Δεν μπορεί να ανεχόμαστε τη ρητορική μίσους στον βωμό της τηλεθέασης. Την προηγούμενη σεζόν, η τηλεοπτική κακοποίηση ήταν κυρίαρχη στο όνομα της «άλλης άποψης»; Φέτος, γίνεται να μην συμβεί αυτό, παρακαλώ;
Ήταν Ιούλιος, όταν ο Βασίλης Θανόπουλος, αρχισυντάκτης του περιοδικού Αntivirus, μιλούσε για την τηλεοπτική σεζόν που μας πέρασε χαρακτηρίζοντας την ως μία από τις πιο κακοποιητικές χρονιές της ελληνικής τηλεόρασης ως προς την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Η τηλεοπτική κακοποίηση ήταν γεγονός.
Την ίδια στιγμή, πολλά media έβαζαν προοδευτικό πρόσημο στην περασμένη σεζόν, αφού σειρές όπως το “Milky Way” και η «Παραλία», προσπάθησαν να δώσουν το στίγμα μιας συμπεριληπτικής τηλεόρασης. Μπορεί η τηλεόραση, ως μέσο αντανάκλασης της κοινωνίας, να είναι κακοποιητική και ταυτόχρονα να έχει προοδευτικό χαρακτήρα; Ή απλώς συνυπάρχουμε, κακοποιητικά και προοδευτικά άτομα σε μια κοινωνία που ισορροπεί ανάμεσα στην ουτοπία και το οξύμωρο;
Ένα ήλιος που προσπαθεί να γυρίσει
Μεγαλώσαμε με τη δογματική αντίληψη ότι όσο υπάρχει κοινωνία, τόσο θα υπάρχουν κανόνες, κριτήρια και φυσικά προνόμια από τα οποία πάντα κάποιοι θα εξαιρούνται και θα είναι στο περιθώριο. Μέσα στην αντίληψη αυτή χωρέσαμε εκατοντάδες άτομοα:
«Δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα οι gay να παντρεύονται», «Δεν είναι το ίδιο με εμάς. Η οικογένεια αποτελείται από μητέρα, πατέρα και παιδιά και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ», και φυσικά το αμίμητο «Ας κάνουν ό,τι θέλουν στον κλειστό χώρο του σπιτιού τους, αρκεί να μην τους βλέπει κανείς».
Οι δογματικές αυτές απόψεις και αντιλήψεις αναπαράχθηκαν στα σπίτια, τα γραφεία, τους δρόμους και φυσικά βρήκαν τον χώρο τους στη δημόσια σφαίρα και τις τηλεοπτικές εκπομπές, οδηγώντας σε ενός είδους τηλεοπτική κακοποίηση.
Πολλοί χαρακτήρισαν τις αντιδράσεις αυτές ως φυσικές και αναμενόμενες, αφού οι άνθρωποι αυτοί αντιδρούσαν σε κάποια αλλαγή και η κοινωνία έχει μάθει να αντιστέκεται στις μεταβολές. Όπου υπάρχει δράση υπάρχει και αντίδραση, έλεγαν.
Έτσι αντέδρασε η κοινωνία και το 1982, όταν νομιμοποιήθηκε ο πολιτικός γάμος. Έτσι αντέδρασε στην κατάργηση της προίκας. Έτσι αντέδρασε και στην αποποινικοποίηση της μοιχείας. Και μετά οι αντιρρήσεις κόπασαν. Κανείς πια δεν θυμάται. Κανείς πια δεν φοβάται.
Ο όχλος σιώπασε και όχι μόνο δέχτηκε την αλλαγή αλλά την αγκάλιασε κιόλας και σήμερα, όλοι όσοι τότε αντιδρούσαν, δέχονται τα πράγματα αυτά ως δεδομένα και σταμάτησαν να υπεραμύνονται μιας απαρχαιωμένης και χωρίς ουσία «ηθικής».
Η μεγάλες τηλεθεάσεις και η κακοποίηση
Φυσικά, τότε δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση για να κληθούν οι απανταχού απατημένοι, για να απαντήσουν αν θεωρούν σωστό ότι πλέον ο μοιχός σύζυγός τους δεν θα μπαίνει στη φυλακή.
Οι παντρεμένοι δεν ρωτήθηκαν αν θα μπορούν οι επόμενοι να παντρεύονται με πολιτικό γάμο και οι άνδρες, που φυσικά κάποιοι είχαν αντίρρηση, δεν πήραν σβάρνα τα κανάλια να μιλήσουν για την αποτρόπαια πράξη του να μην πληρώνονται για να παντρεύονται τις γυναίκες τους.
