Με δύο δισεκατομμύρια ενεργούς χρήστες κάθε μήνα, το Instagram αποτελεί ένα ανοιχτό παράθυρο με θέα σε μερικά από τα πιο εντυπωσιακά φυσικά αξιοθέατα παγκοσμίως. Όμως, με ποιο κόστος; Η περίπτωση του Μπαλί.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, ο αριθμός των παγκόσμιων ταξιδιωτών έχει –κατά πολύ– διπλασιαστεί. Από 523,909,597 το 1995, το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (UNWTO) 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ταξίδεψαν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η οικονομική ανάπτυξη, το μειωμένο κόστος αλλά και το διαδίκτυο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, μετατρέποντας το ταξίδι σε μια εμπειρία πιο προσιτή για τον μέσο πολίτη. Συγκεκριμένα, πλατφόρμες όπως το Instagram, φαίνεται πως έχουν αναλάβει, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα πια, τον ρόλο του «τουριστικού οδηγού». «Ο τουρισμός αλλάζει. Και το Instagram βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αλλαγής… Οι πολίτες αναζητούν και ανακαλύπτουν νέα μέρη μέσω της πλατφόρμας. Έχει υιοθετήσει έναν ρόλο “καθοδηγητή” για τους ταξιδιώτες», αναφέρει η Putri Silalahi, υπεύθυνη επικοινωνίας του Instagram για την περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.
Η λειτουργία της γεωετικέτας (geotagging) του Instagram κρύβεται πίσω από τις κατακόρυφες αυξήσεις των επισκέψεων σε φωτογενή φυσικά αξιοθέατα, έχοντας ως αποτέλεσμα την αυξημένη ρύπανση, την διάβρωση μονοπατιών, αλλά και την πρόκληση πυρκαγιών. Τόσο, που ορισμένα πάρκα στις Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα, ζητούν από τους επισκέπτες να μην χρησιμοποιούν την εν λόγω λειτουργία. Στην περίπτωση λιγότερο αναπτυγμένων κρατών, ωστόσο, όπως για παράδειγμα η Ινδία, η συζήτηση μπορεί να γίνει πιο περίπλοκη, αν αναλογιστεί κανείς πως ο τουρισμός μπορεί αφενός να αποτελεί τη λύση στην καταπολέμηση της φτώχειας, όμως την ίδια στιγμή μπορεί να αποβεί μοιραίος για τα «εύθραυστα» τοπικά οικοσυστήματα.
Η περίπτωση του Μπαλί
Το 2019 η κυβέρνηση της Ινδονησίας έθεσε ως στόχο την αύξηση του κρατικού εισοδήματος, μέσω της προσέλκυσης 20 εκατομμυρίων τουριστών. Τα social media, αποτέλεσαν το κύριο εργαλείο αυτής της απόπειρας. Το 2016 και το 2017 το υπουργείο Τουρισμού προσκάλεσε εκατοντάδες influencers σε ένα «Θαυμαστό Ταξίδι», έχοντας ως στόχο να προωθήσει τις περιοχές γύρω από την Ινδονησία. Και το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία, καθώς οι επισκέπτες αυξήθηκαν από 6,2 εκατομμύρια το 2008 σε 15,8 εκατομμύρια το 2018.
Εάν τα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης συντάσσονται και αναπτύσσονται με όρους βιωσιμότητας και με επίκεντρο την ποιότητα ζωής της τοπικής κοινωνίας, τότε μπορούν να είναι ωφέλιμα για τους ντόπιους πληθυσμούς αλλά και το φυσικό περιβάλλον. Η πραγματικότητα όμως φαίνεται να απέχει κατά πολύ, καθώς η μαζική ανάπτυξη ακινήτων για τουριστικούς σκοπούς εξαντλεί τους φυσικούς πόρους, καταστρέφει τα οικοσυστήματα και προκαλεί ρύπανση –γεγονός ιδιαίτερα επικίνδυνο στην περίπτωση της Ινδονησίας, μίας από τις χώρες με την μεγαλύτερη βιοποικιλότητα παγκοσμίως.
Το Bali Bible αποτελεί έναν από τους πρώτους τουριστικούς οδηγούς τέτοιου είδους. «Σκοπός αυτού του λογαριασμού, ήταν να δείξουμε στους ανθρώπους την πραγματική ομορφιά του Μπαλί. Από τους κρυφούς καταρράκτες, τους εμβληματικούς ναούς και τις καταπράσινες καλλιέργειες, μέχρι την εντυπωσιακή “Κούνια του Μπαλί”», αναφέρει ο Bronte Thompson, social media manager του προφίλ.
Οι παραπάνω τοποθεσίες ήταν φυσικά δημοφιλείς και πριν από την ύπαρξη τέτοιου είδους ινσταγκραμικών τουριστικών οδηγών. Ωστόσο, η εκθετική αύξηση των τουριστών σε ολόκληρο το Μπαλί τα τελευταία χρόνια και η συνεπακόλουθη οικοδομική ανάπτυξη έχει «στραγγίξει» το φυσικό περιβάλλον. Αν και λειτουργούν κάποιες βιώσιμες επιχειρήσεις, η υπερανάπτυξη στις νότιες ακτές της επαρχίας είναι υπεύθυνη για την καταστροφή σημαντικών οικοσυστημάτων. Χαρακτηριστική περίπτωση, αποτελεί η ανάπτυξη τουριστικών θερέτρων, μέσω της δημιουργίας νέας γης, σε περιοχές όπου μέχρι πρότινος υπήρχε νερό, γεγονός που προκαλεί εκτεταμένη διάβρωση, μεταβολές στα θαλάσσια σχήματα και καταστροφή των υφάλων.
