Υπάρχουν εκατομμύρια λόγοι να μισείς τα οικογενειακά τραπέζια. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που τα κάνουν ξεχωριστά.
Άνθρωποι που βλέπεις μόνο δυο-τρεις φορές τον χρόνο, αλλά έχεις μία παράξενη οικειότητα μαζί τους. Τεράστιες ποσότητες φαγητού. Άβολα θέματα συζήτησης. Θείοι που κάθονται με τη νεολαία ή θείοι που κάνουν αστεία για τους θείους που κάθονται με τη νεολαία. Φαγητό, γλυκό, καφές, δώρα, ευχές. Όλα αυτά συναποτελούν το concept «οικογενειακά τραπέζια» που ομολογουμένως έχει αναλυθεί ξανά και ξανά.
Έχει αναλυθεί σε σκηνές ταινιών, κωμικά σκετσάκια, σκίτσα, θεατρικά έργα και κυρίως σε ντιβάνια ψυχαναλυτών. Συνήθως τα οικογενειακά τραπέζια, τουλάχιστον από την εφηβεία και μέχρι τα 40 περίπου, τα βλέπουμε ως εχθρικά περιβάλλοντα. Ξυπνάς το πρωί της Πρωτοχρονιάς με hangover από το προηγούμενο βράδυ και συνήθως πας σε αυτά από υποχρέωση, με το κεφάλι βαρύ και τη διάθεση πεσμένη. Και όχι άδικα.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που μπορείς να νιώσεις πρώτο από όλα, αυτό είναι η αμηχανία και μετά η παρέλαση από άβολα ερωτήματα. Στην προεφηβεία, όταν σε ρωτάνε αν σου αρέσει κανένα κορίτσι/αγόρι, στην εφηβεία αν έχεις γκόμενα/-ο, στα 22 πόσα μαθήματα χρωστάς, στα 25 πότε θα πας στρατό και στα 30 πότε θα νοικοκυρευτείς. Μετά πότε θα κάνεις παιδί, ακόμα πιο μετά πότε θα κάνεις δεύτερο παιδί, μετά τρίτο και πάει λέγοντας.
Και αυτή η πορεία είναι σταθερή σαν να ήταν γραμμένη σε σενάριο. Τουλάχιστον για τους ανθρώπους που έχουν το προνόμιο να μην εργάζονται εκείνες τις ημέρες. Σαν να βάζει η κοινωνία μπροστά σου όλες τις νόρμες της και το οικογενειακό τραπέζι γίνεται ο πρώτος και βασικότερος θεματοφύλακάς τους.
Είναι λογικό οποιοσδήποτε ξεφεύγει από τις νόρμες αυτές να νιώθει πίεση, άγχος, νεύρα. Να θέλει να αλλάξει την κουβέντα ή ακόμα και να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Είναι λογικό, επίσης, να νιώθει τα ίδια ακριβώς συναισθήματα και εκείνος/-η που κάνει τικ στις περισσότερες από τις κοινωνικές συμβάσεις.
Μία συνθήκη τελείως μοναδική στη ζωή μας
Συνήθως, λοιπόν, αυτή είναι η πρώτη και βασικότερη εικόνα που έχουμε για τα οικογενειακά τραπέζια. Η πίεση, το άγχος, η αβολοσύνη και η κοινωνικά αδέξια αντίδραση σε όλα αυτά. Υπάρχει όμως παράλληλα σε αυτό και μία μαγική συνθήκη που αφορά την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Απλά ίσως χρειάζεται χρόνος για να τη βιώσεις.
Σχεδόν κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες και το Πάσχα είναι οι δύο-τρεις φορές τον χρόνο που συνήθως η ίδια ακριβώς σύνθεση -σχεδόν σίγουρα τελείως ετερόκλιτη, μιας και τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις- συναντιέται στον ίδιο χωροχρόνο. Και όσο αυτή η παράξενη συνήθεια συνεχίζεται, τόσο αποκτάς και μία σταθερά για τον χρόνο που αλλάζει, χωρίς να το καταλαβαίνεις κοιμισμένος/-η μέσα στη ρουτίνα σου.
Άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή και αντικαθίστανται από καινούργιους που γεννιούνται μέσα στα χρόνια και μεγαλώνουν χρόνο με τον χρόνο. Μαλλιά που ασπρίζουν, άλλα που πέφτουν. Χαρακιές στα πρόσωπα, παρενθέσεις περίεργων κουρεμάτων. Καινούριες εφηβικές λέξεις που κοντράρονται με παλιές. Διαφορετικά θέματα συζήτησης, διαφορετικά κόμματα, διαφορετικοί ποδοσφαιριστές, διαφορετικοί γείτονες που κουτσομπολεύεις. Ίδιοι τσακωμοί και καταπαύσεις πυρός.
Και μαζί με αυτά, οι ρόλοι αλλάζουν. Τα παιδιά γίνονται γονείς και οι γονείς γίνονται παππούδες. Αυτός/-ή που έκοβε το κρέας, αυτός/-ή που μοίραζε τα πιάτα, αυτός/-ή που μαγειρεύει, αυτή που φρόντιζε για να είναι όλα καλά. Άλλες φορές πρόθυμα, άλλες με πείσμα τα μέλη του τραπεζιού αφήνουν τους ρόλους τους και καταπιάνονται με τους επόμενους. Νέα παιχνίδια, νέα hangover, νέοι θείοι που κάθονται με τη νεολαία.
Κι κάπως έτσι, αυτές τις λίγες ώρες κάθε χρόνο, η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου χάνεται και γίνεσαι κι εσύ, θες δεν θες, ρόλος ενός σκηνικού που τελικά σε υπερβαίνει, ακριβώς γιατί τα πάντα είναι τόσο πολύ καθορισμένα, ώστε είναι πολύ δύσκολο να τα διασπάσεις. Στο οικογενειακό τραπέζι παίρνεις έναν ρόλο και τον κρατάς καθόλη τη διάρκειά του.
Στο τέλος του τραπεζιού, αρχίζουν οι χαιρετούρες. Χαιρετιόμαστε και επιστρέφουμε ο καθένας στη ρουτίνα του, στους ανθρώπους που διάλεξε ο καθένας για τη ζωή του. Λέμε κι ένα «και του χρόνου». Αυτό δεν είναι μία ευχή να συνεχίσει να ανταμώνει αυτή η μικρή κοινότητα. Αυτό θεωρείται σχεδόν δεδομένο.
Εδώ η ευχή περισσότερο αφορά το τα μέλη της παρούσας σύνθεσης. Να είναι όλα εκεί και την επόμενη χρονιά. Να έχουν τον ίδιο ή άλλο ρόλο. Και αν κάποιο από αυτά λείψει, τότε η θέση του θα παραμείνει για λίγο κενή, μέχρι να καλυφθεί πια από τους επόμενους.