημέρες πριν βροντοφωνάξει ότι «όλος ο πλανήτης ψηφίζει Νέα Δημοκρατία», είχε μία τηλεοπτική εκπομπή. Ως δημοσιογράφος, ως άνθρωπος δηλαδή που η βασική του δουλειά είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, η κριτική της εξουσίας. 

Δεν είναι φυσικά ο μόνος. Η Ελεονώρα Μελέτη κατεβαίνει επίσης υποψήφια με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, ενώ πολύς ντόρος έγινε και για την υποψηφιότητα Παπανώτα (στον ΣΥΡΙΖΑ αυτή) αλλά και του Δημήτρη Πανόπουλου (επίσης με τον ΣΥΡΙΖΑ). Οι τρεις τελευταίοι από την πιο lifestyle εκδοχή της δημοσιογραφίας. Σε αυτούς προσθέτουμε και τον Κώστα Αρβανίτη (επίσης του ΣΥΡΙΖΑ) που είναι ήδη Ευρωβουλευτής και πολλούς, πάρα πολλούς, που αποφάσισαν να κατέβουν στις Εθνικές Εκλογές της περασμένης άνοιξης. Μαζεύτηκαν ήδη πάρα πολλά ονόματα.

Και πάλι…πού είναι το κακό;

Εκ πρώτης όψεως, είναι προφανές ότι οι δημοσιογράφοι, όπως όλοι οι πολίτες της χώρας, έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν αλλά και του εκλέγεσθαι. Με άλλα λόγια, δεν εμποδίζονται από κανέναν και από τίποτα να δοκιμάσουν την τύχη τους στην πολιτική, σε όποιον πολιτικό χώρο και αν επιλέξουν, σε όποια πολιτικά εκλόγιμη θέση και αν στοχεύουν. Ομολογουμένως δε είναι λογικό οι δημοσιογράφοι να έχουν αποκτήσει skills που να τους κάνουν να πιστεύουν δικαίως ότι μπορεί να πετύχουν και σε μία πολιτική καριέρα.

Συνήθως, μέσω της κάμερας, του μικροφώνου και (λιγότερο) της πένας τους, είναι ήδη δημόσια πρόσωπα που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα. Συνομιλούν με τις εξουσίες, (θεωρητικά) κρίνουν τα κακώς κείμενα και τελικά παίρνουν κομμάτι από τη δική τους εξουσία προκειμένου να αναδείξουν προβλήματα, να πιέσουν καταστάσεις και να αλλάξουν ισορροπίες. Κάνουν δηλαδή από άλλον ρόλο τη δουλειά που κάνει (ας βάλω ένα «θεωρητικά» και εδώ) και ένας βουλευτής. 

Εξού και το πέρασμα από τον χώρο της δημοσιογραφίας σε αυτόν της πολιτικής είναι συχνό και πολύ παλιό. Οι δημοσιογράφοι νιώθουν άνετα να αλλάζουν ρόλο: Σταματούν να μιλάνε για πολιτική και αρχίζουν να την εφαρμόζουν. Προφανώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ένας βασικός λόγος είναι τα δύο «θεωρητικά» που τονίσαμε παραπάνω.

Η δημοσιογραφία ως σκαλοπάτι (;)

Οι δημοκρατίες και οι θεσμοί βρίσκονται σε βαθύτατη κρίση και αυτό δεν είναι κάτι που απλά το φαντασιώνονται οι πολίτες. Σε κρίση όμως βρίσκονται και τα media που, ειδικά στην Ελλάδα, τα εμπιστεύονται όλο και λιγότεροι πολίτες. Και έχουν τους λόγους τους.

Όταν, λοιπόν, το δρομολόγιο δημοσιογραφία-πολιτική (συχνά και επιστροφή πάλι σε δημοσιογραφία) είναι τόσο συχνό και συνήθως η διαδρομή καταλήγει σε συγκεκριμένα κόμματα, αρχίζουν να γεννιούνται υποψίες. Πόσο αμερόληπτος ήταν ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος, όταν ακόμα επιτελούσε το λειτούργημά του ως δημοσιογράφος; Μήπως τελικά για αυτόν η δημοσιογραφία δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά μάλλον ένα πρώτο σκαλοπάτι για περισσότερα χρήματα και, σίγουρα, μεγαλύτερη εξουσία; 

Έτσι, δεν είναι καθόλου απίθανο η συμπερίληψη ενός δημοσιογράφου σε ένα κομματικό ψηφοδέλτιο να είναι απλά ο φακός που ρίχνει φως πάνω σε δίκτυα και σχέσεις που ενδεχομένως υπήρχαν εδώ και καιρό, πίσω από κλειστές πόρτες. Αυτό, ξαναλέμε, δεν είναι σεαπαραίτητα κακό. Ίσως μάλιστα να είναι και απαραίτητο, αν θες να κάνεις καλά τη δουλειά σου. Το θέμα είναι με το προσδοκίες μπαίνεις σε αυτό το πάρε-δώσε και πόσο αυτό εμπόδιζε την ελευθερία του λόγου σου. 

Βαθαίνοντας την κρίση της δημοσιογραφίας 

Οι δεκάδες περιπτώσεις δημοσιογράφων που μεταπήδησαν στην πολιτική τα τελευταία χρόνια έχουν και μία επίπτωση. Φέρνουν ακόμα πιο κοντά τους χώρους της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, αλλά ταυτόχρονα αποξενώνουν ακόμα περισσότερο τους πολίτες που παρακολουθούν απ’ έξω. Αυτή η αποξένωση και η καχυποψία, κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αφορά περισσότερο όσους μένουν πίσω στη δημοσιογραφία. Οι άλλοι πια είναι πολιτικοί και κρίνονται με τους δικούς τους τρόπους.

Όσοι μένουν, λοιπόν, πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύουν από την αρχή ότι όσα γράφουν και όσα λένε δεν είναι στο πλαίσιο κάποιας δικτύωσης με απώτερους σκοπούς. Συμπτώματα του να δουλεύεις σε ένα επάγγελμα που όλο και λιγότεροι το εμπιστεύονται. Σύμφωνα με έρευνα του iMEdD, κατά 97%, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι αυτή η εξάρτηση κάνει κακό στην αξιοπιστία των media. Εξάλλου, μόλις ένα 45,5% του κοινού θεωρεί ότι είναι θεμιτή η συμμετοχή ενός δημοσιογράφου στα κοινά.

Καταλήγοντας 

Κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει το δικαίωμα του δημοσιογράφου να γίνει πολιτικός. Το πώς και το γιατί ακολουθεί κανείς αυτή την πεπατημένη, τις προθέσεις του δηλαδή, δεν μπορείς να τις γνωρίζεις. Το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για ένα επάγγελμα ανοιχτό στο κοινό. Επομένως, το τι και πόσο τίμια δημοσιογραφία έκανες είναι κάτι που θα σε ακολουθήσει στο επόμενο βήμα της πολιτικής. Θα φουντώσει ή θα διαλύσει τις καχυποψίες απέναντί σου. 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα