Πώς η αίσθηση ότι βρισκόμαστε πάντα σε αναμονή για κάτι μεγαλύτερο από αυτό που ζούμε μας στερεί κάθε χαρά και προοπτική εξέλιξης;
Παλιότερα, φορούσα συχνά ένα κόκκινο φούτερ που έγραφε με λευκά γράμματα στα αγγλικά: «Η αληθινή ζωή είναι κάτι άλλο». Μου άρεσε σαν quote και το ενστερνιζόμουν, ειδικά κάθε πρωί που πήγαινα αγουροξυπνημένη σε γραφεία που δεν ήθελα να πάω. Πάντα, προσπαθούσα να κατανοήσω εγκεφαλικά πού βρίσκεται αυτή η πραγματική ζωή και να την αγγίξω με το δάκτυλο, να την ακινητοποιήσω. Γιατί μονίμως μου ξεφεύγει;
Το φούτερ αυτό ήταν τρελό conversation starter -και στη δουλειά απ’ την οποία ήθελα να φύγω. Ποτέ δεν έλεγα αυτό που σκεφτόμουν: η αληθινή ζωή είναι κάπου αλλού, σίγουρα όχι εδώ, όσο πιο μακριά από εδώ γίνεται. Όταν θα παραιτούμουν από αυτή τη δουλειά, θα ξεκινούσε ένα καινούριο κεφάλαιο, θα ζούσα επιτέλους πραγματικά.
Ανέβαλα πολλές φορές τη μεγάλη απόφαση από φόβο για το μετά. Είχα βρει μια νέα ζώνη άνεσης εντός της μιζέριας και της απάθειας που η πρώτη προκαλεί αυτόματα. Ένιωθα πια επικίνδυνα άνετα σ΄ αυτήν την «πρόβα» της αληθινής ζωής που είχε γίνει η ζωή μου. «Αφού το παρόν δεν με ικανοποιεί επαγγελματικά έτσι κι αλλιώς, δεν έχει καμία σημασία να προσπαθήσω σε κανέναν άλλο τομέα», σκεφτόμουν ακινητοποιημένη και αδρανής, καθώς οι μήνες περνούσαν.
Κάπως έτσι μοιάζει το σύνδρομο αναβαλλόμενης ζωής, το οποίο όπως τονίζουν οι ψυχολόγοι δεν αποτελεί διάγνωση, αλλά περισσότερο μια ακατάλληλη για την ενήλικη ζωή νοοτροπία, ένα μοτίβο αποφυγής του παρόντος που τρομάζει το άτομο.
Με τον όρο αναβλητική ψευδαίσθηση περιγράφεται οτιδήποτε αποτελεί νοητά την αφετηρία μιας ζωής που θα μπορούσαμε επιτέλους να απολαύσουμε: η μεγάλη παραίτηση, μια ικανοποιητική δουλειά, η μετακόμιση από το σπίτι των γονιών μας ή μια καινούρια ζωή στο εξωτερικό, οικονομική άνεση, ένας καλός σύντροφος, μια διασκεδαστική παρέα κ.ο.κ.
Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να επιθυμούμε να κατακτήσουμε όλα τα παραπάνω. Το πρόβλημα έγκειται στο να περιμένουμε να αρχίσουμε να ζούμε, μόνο αφότου κατακτήσουμε ορισμένα εξωτερικά ορόσημα. Το σύνδρομο αναβαλλόμενης ζωής ή delayed life syndrome (DLS) προϋποθέτει κάποιες υποσυνείδητες πεποιθήσεις που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι η ζωή στο τώρα δεν είναι πραγματική.
Βρισκόμαστε μόνιμα σε μια αίθουσα αναμονής για κάτι μεγαλύτερο. Δεν ζούμε στο παρόν, αλλά προετοιμαζόμαστε αενάως για το μέλλον. Ποτέ, ωστόσο, δεν έρχεται η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουμε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά μας. Μένουμε ανικανοποίητοι και η αυτοπεποίθησή μας σταδιακά καταρρέει από την απραξία.
- Η έλλειψη αυτοεκτίμησης, πράγματι, είναι ένας από τους βασικούς λόγους, σύμφωνα με τους ειδικούς, που εγκλωβιζόμαστε σ’ αυτό το μοτίβο σκέψης και λειτουργίας. Το άτομο πιστεύει ότι δεν αξίζει τη ζωή των ονείρων του, γιατί δεν είναι αρκετά καλό ακόμα -θα γίνει όμως, κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον.
