Φοβόμαστε τον εκφυλισμό του εαυτού μας, γιατί ακόμα και τα παραμύθια που μας έλεγαν μιλούσαν για την κακιά γριά μάγισσα και τον άγριο γέρο.
Γιατί στοχοποιούμε τα γηρατειά αφού εκεί όλοι αναπόφευκτα θα καταλήξουμε; Έχεις συλλάβει τον εαυτό σου να προσπαθεί να καλύψει τα σημάδια του γήρατος; Σου έχει τύχει έστω και από κεκτημένη ταχύτητα να αντιμετωπίσεις με προκατάληψη, αδιαφορία ή ακόμα και απέχθεια ηλικιωμένα άτομα;
Πριν από περίπου ένα χρόνο το ακρωνύμιο FOGO –fear of growing old, ή γεροντοφοβία στα ελληνικά– μπήκε στη ζωή μας μέσα από ένα σχετικό δημοσίευμα του Guardian. Το δημοσίευμα επέμεινε πως ο ηλικιακός ρατσισμός είναι πιο παράδοξη προκατάληψη, γιατί είναι σαν να στοχοποιεί κανείς τον ίδιο του τον εαυτό, αφού κάποτε, αργά ή γρήγορα, όλοι –όσοι δηλαδή ζήσουμε– ανεξαιρέτως θα γεράσουμε.
Ο όρος είχε κυκλοφορήσει αρκετά νωρίτερα στο διαδίκτυο μέσα από μια μεγάλη έρευνα που έγινε πριν από μερικά χρόνια στις ΗΠΑ για λογαριασμό της Pfizer, σύμφωνα με την οποία το 87% των συμμετεχόντων ομολόγησε τους φόβους του για τα γεράματα.
Για ποιο λόγο βλέπουμε τον μελλοντικό μας εαυτό ως μια ομογενοποιημένη μάζα, αντί να τον αντιμετωπίσουμε ως ένα ευλογημένο πλάσμα που έχει την τύχη να μακροημερεύσει και να αδράξει τους καρπούς της εμπειρίας ζωής; Τι κρύβουν τα αισθήματα εχθρότητας απέναντι στους ηλικιωμένους; Τι μας κάνει να τους φερόμαστε σαν να είναι αόρατοι, να αγνοούμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, να τους καταδικάζουμε στο περιθώριο και να προβαίνουμε σε προσβλητικές γενικεύσεις;

Η απάντηση βρίσκεται στην κοινωνική αναπαράσταση της τρίτης ηλικίας και στον τρόπο ύπαρξης των ηλικιωμένων στο λεκτικό πεδίο.
Οι ηλικιωμένοι είναι ταυτισμένοι με την απόσυρσή τους από την παραγωγική οικονομία, τα επιβαρυμένα ασφαλιστικά ταμεία και τη φυσική φθορά σε έναν κόσμο που επιμένει να απωθεί το αναπόδραστο του γήρατος. Οι επιμέρους ταυτότητές τους έχουν αφανιστεί, ενώ παράλληλα η ιατρικοποίηση των σωμάτων μας στις μετανεωτερικές κοινωνίες μας κάνουν να αντιμετωπίζουμε τα σημάδια του γήρατος ως μειονεξίες που καθιστούν τους ανθρώπους αδύναμους και εξαρτώμενους.
Ναι, φοβόμαστε τον εκφυλισμό του εαυτού μας, γιατί ακόμα και τα παραμύθια που μας έλεγαν μιλούσαν για την κακιά γριά μάγισσα και τον άγριο γέρο. Ναι, τρέμουμε τη φυσική φθορά του χρόνου και σπεύδουμε να διαχωρίσουμε τη θέση μας από τα «πολυκαιρισμένα σώματα», η θέα των οποίων λειτουργεί συχνά ως μια υπενθύμιση της αναπόδραστης βιολογικής ευπάθειας και ενίοτε για κάποιους ως μια υπενθύμιση του τέλους της ζωής. Γιατί γνωρίζουμε πως το γήρας είναι αναπόφευκτο. Κι όμως δεν αποδεχόμαστε όλες τις «εποχές του εαυτού μας» και φορτώνουμε με επιβλαβή στερεότυπα την τρίτη ηλικία.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ζήσαμε τη δαιμονοποίηση των γερασμένων σωμάτων και την αντιμετώπισή τους ως οι «Περιττοί Άλλοι». Η προκατάληψη του γήρατος, ωστόσο, δεν συνέβη ξαφνικά. Όλες οι μορφές τέχνης αναφέρονται εδώ και δεκαετίες στην νεότητα, φράση δανεική από τη Χάνα Αρεντ.

