Η τουριστική υπερεκμετάλλευση δημιουργεί διαρκώς πιο ακριβές και πιο τυποποιημένες ζωές.
Πριν λίγες ημέρες, ένας γνωστός μου μού αφηγούνταν το πώς πήγε στη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο θέατρο του Λυκαβηττού και, καθώς περίμενε στην ουρά για να μπει, παρατήρησε ένα ζευγάρι δύο τουριστριών που έψαχναν εισιτήριο, προφανώς «για να ζήσουν το experience του traditional music με θέα την υπέροχη Αθήνα». Αν βρέθηκαν τουρίστες στον Θανάση, αστειευτήκαμε, τότε μπορούν να βρεθούν κυριολεκτικά οπουδήποτε.
Αυτή ήταν μία από τις χιλιάδες ιστορίες που έχουν να αφηγηθούν άνθρωποι που ζουν στο κέντρο της Αθήνας ή έστω περνούν σε αυτό μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους. Η πόλη αλλάζει διαρκώς και μοιάζει ουσιαστικά να φεύγει μέσα από τα χέρια τους. Πόσο όμως αυτό επηρεάζει και βαθύτερα την πόλη μας και μέχρι πότε θα συνεχίσει να συμβαίνει;
Από τη Σαντορίνη στην Πλάκα και μετά στα Εξάρχεια
Τα ζωντανά παραδείγματα τα έχουμε. Η Μύκονος και κυρίως η Σαντορίνη, δύο νησιά υπέροχης φυσικής ομορφιάς, προμετωπίδες της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας από τότε που αυτή άρχισε να στήνεται. Τόποι που σύστησαν πώς να φτιάχνεις υποδομές για να φιλοξενήσεις χιλιάδες ανθρώπους. Σταδιακά όμως άρχισαν να χάνουν τον χαρακτήρα τους σε τέτοιον βαθμό που πλέον μοιάζουν με σκηνικό που φτιάχτηκε από AI.
Τα δύο αυτά νησιά τα θυσιάσαμε εύκολα, τα αφήσαμε να υπάρχουν σε μία παράλληλη από την ελληνική πραγματικότητα, τα παραδώσαμε στον πλούτο του τουρισμού για τα μεγάλα εισοδήματα. Τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν αυτη η συνθήκη δεν βρίσκεται σε ένα νησί του Αιγαίου, 5-6 ώρες μακριά, αλλά δίπλα σου. Κάτω από τα σκαλοπάτια του σπιτιού σου, στην πρωτεύουσα της χώρας.
Προφανώς, δεν ανακαλύφθηκε τώρα η τουριστική διάσταση που έχει η Αθήνα. Εδώ και δεκαετίες υπάρχουν συγκεκριμένες περιοχές, οι οποίες κατά βάση ήταν τουριστικές. Οι περισσότερες εξ αυτών στις γειτονιές κάτω και γύρω από την Ακρόπολη: Πλάκα, Μακρυγιάννη, Θησείο. Σταδιακά, μπήκαν στο πλάνο το Μοναστηράκι, το Παγκράτι και φυσικά το Κουκάκι. Τα τελευταία 2-3 χρόνια η επέκταση συνεχίζεται στα Εξάρχεια, τα Πετράλωνα, ακόμα και την Κυψέλη.
Τελείως κυριολεκτικά βλέπεις μπροστά σου, στον χάρτη της Αθήνας, να παραδίδεται η μία γειτονιά μετά την άλλη στον τουρισμό. Σπίτια γίνονται airbnb, κινηματογράφοι γίνονται ξενοδοχεία, καφενεία γίνονται μπραντσάδικα, πεζοδρόμια γίνονται συνέχειες μαγαζιών. Στα τσιμέντα πατούν όλο και περισσότερα σανδάλια με κάλτσες, οι άνθρωποι της εστίασης πρέπει να εξασκούν όλο και περισσότερο τα αγγλικά τους.
Οι ρυθμοί της πόλης έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχει καμία μέρα μέσα σε όλον τον χρόνο που το κέντρο είναι άδειο. Πλέον στις περισσότερες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, ακόμα και ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο, θα υπάρχει κίνηση, κόσμος, θόρυβος.
