Drill baby, drill, ένας αμερικανικός κολοσσός στο Ιόνιο και το «πράσινο» χάπι της ελληνικής κυβέρνησης.
Drill baby, drill διεμήνυσε ο Trump την ημέρα της ορκωμοσίας του και μία που ο Αμερικανός πρόεδρος το είπε, μία που οι μετοχές των ενεργειακών κολοσσών εκτινάχθηκαν. Ο ίδιος, μεταξύ άλλων, έκανε γνωστή -κατόπιν υπογραφής του αντίστοιχου προεδρικού διατάγματος-, την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συνθήκη του Παρισιού, τη συμφωνία δηλαδή του ΟΗΕ για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Έκανε εν ολίγοις ξεκάθαρο ήδη από την πρώτη μέρα της προεδρίας του, πως όσο αυτή κρατάει, οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων θα έχουν το «πράσινο φως» να προχωρούν σε εξορύξεις και αντίστοιχου τύπου μεγάλα έργα, κηρύσσοντας μάλιστα, «κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην ενέργεια».
Το τι σημαίνουν τα παραπάνω για το μέλλον του πλανήτη και εν προκειμένω λίγες μόλις ημέρες μετά την ανακοίνωση του ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου Copernicus πως το 2024 ήταν η πρώτη χρονιά που το συμβολικό όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου ξεπεράστηκε, αλλά και το θερμότερο έτος στην ιστορία του πλανήτη, είναι φως-φανάρι. Αρκεί να μπορεί να αναγνωρίσει κανείς πως τα ορυκτά καύσιμα αποτελούν αυτή τη στιγμή τον νούμερο ένα παράγοντα πίσω από την επιδείνωση της κλιματικής κρίσης, των ακραίων καιρικών φαινομένων και κατά συνέπεια, της ίδιας μας της υγείας.
Κι κάπως έτσι, η ανακοίνωση της απόφασης του Trump συνέπεσε -καθόλου τυχαία- και με την εκδήλωση ενδιαφέροντος της αμερικανικής Chevron για εξορύξεις υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, καθιστώντας την Ελλάδα «πρωταγωνίστρια στην παγκόσμια αγορά ενέργειας», σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα και δια στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη. Πρόκειται, για μια ιδιαίτερα στρατηγική κίνηση, μια αναμενόμενη απάντηση στη μεγαλύτερη ανταγωνίστρια εταιρεία της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, ExxonMobil, που έχει ήδη τοποθετηθεί στην Κρήτη.
Η Chevron και το «πράσινο» χάπι
Η αμερικανική εταιρεία εκδήλωσε ενδιαφέρον δραστηριοποίησης στο Ιόνιο και συγκεκριμένα από το δυτικό τμήμα της Πελοποννήσου μέχρι τα νότια της Κρήτης, ώστε να πραγματοποιήσει έρευνες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ένα ενδιαφέρον που στην πραγματικότητα έχει εκφραστεί εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο, όταν στελέχη της Chevron βρίσκονταν σε διερευνητικές συναντήσεις με τη διοίκηση της Helleniq Energy (πρώην ΕΛΠΕ).
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποδέχτηκε την εκδήλωση ενδιαφέροντος και θα προχωρήσει στην έκδοση σχετικής απόφασης, που θα προβλέπει την ακριβή έκταση και την άμεση προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού, ενώ στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα θα αξιολογηθεί και η χωρική επέκταση των ερευνών.
Τα Μέσα έσπευσαν να χαιρετίσουν την «παράλληλη φροντίδα από πλευράς ενεργειακού αποτυπώματος, που προάγει όχι μόνο το ενεργειακό αλλά και το μείζον περιβαλλοντικό όφελος για τη χώρα μας» σπεύδοντας να σημειώσουν πως «απελευθερώνονται ήδη αδειοδοτημένες θαλάσσιες περιοχές έρευνας υδρογονανθράκων στο Ιόνιο Πέλαγος, οι οποίες θα διευρύνουν χωρικά και θα καταστήσουν συνεχές το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο του Ιονίου, για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του».
Όπως, αναφέρει στο ρεπορτάζ του στην «Κ» ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάλιος, «οι συγκεκριμένες περιοχές αποδεσμεύτηκαν, πρωτίστως γιατί δεν ενδιαφέρουν την εταιρεία και όχι για περιβαλλοντικούς λόγους». Εξορυκτικά μηχανήματα από τη μία, λοιπόν, λιβάδια ποσειδωνίας από την άλλη.