Φέτος όμως, οι τηλεοπτικές εκπομπές χάρισαν ένα μεγάλο μέρος του τηλεοπτικού τους χρόνου σε προσβλητικά, υβριστικά και κακοποιητικά σχόλια που υπηρετούσαν, ή εξυπηρετούσαν, την «άλλη άποψη» περί της νομιμοποίησης του δικαιώματος στον γάμο και την οικογένεια της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Γιατί άραγε επιτράπηκε αυτή η τηλεοποτική κακοποίηση;
Κάποιοι είπαν ότι το έκαναν χάριν Δημοκρατίας, εντός της οποίας πρέπει να ακούγονται όλες οι απόψεις. Την ίδια άποψη φαίνεται να είχε και η αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, η οποία σε τηλεοπτική εκπομπή, ερωτώμενη για το αν η ΕΣΗΕΑ έπρεπε να είχε αντιδράσει απέναντι στο ξέμπαρκο βήμα που δόθηκε προς τις «άλλες» κακοποιητικές δηλώσεις, απάντησε πως: «Η ενημέρωση δεν μπορεί να εξυπηρετείτε μονόπλευρα. Όλες οι απόψεις πρέπει να ακούγονται και όλες οι απόψεις είναι σεβαστές. Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο».
Κανείς όμως δεν μίλησε για τα νούμερα. Κανείς δεν είπε ότι οι επονομαζόμενες ως «άλλες απόψεις» δεν ήταν τίποτα άλλο, τελικά, παρά μια προσπάθεια εμπορευματοποίησης του μίσους μιας μερίδας της κοινωνίας, που βρίσκεται στη ζεστασιά της συντήρησης.
Και αυτή η προσπάθεια εμπορευματοποίησης δεν έγινε για κανένα άλλο λόγω παρά για το κέρδος: το κέρδος που φέρνουν τα νούμερα, το κέρδος που φέρνει η ανάγκη ενός παρουσιαστή να γίνει αρεστός μια μερίδα του κοινού, το κέρδος που μπορεί να φέρει η δημόσια αποδοκιμασία μιας τέτοιας «άλλης άποψης» από έναν παρουσιαστή. Και κάπως έτσι, δημιουργείται η εξίσωση μιας δημοκρατίας που στηρίζεται στην «άλλη άποψη», η οποία άλλη άποψη φέρνει νούμερα. Φυσικά, όπως έχει συμβεί πολλάκις, η ανεξέλεγκτη επιθυμία για τηλεθέαση μπορεί να οδηγήσει στην κακοποίηση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το αποτέλεσμα του πειράματος στο να «ακουστούν» και οι δύο απόψεις, ήταν να μην ακουστεί πραγματικά καμία άποψη και να μείνει μόνο ο όχλος.
Πώς «χτίζεται» η άλλη τηλεόραση;
Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν πολλά. Ναι, η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθιά συντηρητική. Οι λόγοι πολλοί. Το κύριο ερώτημα όμως είναι: Σε ποια πλευρά της ιστορίας θέλουν τελικά να ταχθούν οι τηλεοπτικές εκπομπές;
Αν το «θέλω» τους είναι η φιλοξενία κακοποιητικών απόψεων και συμπεριφορών, αν το «θέλω» τους είναι να δίνουν βήμα στη ρητορική μίσους, αν η ανάγκη για νούμερα και εμπορευματοποίηση των πάντων είναι μεγαλύτερη από την ανάγκη για προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τότε οι τηλεοπτικές εκπομπές βρίσκονται σε καλό δρόμο. Αν όμως, δεχόμαστε ότι όλο αυτό που έγινε τη φετινή χρονιά δεν ήταν τελικά η φιλοξενία μιας άλλης άποψης, αλλά μια κακοποιητική πρακτική, τότε κάτι χρειάζεται να αλλάξει.
Aν η ΕΣΗΕΑ πιστεύει, και θέλει να ασχοληθεί, όπως λέει, σοβαρά με τα θέματα δεοντολογίας, χρειάζεται να αφιερώνει περισσότερα από λίγα μόνο λεπτά στους δημοσιογράφους που μιλούν για τις κακοποιητικές πρακτικές που εφαρμόζονται ακόμη και από άλλους δημοσιογράφους και που παλεύουν για την αλλαγή.
Χρειάζεται να φιλοξενούνται περισσότεροι άνθρωποι που αναγνωρίζουν ότι πρόοδος σημαίνει είμαι ικανός/η να αναγνωρίσω τη σωστή, την ηθική και τίμια «γνώμη» και να μην δώσω βήμα σε αυτή την «άλλη» κακοποιητική και εχθρική συμπεριφορά που τίποτα δεν προσφέρει, αλλά αντίθετα έχει αρνητική επίδραση στην ψυχική και σωματική υγεία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
Ίσως αν βασιστούμε περισσότερο στη γνώση και όχι τόσο στην απαίδευτη γνώμη, την ενημέρωση, τον σεβασμό και την ενσυναίσθηση να καταφέρουμε να χτίσουμε τελικά αυτή την άλλη, καλύτερη, τηλεόραση. Ίσως τότε να μπορέσουμε και να πούμε ότι παρά την κακοποίηση και τον πόνο που έφερε η τηλεόραση σε πολλά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα την περασμένη χρονιά, έγινε η αρχή για να φτιαχτεί τελικά μια πιο συμπεριληπτική τηλεόραση. Ας ευχηθούμε η φετινή τηλεοπτική σεζόν να είναι αυτή η χρονιά.