Όλα αυτά την ίδια ώρα που οι υποδομές της πόλης αδυνατούν να υποστηρίξουν τις νέες απαιτήσεις. Κίνηση, έλλειψη πάρκινγκ, ηχορύπανση, ταλαιπωρία στα ΜΜΜ. Οι Αθηναίοι δυσκολεύονται ακόμα και να βρουν ταξί.
Ας πάμε σε ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα. Όποιος επιλέγει να βγαίνει ακόμα στα Εξάρχεια θα παρατηρήσει ότι διαρκώς ανοίγουν νέα μαγαζιά. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πεις ότι περνάς τη μία Παρασκευή από ένα γιαπί και την αμέσως επόμενη, το γιαπί θα έχει μεταμορφωθεί σε μπαρ. Η ταχύτητα που αλλάζει η τοπογεωγραφία της περιοχής είναι τόσο μεγάλη που δύσκολα μπορείς να την παρακολουθήσεις.
Ταυτόχρονα, ελάχιστα από τα μαγαζιά αυτά μοιάζουν να μπορούν ή ακόμα και να ενδιαφέρονται να ενταχθούν αρμονικά στα Εξάρχεια, στους ανθρώπους και την ιστορία τους. Τα μπαρ, για παράδειγμα, είναι στημένα με όσο το δυνατόν πιο safe τρόπο, σαν να βγήκαν από το ίδιο εργοστάσιο, προκειμένου να προσελκύσουν οποιονδήποτε τυχόν περάσει από μπροστά τους.
Την ίδια στιγμή, ακριβώς επειδή τόσο οι ντόπιοι, όσο όμως και πολλοί τουρίστες, είναι πεινασμένοι για αυθεντικότητα, στα ελάχιστα μαγαζιά που αγκομαχούν να κρατήσουν έναν δικό τους χαρακτήρα στοιβάζονται εκατοντάδες Αθηναίοι και τουρίστες στον αγώνα για ένα τραπεζάκι, όπου και αν είναι αυτό. Αρκεί μόνο να σου δίνει μια ανάσα μακριά από την τυποποιημένη έξοδο.
Κι αν για κάποιους όλα τα παραπάνω μοιάζουν με ελιτίστικη γκρίνια για κάτι επουσιώδες, να τονίσουμε ότι ο υπερτουρισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη στεγαστική κρίση. Προκειμένου να «τουριστικοποιηθεί» μία περιοχή, χρειάζεται να έχει προηγηθεί ένας ολόκληρος εκτοπισμός ανθρώπων από τις γειτονιές τους. Χαμένοι στη μάχη των εισοδημάτων αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα μέρη τους ψάχνοντας νέο σπίτι όλο και πιο μακριά από το κέντρο της πόλης, οι τιμές στο οποίο μοιάζουν πια απλησίαστες.
Τρόποι ζωής ως εμπόρευμα
Ο υπερτουρισμός, ή μάλλον καλύτερα η τουριστική υπερεκμετάλλευση, είναι ουσιαστικά το να κάνεις εμπόρευμα έναν τρόπο ζωής. Η εμπορευματοποίηση έχει ως προϋπόθεση την τυποποίηση και ως αποτέλεσμα το όλο και μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας των κοινωνικών ανισοτήτων. Με πολύ απλά λόγια, ο τρόπος ζωής γίνεται όλο πιο ακριβός και ταυτόχρονα όλο και περισσότερο τυποποιημένος.
Δεν πρέπει βέβαια να κάνουμε το λάθος να τα βάλουμε με τους τουρίστες οι οποίοι, εν πολλοίς, είναι και αυτοί θύματα της συνθήκης. Το ζήτημα δεν είναι προφανώς ο τουρισμός ως concept. Δεν είναι καν ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός των τουριστών στην Ελλάδα. Το πρόβλημα γεννιέται μέσα από την πλήρη αδιαφορία να διέπεται αυτή η τουριστική ανάπτυξη από ένα συγκεκριμένο και βιώσιμο πλάνο.
Αν αυτό δεν συμβεί, αν ο τουρισμός παραμείνει απλά ένας εύκολος τρόπος να γεμίζεις τα ταμεία σου, τότε το πιο πιθανό είναι οι ντόπιοι να μπαίνουμε σε ατελείωτες σειρές προτεραιότητας, οι ίδιοι κομπάρσοι της ζωής μας.