Ο τουρισμός είναι, επιπλέον, υπεύθυνος και για την ολοένα και αυξανόμενη κρίση του νερού. Μια μελέτη του 2018 από την Διεθνή Τουριστική Σύμπραξη (International Tourism Partenership) συμπεριέλαβε το Μπαλί στην λίστα των τουριστικών προορισμών που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο λειψυδρίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε ο Stroma Cole, ανώτερος λέκτορας του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αγγλίας το 2015, το 65% του νερού στο Μπαλί διατίθεται αποκλειστικά για τουριστικούς σκοπούς.
«Ο τουρισμός έχει αποφέρει σημαντικό πλούτο στο νότο, αλλά ταυτόχρονα έχει περιορίσει σημαντικά τα υπόγεια ύδατα, τα οποία έχουν πλέον φτάσει στα όριά τους. Έτσι, προκύπτει το ερώτημα, τι θα συμβεί όταν τα αποθέματα στερέψουν;», αναφέρει ο καθηγητής. Την ίδια στιγμή, η ταχεία μετατροπή των καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε τουριστικά θέρετρα, εμποδίζει ένα σημαντικό μέρος του νερού της βροχής να φτάσει πίσω στο έδαφος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα «οι πλημμύρες και η απορροή των υδάτων να αποτελούν πια βασικά προβλήματα στο Μπαλί», προσθέτει ο κ. Cole. Οι απρόβλεπτες βροχοπτώσεις, οι αυξανόμενες θερμοκρασίες και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας λόγω της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να επιδεινώσουν την ήδη βεβαρημένη κατάσταση.
Άλλες τουριστικές δραστηριότητες, όπως είναι για παράδειγμα τα τουρ στην παραλία Lovina, στο βόρειο Μπαλί, κατά τη διάρκεια των οποίων οι επισκέπτες έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν τα δελφίνια στο φυσικό τους περιβάλλον έχουν επηρεάσει με πιο άμεσο τρόπο την βιοποικιλότητα. Πιο συγκεκριμένα, σχεδόν 200 βάρκες μεταφέρουν καθημερινά, πριν την αυγή, τους επισκέπτες στο σημείο για να παρακολουθήσουν το όμορφο θέαμα. Αν και πρόκειται για μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα εδώ και δεκαετίες και αποτελεί σημαντική πηγή εισοδήματος για τους ντόπιους, ο αριθμός των καραβιών που φτάνει σήμερα στο σημείο, φέρεται να έχει επηρεάσει τη διατροφική συμπεριφορά των δελφινιών, ενώ ταυτόχρονα τα έχει κάνει πιο ανήσυχα, επισημαίνει η dr. Putu Liza Mustika, Ινδονησιανή ερευνήτρια και καθηγήτρια Τουριστικών στο Πανεπιστήμιο James Cook στην Αυστραλία. «Οι βαρκάρηδες που βρίσκονται εδώ και χρόνια στην περιοχή, επισημαίνουν πως παλιότερα έβλεπαν περισσότερα είδη δελφινιών», σημειώνει.
Η τουριστική ανάπτυξη μπορεί σαφώς να δημιουργήσει ευκαιρίες, όμως εάν αυτή δεν συμβαίνει με περιβαλλοντικούς όρους μπορεί, ταυτοχρόνως, να συμβάλλει στην υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων, στην αλλοίωση του εδάφους, στην αλλαγή της οικολογίας αλλά και στην αύξηση της ρύπανσης. Μάλιστα, η πραγματικότητα στο Μπαλί είναι πως το 85% των τουριστικών εγκαταστάσεων υψηλού επιπέδου δεν ανήκουν καν σε ντόπιους επιχειρηματίες. «Η Ινδονησία έχει επιβάλλει πλήθος κανονισμών για την εποπτεία της τουριστικής ανάπτυξης και την πρόληψη των αρνητικών επιπτώσεών της. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς παραβιάζονται, καθώς δεν διενεργούνται οι απαραίτητοι έλεγχοι ή διότι γίνονται τα “στραβά μάτια”».
Βέβαια, ίσως το πιο άμεσο περιβαλλοντικό αντίκτυπο είναι οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα ως αποτέλεσμα των εκατοντάδων πτήσεων που φτάνουν στην Ινδονησία από κάθε λογής περιοχή του κόσμου. Σύμφωνα με μελέτη των Ηνωμένων Εθνών, μία πτήση από την Νέα Υόρκη στο Μπαλί παράγει περίπου 1,5 με 2,2 μετρικούς τόνους εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ένας μέσος Αμερικανός οδηγός, εκπέμπει 4,6 μετρικούς τόνους κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους. Οι αεροπορικές εταιρείες, δοκιμάζουν τα βιοκαύσιμα καθώς και άλλα μέτρα που μπορούν να φανούν πιο αποδοτικά ως προς την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά στο μεσοδιάστημα, κρίνεται υψίστης σημασίας να αναλογιστούμε πόσο συχνά και για ποιους λόγους πετάμε. Η αποφυγή των αεροπορικών ταξιδιών είναι ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους μείωσης των προσωπικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, σύμφωνα με έκθεση των Seth Wynes και Kimberly Nicholas το 2017.
Φυσικά, το ζήτημα μπορεί να γίνεται πιο περίπλοκο σε περιοχές, όπου η οικονομία είναι άμεσα εξαρτημένη από τον τουρισμό. «Εάν ένας τόπος είναι φτωχός και ο τουρισμός μπορεί να τονώσει την οικονομία, τότε υπάρχουν κονδύλια που προσφέρονται για την προστασία του περιβάλλοντος», επισημαίνει ο Aseem Prakash, διευθυντής του Κέντρου Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον. «Στην περίπτωση τέτοιων περιοχών, η αποκοπή τους από τα εναέρια μέσα μεταφοράς, φυσικά δεν είναι η λύση».