Η μεγάλη κεντροαριστερή παράταξη είναι μία ιδέα η οποία συζητείται εδώ και πολλά χρόνια στη δημόσια σφαίρα. Γιατί όμως δεν έχει υλοποιηθεί επιτυχημένα ακόμη;
Πολύ συχνά ακούμε διάφορους πολιτικούς να μιλάνε για την ανάγκη ενός προοδευτικού συνασπισμού και τη δημιουργία της μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης. Παρότι έχει παραχθεί ένας μεγάλος όγκος αρθρογραφίας στα ΜΜΕ και έχουν ληφθεί αρκετές πρωτοβουλίες όλα αυτά τα χρόνια, η επιδίωξη παραμένει στον αέρα και πλανάται σαν ένα όνειρο «θερινής νυκτός» επιστρέφοντας μετά από κάθε εκλογική αποτυχία.
Πώς ξεκίνησε;
Η ιδέα της μεγάλης κεντροαριστερής παράταξης, υπό τη σύγχρονη μορφή της, χρεώνεται από πολλούς στον ακαδημαϊκό και πρώην πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη.
Πρόκειται για τον Έλληνα πρωθυπουργό με τη μακρύτερη συνεχή θητεία (1996-2004) κατά τη Μεταπολίτευση, ο οποίος κυβέρνησε σε μία εποχή που χαρακτηριζόταν από τον πολωμένο δικομματισμό. Παρότι, κατάφερε να κερδίσει τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ απέναντι στον «εκλεκτό» του Ανδρέα Παπανδρέου, Άκη Τσοχατζόπουλο, δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός στο κόμμα του. Ο κύριος λόγος ήταν η αποστροφή του στον λαϊκισμό, -κάτι για το οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου μνημονεύεται μέχρι και σήμερα από πολλούς- και η ταύτισή του με την εικόνα του «ανιαρού» τεχνοκράτη που προσπαθεί να βάλει κανόνες.
Ο Κώστας Σημίτης εισήγαγε την έννοια του «εκσυγχρονισμού», δηλαδή της σημαίνουσας πολιτικής αλλαγής στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, της οικονομίας, της κοινωνίας, αλλά και των κομμάτων με σκοπό τη σύγκλιση με την Ευρώπη. Προϋπόθεση για την επιτυχία αυτής της ιδέας αποτελούν οι πολιτικές συνεργασίες και οι συναινέσεις, κάτι εντελώς ξένο για το ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Η κρίση ως πλατφόρμα
Μέχρι και το 2009, η Ελλάδα διατηρούσε ένα σταθερό πολιτικό σύστημα βασιζόμενο στον πολωμένο δικομματισμό. Αυτό στην πράξη δεν καθιστούσε ως προτεραιότητα τη συζήτηση για διακομματικές συνεργασίες, καθώς η διαδοχή της εξουσίας γινόταν ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία.
Η είσοδός της χώρας όμως, στα μνημόνια (2010-2018), δημιούργησε νέους συσχετισμούς. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου ήταν αυτή που κλήθηκε να διαχειριστεί τα άδεια ταμεία που άφησε η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (2004-2009), αλλά και την τραπεζική κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να μπει σε δημοσιονομική εποπτεία για πολλά χρόνια και το ΠΑΣΟΚ να χάσει, μέχρι και σήμερα, ένα τεράστιο μέρος των υποστηρικτών του, αλλάζοντας τις δυναμικές και θέτοντας το τέλος του πολωμένου δικομματισμού.
Με αυτό τον τρόπο οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης έγιναν η πλατφόρμα ώστε να εξεταστούν οι πολιτικές συνεργασίες για πρώτη φορά μετά το «Βρώμικο ‘89». Το 1989 είχαμε δύο αξιοσημείωτα γεγονότα σε ό,τι αφορά τις πολιτικές συνεργασίες στην Ελλάδα. Το πρώτο ήταν η συμφωνία μεταξύ ΚΚΕ και Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) για τη δημιουργία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» υπό την ηγεσία του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου και το δεύτερο η συνεργασία του εν λόγω σχηματισμού με τη Νέα Δημοκρατία για τη δημιουργία βραχυπρόθεσμης κυβέρνησης ειδικού σκοπού υπό την ηγεσία του Τζαννή Τζαννετάκη, ύστερα από τη σύντομη αποσταθεροποίηση που δημιουργήθηκε με το σκάνδαλο «Κοσκωτά».