- Η «όραση της σήραγγας» (tunnel vision), δηλαδή το να βλέπουμε μόνο ένα πράγμα μπροστά μας και όχι τη μεγάλη εικόνα, περιλαμβάνεται στους λόγους που μπορεί να οδηγήσουν στο DLS. Παθαίνουμε εμμονή με μία συγκεκριμένη επιθυμία και δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι άλλο. Για παράδειγμα, αν χάσω 10 κιλά, θα έχω τη ζωή που ονειρεύομαι. Μέχρι τότε, τίποτα δεν έχει σημασία και τίποτα δεν δικαιούμαι να χαρώ (ήχος μαστίγιου).
- Και κάπου εδώ η βασανιστική αλλά βολική τελειομανία κάνει την εμφάνισή της. Γιατί να ξεκινήσω κάτι καινούριο αφού θα αποτύχω; Ποτέ δεν πρόκειται να είναι τέλειο, άρα τι νόημα έχει να προσπαθήσω; Αναποφασιστικότητα, αδράνεια, αναβλητικότητα μπαίνουν στο παιχνίδι και μας ακινητοποιούν.
- Ο φόβος για το μέλλον -φώναζέ με και φόβο για το άγνωστο- σίγουρα παίζει καταλυτικό ρόλο. Το άγνωστο μοιάζει τρομακτικό και καλύπτεται από μια βαριά κουρτίνα. Οι άλλοι τα πηγαίνουν καλά, όλοι ξέρουν πώς να κινηθούν εκτός από μένα. Αν δεν ζω στο παρόν, το μέλλον δεν θα έρθει ποτέ. Κι όταν έρθει, δεν θα έχει καμία σημασία γιατί εγώ θα το αποφύγω. Η στασιμότητα καραδοκεί.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι η νοοτροπία του να ζούμε προσδοκώντας όσα δεν έχουμε σήμερα χτίστηκε κατά την παιδική μας ηλικία. Οι γονείς μας, οι δάσκαλοι, οι σημαντικοί άλλοι γενικά μας προέτρεπαν να πετυχαίνουμε τους στόχους μας/τους, για να κερδίσουμε ανταλλάγματα.
Η στάση αυτή μας έβαζε αυτόματα σε μια κατάσταση αναμονής. Αισθανόμασταν ότι το παρόν ποτέ δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικό, αλλά κάποια στιγμή στο μέλλον, θα είχαμε όλα όσα μας υποσχέθηκαν.
Ως ενήλικες που έχουμε μεγαλώσει έτσι, το να επιστρέψουμε στο παρόν δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Οι ψυχολόγοι προτείνουν να θέσουμε στον εαυτό μας ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που μας επαναφέρει στο τώρα και να απαντήσουμε, και γραπτά αν γίνεται:
Πώς μπορώ, σήμερα, να δομήσω με τέτοιον τρόπο την καθημερινότητά μου, με βάση τα πραγματικά δεδομένα της ζωής μου, ώστε να ζω όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτό που επιθυμώ; Μπορούμε να σκεφτούμε ότι η μεταμορφωτική αλλαγή, ο «Γκοντό» που περιμένουμε αενάως δεν θα έρθει ποτέ. Και τώρα τι κάνουμε;
Αυτό το ερώτημα θα το απαντήσει ο καθένας και η καθεμία για τον εαυτό της. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να κάτσουμε στο τραπέζι και να παίξουμε με τον καλύτερο τρόπο το φύλλο που μας έχει τύχει. Το βασικό είναι να μπούμε στο παιχνίδι, μαθαίνοντας σταδιακά ότι η αποτυχία δεν θα μας σκοτώσει. Η αδράνεια, το βάλτωμα και η στασιμότητα είναι πολύ πιο επικίνδυνες.
Υ.Γ.: Παραιτήθηκα από εκείνη τη δουλειά χρόνια πριν, αλλά μερικές φορές ακόμα αναρωτιέμαι πότε θα ξεκινήσει η «πραγματική» ζωή, αυτή που βλέπω στο σινεμά. Εκτός από τις στιγμές που νιώθω ευτυχισμένη και είμαι πολύ ικανοποιημένη με το παρόν μου, για να σταθώ τόσο πολύ στο μέλλον, όπως έλεγε ο Αϊνστάιν. Το παραπλανητικό κόκκινο φούτερ δεν το ξαναφόρεσα.