Σχετικά σχολίασε και ο Διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace, Νίκος Χαραλαμπίδης: «Το βιαστικό ενδιαφέρον του πετρελαϊκού κολοσσού Chevron για να προχωρήσει σε εξορύξεις υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την άμεση θετική ανταπόκριση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, στην καλύτερη περίπτωση δείχνει μια διγλωσσία από την κυβέρνηση που παρουσιάζει εαυτόν ως πράσινη, ως πρωτοπόρο στην πράσινη μετάβαση κοκ».
Ο κίνδυνος των εξορύξεων
Παρά το αφήγημα της «ενεργειακής ανεξαρτησίας», λοιπόν, που προωθείται από τα κυβερνητικά στελέχη και τα αντιστοίχως φιλοκυβερνητικά media, το περιβαλλοντικό κόστος των θαλάσσιων εξορύξεων για υδρογονάνθρακες είναι μεγάλο.
Για να βρεθεί η ακριβής τοποθεσία και το μέγεθος των κοιτασμάτων (εάν υποθέσουμε ότι αυτά υπάρχουν) πρέπει να προηγηθούν οι σεισμικές έρευνες. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία συστοιχίες αεροβόλων, παράγουν ήχους υψηλής έντασης και χαμηλής συχνότητας ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι οποίοι καταγράφονται από υδρόφωνο και αυτοί με τη σειρά τους δίνουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τη δομή του υπεδάφους κτλ. Οι ηχητικές αυτές «βόμβες» είναι εξαντλητικοί υπέρηχοι με καταστροφικές επιπτώσεις στα θαλάσσια είδη.
Δεδομένου ότι ο ήχος στο νερό ταξιδεύει μακρύτερα απ’ ότι στον αέρα, οι καταστροφικές συνέπειες των εκρήξεων αυτών για τα θαλάσσια θηλαστικά δεν περιορίζονται αποκλειστικά στα όρια των συγκεκριμένων οικοπέδων. Κι ας μην ξεχνάμε, ότι όλα αυτά αναμένεται να λάβουν χώρα σε μια χρονική συγκυρία που η βιοποικιλότητα δεν δύναται να υποστεί περαιτέρω πλήγματα.
Από εκεί και πέρα, ενδιαφέρον παρουσιάζει, όπως αναφέρεται και σε άρθρο των «Παραπολιτικών» πως «εφόσον η Chevron εξασφαλίσει την παραχώρηση, θα “ανοίξει” ο κύκλος των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και εγκρίσεων, πρώτα για την έρευνα σεισμικών ώστε να φτάσει κάποια στιγμή στην ερευνητική γεώτρηση. Ο χρόνος που υπολογίζεται από την ανάληψη της παραχώρησης μέχρι τη γεώτρηση, είναι 10 χρόνια».
Τα παραπάνω, όταν ο πλανήτης κινείται -ή τουλάχιστον προσπαθεί να κινηθεί- σε ρυθμούς απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Από το Λος Άντζελες μέχρι τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε ότι η κλιματική καταστροφή είναι εδώ και η συνειδητοποίηση αυτή καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη απεξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα. Ταυτόχρονα, η επιστημονική γνώση και οι εναλλακτικές υπάρχουν. Γιατί όμως καθυστερεί τόσο να ολοκληρωθεί η «πράσινη μετάβαση» ή να επιτευχθούν οι κλιματικοί στόχοι των παγκόσμιων διασκέψεων;
Για τον Άνταμ Χάνιε, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, τα εμπόδια στην «πράσινη μετάβαση» είναι, τελικά, κοινωνικά. Αφορούν τα πολύ ισχυρά συμφέροντα μιας μειοψηφίας -που δεν περιορίζεται στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες- και τη λογική της αγοράς που κυριαρχεί. «Δεν μπορούμε να συμπεριφερόμαστε σαν να μην υπάρχει το πρόβλημα του καπιταλισμού ή ότι μπορούμε να το αγνοήσουμε, ή ότι οι σημερινοί κυρίαρχοί μας μπορούν να πειστούν να διαλέξουν μια εναλλακτική διαδρομή απλώς μέσα από τη δύναμη της επιστημονικής γνώσης», υποστηρίζει ο ίδιος.
Από τη δική του πλευρά, ο Νίκος Χαραλαμπίδης, υποστηρίζει πως «Δεδομένου ότι και κατά το παρελθόν οι ΗΠΑ είχαν αναλάβει ρόλο τροχοπέδης σε διεθνείς συνθήκες (Συνθήκη για το Κλίμα, Συνθήκη για τη Βιοποικιλότητα), το ζητούμενο είναι να μην χρησιμοποιηθεί η ιδιαίτερα επιθετική γλώσσα του νέου Αμερικανού προέδρου ως δικαιολογία και ευκαιρία και από άλλους ηγέτες για να καθυστερήσουν τη λήψη των απαραίτητων πρωτοβουλιών και μέτρων, δεσμεύσεων και χρονοδιαγραμμάτων».