Ελιά
Η πτώση των εκλογικών ποσοστών του ΠΑΣΟΚ, οδήγησε στην πρόταση για τη δημιουργία ενός ενιαίου ψηφοδελτίου, της «Ελιάς», με προσωπικότητες και ομάδες από τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και στόχο τις Ευρωεκλογές του 2014. Βρισκόμαστε στην εποχή που ο Ευάγγελος Βενιζέλος βρίσκεται στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και η δημοφιλία του κόμματος έχει βρεθεί στο ναδίρ. Στο εγχείρημα της «Ελιάς» καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος και το υποστήριξε δημόσια.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν όμως και τόσο ικανοποιητικό, καθώς κατάφερε να συγκεντρώσει μόλις 8% και να εκλέξει δύο ευρωβουλευτές. Εδώ έχουμε και μία από τις σημαντικές ρήξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς -που παραμένει μέχρι και σήμερα- ανάμεσα στους εκπροσώπους του «εκσυγχρονισμού» και τις πιο αριστερές τάσεις. Η «Δημοκρατική Αριστερά» του Φώτη Κουβέλη τάχθηκε ενάντια σε αυτή την κίνηση, όπως και διάφοροι άλλοι αριστεροί φορείς.
ΔΗΜΑΡ
Η «Δημοκρατική Αριστερά» δημιουργήθηκε το 2010. Ο Φώτης Κουβέλης, πρώην αντίπαλος του Αλέξη Τσίπρα για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, αποχώρησε από το κόμμα μαζί με τρεις άλλους βουλευτές και ανέλαβε «πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της ανανεωτικής αριστεράς». Το εγχείρημα θύμιζε αρκετά τις ζυμώσεις του 1989, ενώ έλαβε και τη στήριξη του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς, Λεωνίδα Κύρκου.
Η ΔΗΜΑΡ συμμετείχε στην κυβέρνηση συνεργασίας του Αντώνη Σαμαρά (2012-2013). Ως κόμμα, αν και προερχόμενο από τον χώρο της Αριστεράς φλέρταρε σε μεγάλο βαθμό με την Κεντροαριστερά και προσπάθησε να έχει ενεργό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Το 2015 ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος διαδέχεται τον Φώτη Κουβέλη στην ηγεσία του κόμματος. Το ίδιο έτος ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ συνεργάζονται με σκοπό την κοινή εκλογική κάθοδο δημιουργώντας τη «Δημοκρατική Συμπαράταξη» με πρόεδρο την Φώφη Γεννηματά.
Κίνημα Αλλαγής
Το «Κίνημα Αλλαγής» δημιουργείται ως φορέας τον Μάρτιο του 2018. Στην πράξη αποτελεί μετεξέλιξη της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» με τη συμμετοχή του «Ποταμιού» του Σταύρου Θεοδωράκη. Σκοπός αυτών των συνεργασιών ήταν η πολιτική επιβίωση των κομμάτων τα οποία έβλεπαν τα ποσοστά τους να βυθίζονται όσο η κρίση χρέους προχωρούσε.
Παρότι το ΚΙΝΑΛ προσπάθησε να λειτουργήσει ως ένα προοδευτικό ανάχωμα, τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά, λόγω προστριβών. Τον Ιανουάριο του 2019 ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος διαγράφεται λόγω της πρόθεσής του να ψηφίσει υπέρ της συμφωνίας για την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας. Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα η ΔΗΜΑΡ να αποχωρήσει και να ενταχθεί στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά το 2021 και τη διαδοχή της από τον Νίκο Ανδρουλάκη στην ηγεσία, το κόμμα υφίσταται σήμερα με το διπλό όνομα «ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής». Από αυτό, το 2023 αποχώρησε ο Ανδρέας Λοβέρδος και το 2024 δημιούργησε τους «Δημοκράτες».