Από τη δεκαετία του 60, η βιομηχανία της μόδας, του κινηματογράφου και της μουσικής απευθύνονται στους νέους με αποτέλεσμα ένα αίσθημα ντροπής να συνοδεύει όσους εμφανίζουν σημάδια γήρατος και ενίοτε ακόμα και γεροντικό ιδεασμό, δηλαδή τη δυσαρέσκεια για τη γήρανση. Ο όρος “ageism” – ηλικιακός ρατσισμός– επινοήθηκε το μακρινό 1969 από τον Αμερικανό ψυχίατρο και γεροντολόγο Ρόμπερτ Μπάτλερ, για να περιγράψει τις διακρίσεις σε βάρος των ηλικιωμένων. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε για να θίξει την καταπίεση των νεότερων ανθρώπων από τους ηλικιωμένους.
Τι είναι αυτό που κάνει τους νεότερους να διαχωρίζουν τους εαυτούς τους συναισθηματικά από τους γηραιότερους, δηλαδή τους μελλοντικούς εαυτούς τους και να καταφεύγουν στην καταναγκαστική νεότητα μέσα από την κάλυψη των σημαδιών τους γήρατος;
Ο όρος “youth quake” που είχε εισαγάγει η Diane Vreeland, Διευθύντρια της αμερικανικής Vogue, είναι ενδεικτικός για μια παραληρηματική ωδή στην νεότητα που κάνει τους μεγαλύτερους ηλικιακά να καταναλώνουν προϊόντα που υπόσχονται αιώνια νιότη, να καταφεύγουν σε θεραπείες και χειρουργεία για να δείχνουν πιο νέοι, να υιοθετούν συνήθειες για να δείχνουν νέοι και παριστάνουν κάποιον που δεν είναι –χωρίς πραγματικά να είναι ανοιχτοί στο να μάθουν ποιοι είναι τι συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Έχουμε μάθει να ζούμε εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε μια καταναγκαστική εμμονή στη νεότητα και στην επιβλαβή αναπαραγωγή των στερεοτύπων για την τρίτη ηλικία στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Μας έχει καταπιεί ο κυρίαρχος λόγος, ο οποίος εδώ και δεκαετίες επενεργεί στην ταυτότητα των ηλικιωμένων νομιμοποιώντας την περιθωριοποίησή τους και την αντιμετώπισή τους ως «περιττών ανθρώπων» –φράση δανεική από τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν.
Έχουμε παραδοθεί άνευ όρων στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε κάθε ασθενή, διαφορετικό ή ευάλωτο άτομο ως υποδεέστερη κατηγορία.
Αποτέλεσμα; Τα στερεότυπα για την τρίτη ηλικία, όπως «ασθενή σώματα» και «καταναλωτές συντάξεων» στο λεκτικό πεδίο, μειώνουν την πολιτική ευθύνη τόσο απέναντι στη ζωή όσο και απέναντι στο θάνατο αυτή της κατηγορίας ανθρώπων.
Ο φόβος του γήρατος δηλαδή και η άρνηση της αποδοχής των ηλικιωμένων στην κοινωνική πραγματικότητα συνομιλεί διαχρονικά με το δημόσιο λόγο που πολλαπλασιάζει τις φοβίες εντός μας και το σώμα μας αναπτύσσει μηχανισμούς άρνησης και απώθησης, αρνούμενο στην πραγματικότητα τη δική του μελλοντική αδυναμία.
Στεκόμαστε φοβικά απέναντι στη δική μας περατότητα και προκαλούμε το θρυμματισμό της αυτοεικόνας των Άλλων. Όσο η τρίτη ηλικία παραμένει στο λεκτικό πεδίο ένας χώρος επιφορτισμένος με λέξεις και έννοιες με αρνητικά πρόσημα, τόσο θα ταπεινώνουμε τους γέροντες.
Ως γνωστόν το υποκείμενο που ταπεινώνεται, ενσωματώνει την ταπείνωση και βιώνει τη ντροπή και την ενοχή ενός σώματος που περισσεύει.
Ας διεκδικήσουμε την πολιτιστική μετατόπιση στον τρόπο που βλέπουμε την τρίτη ηλικία, μια πολιτιστική μετατόπιση στον τρόπο που βλέπουμε τους μελλοντικούς μας εαυτούς.