Ο «κεντροαριστερός» ΣΥΡΙΖΑ
Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Δημιουργήθηκε το 1991 ως προϊόν διάσπασης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» που είδαμε παραπάνω, όταν αποχώρησε από αυτόν το ΚΚΕ. Το 2004 από «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου» μετονομάστηκε σε «Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Μέχρι το 2013 δεν αποτελούσε ενιαίο φορέα, αλλά συνεργασία πολλών μικρότερων ομάδων. Πολιτικά τοποθετούνταν πολύ αριστερότερα από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ.
Η εκλογή του τότε νέου και πολλά υποσχόμενου Αλέξη Τσίπρα, τον Φεβρουάριο του 2008 ήταν η αρχή του μετασχηματισμού του από κόμμα της άκρας αριστεράς σε κόμμα της αντιδραστικής λαϊκίστικής Κεντροαριστεράς.
Σημείο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ο Δεκέμβρης του 2008 και το κλίμα βίας που ξέσπασε με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Τότε υπήρξε το παράθυρο από κόμμα του 3% να αναδειχθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Εκμεταλλευόμενος το κλίμα της κοινωνικής οργής απέναντι στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή που κατέρρεε σταδιακά λόγω κακοδιαχείρισης και σκανδάλων, ο Αλέξης Τσίπρας επένδυσε σε ένα σχέδιο αυτόνομης πορείας, στο οποίο πρωταγωνιστές θα ήταν ο λαϊκισμός και η αντιδραστικότητα.
Καταλύτης για την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί η είσοδος της Ελλάδας στα μνημόνια. Η αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ είχε ως αποτέλεσμα το εκλογικό σώμα να μετακινηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και το 2015 να εκλεγεί ως κυβέρνηση με σκοπό την ακύρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων της Ελλάδας (με ένα νόμο και ένα άρθρο), κάτι το οποίο και απέτυχε υπογράφοντας προς ειρωνεία ένα τρίτο και σκληρότερο μνημόνιο.
Οι δύο κυβερνητικές θητείες του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με τους ακροδεξιούς «Ανεξάρτητους Έλληνες» του Πάνου Καμμένου. Η υποστήριξη του τελευταίου όμως σταμάτησε με την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει λύση στο ζήτημα του ονόματος της FYROM, επιτρέποντας τη χρήση του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία», τερματίζοντας για ένα μεγάλο διάστημα τη μισαλλοδοξία και επιφέροντας μία αγαστή συνεργασία ανάμεσα στα δύο κράτη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από την επιλογή του να προχωρήσει σε δημοψήφισμα με ένα ιδιαίτερα ασαφές ερώτημα, δέχτηκε έντονη κριτική για την προσπάθεια ελέγχου των τηλεοπτικών αδειών, αλλά και της επιλογής του να επενδύει σε μία πολιτική της έντασης.
Οι απανωτές εκλογικές ήττες του Αλέξη Τσίπρα από το 2019 και μετά κατέστησαν κατανοητό πως είναι πλέον αδύνατο ένα κυβερνητικό μέλλον δίχως ουσιαστικές συνεργασίες με άλλες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στις εκλογές του 2023 να διαρρεύσουν φήμες μετεκλογικής συνεργασίας με το «ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής» του Νίκου Ανδρουλάκη και το «ΜέΡΑ25» του Γιάνη Βαρουφάκη. Συγκεκριμένα στη δημόσια σφαίρα αυτό το πλάνο αναφερόταν τακτικά ως «προοδευτική συγκυβέρνηση» ή «κυβέρνηση συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων». Από την πλευρά του, το ΠΑΣΟΚ κρατούσε κλειστά χαρτιά και με τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ τερμάτισε κάθε συζήτηση. Στόχος του ΠΑΣΟΚ πριν τις εκλογές δεν ήταν η συνεργασία σε ένα τρικομματικό μοντέλο, αλλά η επιστροφή του ως πρώτο κόμμα σε ένα μοντέλο πολωμένου δικομματισμού.
Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα ύστερα από 15 χρόνια από το τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε μία έντονη κρίση ταυτότητας. Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εισέλθει προ πολλού σε μία φάση ιδεολογικής περιδίνησης, η εκλογή του άγνωστου μέχρι τότε Στέφανου Κασσελάκη το 2023 δημιούργησε πολλά περισσότερα προβλήματα, οδηγώντας σε μία νέα διάσπαση. Από αυτή προέκυψε η «Νέα Αριστερά» η οποία και συμμετείχε στις φετινές Ευρωεκλογές, αποτυγχάνοντας όμως να εκλέξει ευρωβουλευτή.
Ποιο είναι το μέλλον και οι πιθανότητες;
Η παραπάνω ιστορική αναδρομή είναι αναγκαία για να δούμε πως η μεγάλη κεντροαριστερή παράταξη αντιμετωπίζει πλήθος προκλήσεων. Πέρα των ιδεολογικών διαφορών και των «προσωπικών» συγκρούσεων ανάμεσα στις διάφορες ομάδες, το βασικό πρόβλημα είναι πως η Κεντροαριστερά ποτέ δεν υπήρξε ένας ενιαίος χώρος και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιος, ακόμα και στα μελλοντικά σενάρια.
Η αδυναμία του Νίκου Ανδρουλάκη να καταστήσει το ΠΑΣΟΚ δεύτερο κόμμα στις πρόσφατες Ευρωεκλογές οδήγησε σε κρίση ηγεσίας. Μέχρι στιγμής έχουν ανακοινώσει 8 υποψήφιοι την πρόθεσή τους να συμμετέχουν στις επερχόμενες εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Χάρης Δούκας, ο Παύλος Γερουλάνος, η Νάντια Γιαννακοπούλου, ο Μιχάλης Κατρίνης, η Μιλένα Αποστολάκη, ο Γιάννης Κανελάκης και η Άννα Διαμαντοπούλου αναζητούν τις απαραίτητες υπογραφές από τα μέλη του κόμματος. Ο κάθε υποψήφιος έχει διαφορετική οπτική για το μέλλον της παράταξης, κάτι που αποδεικνύει και τον υψηλό βαθμό κατακερματισμού της ίδιας της Κεντροαριστεράς ως πολιτικό χώρο.
Παράλληλα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω των εξαιρετικά χαμηλών ποσοστών και του κινδύνου στο άμεσο μέλλον να βρεθεί στην τρίτη θέση ή ακόμα και χαμηλότερα, διαρρέονται φήμες πως η «Νέα Αριστερά» θα απορροφηθεί σε βάθος χρόνου από το ΠΑΣΟΚ. Όμως, ο Στέφανος Κασσελάκης έχει πει ανοιχτά πως επιδιώκει να είναι αυτός το κεντρικό πρόσωπο στο ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου φορέα χωρίς να δέχεται κάτι διαφορετικό για το μέλλον του χώρου.
Όπως γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό, το βασικό ζήτημα που καθιστά την μεγάλη κεντροαριστερή παράταξη ένα «όνειρο» που δύσκολα θα δούμε να υλοποιείται με επιτυχία, είναι η απουσία κουλτούρας συνεργασίας στα ίδια τα κόμματα. Όσες προσπάθειες έγιναν στο παρελθόν, κατέληξαν σε γρήγορους τερματισμούς και πλήθος κατακερματισμών. Εάν δεν υπάρξει αλλαγή στην πολιτική κουλτούρα και δεν επεξεργαστούν οι εκάστοτε σχηματισμοί ένα πλαίσιο ουσιαστικής συνεργασίας και όχι ενός ανταγωνισμού εντός των φορέων, τότε η όποια συζήτηση θα έρχεται αντιμέτωπη με νέες αποτυχίες και θα παραμένει στη σφαίρα της θεωρίας.